Τρίτη, 19 Μαρτίου 2024

www.totsisgroup.gr Est.1954                                          Totsis Group 69 Χρόνια

ΤΕΥΧΟΣ logistis
Εισάγετε το email σας
και μείνετε ενημερωμένοι
Λεπτομέρειες ¶ρθρου
Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2019
Αρθρο του Χαράλαμπου Τσούση
Γενικός Αντικαταχρηστικός Κανόνας άρθρου 38 ΚΦΔ


MSc Λογιστικής ΑΣΟΕΕ
MSc Φορολογίας και Ελεγκτικής Παντείου
Tax Director Grant Thornton

To παρόν σημείωμα αφιερώνεται στον καθηγητή μου Γεώργιο Στ. Αληφαντή

Εισαγωγή
Στις 13 Σεπτεμβρίου 2019 δημοσιεύθηκε από την ελληνική φορολογική διοίκηση η εγκύκλιος Ε.2167/2019(*), με την οποία παρέχονται, μεταξύ άλλων, οδηγίες εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 38 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Ν.4174/2013, «Γενικός κανόνας απαγόρευσης καταχρήσεων»).
Με το παρόν σημείωμα θα επιχειρήσουμε να καταγράψουμε τις βασικές αυτές οδηγίες εφαρμογής, ενώ θα προβούμε και σε μια σύντομη ανάλυση της Aπόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου «C-255/02 - Halifax and Others». Στόχος της ανάλυσης αυτής είναι η διερεύνηση και καταγραφή της συσχέτισης των διατάξεων της ελληνικής φορολογικής νομοθεσίας για την απαγόρευση των καταχρήσεων κατά την διαδικασία φορολογικής αναφοράς και συμμόρφωσης, με την αντίστοιχη πρακτική σε επίπεδο δευτερογενούς δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ), στο πλαίσιο εφαρμογής του οποίου εκδόθηκε η προαναφερθείσα Απόφαση (1).
Βασικές προβλέψεις της εγκυκλίου Ε.2167/2019 (μέρος Γ.)
Το τρίτο μέρος της εγκυκλίου παρέχει οδηγίες για την εφαρμογή του άρθρου 38 του ΚΦΔ. Το άρθρο 38 τροποποιήθηκε με τον Ν.4609/2019, ώστε να εναρμονιστεί περαιτέρω με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 6 της Οδηγίας 1164/2016/ΕΕ που φέρει επίσης τον τίτλο «Γενικός κανόνας απαγόρευσης καταχρήσεων». Τόσο το άρθρο 6 της εν λόγω Οδηγίας όσο και το άρθρο 38 του ΚΦΔ βασικά προβλέπουν ότι όταν ο έλεγχος προχωρά σε διορθωτικό υπολογισμό της φορολογικής υποχρέωσης, δεν πρέπει να λαμβάνει υπόψη τυχόν «διευθετήσεις» οι οποίες έχουν τεθεί σε εφαρμογή με κύριο σκοπό την απόκτηση καταχρηστικού φορολογικού πλεονεκτήματος για τον φορολογούμενο, πλεονεκτήματος δηλαδή που δεν συνάδει με τον επιδιωκόμενο σκοπό των φορολογικών διατάξεων. Προβαίνει δηλαδή στον υπολογισμό της φορολογικής υποχρέωσης σαν να μην υπήρχαν καθόλου οι διευθετήσεις αυτές.
Προκειμένου να μην ληφθούν υπόψη, οι διευθετήσεις αυτές πρέπει να είναι «τεχνητές» (μη γνήσιες), δηλαδή τεκμηριωμένα να μην εδράζονται σε εμπορικούς λόγους που να απηχούν την οικονομική πραγματικότητα. Το βάρος της απόδειξης, ότι μια διευθέτηση είναι τεχνητή και επομένως πρέπει να αγνοηθεί, το φέρει καταρχήν η φορολογική διοίκηση, ενώ ο εξωτερικός τύπος που αυτή η διευθέτηση μπορεί να φέρει (π.χ. γραπτή σύμβαση ή προφορική συμφωνία μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών) είναι καταρχήν αδιάφορος από μόνος του. Σε περίπτωση που, τελικώς, δεν ληφθούν υπόψη τέτοιες τεχνητές διευθετήσεις, η φορολογική υποχρέωση υπολογίζεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από το εθνικό φορολογικό δίκαιο ως αυτές να μην υπήρχαν καθόλου. Εξυπακούεται βέβαια ότι και σε μια τέτοια περίπτωση η φορολογική διοίκηση θα έχει την υποχρέωση να παρέχει σαφή, ειδική και επαρκή αιτιολογία για τη νομική βάση, τα γεγονότα και τις περιστάσεις βάσει των οποίων επέρχεται διορθωτικός προσδιορισμός (άρθρο 64 του ΚΦΔ) και όχι να ενεργεί αυθαίρετα.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στο γεγονός ότι ο συγκεκριμένος κανόνας τυγχάνει εφαρμογής στις περιπτώσεις εκείνες όπου η ελληνική φορολογική νομοθεσία δεν περιλαμβάνει ειδικότερους κανόνες αντιμετώπισης τεχνητών διευθετήσεων που οδηγούν σε διάβρωση της φορολογικής βάσης επί της οποίας έχει δικαίωμα επιβολής φόρου το ελληνικό κράτος. Τέτοιοι κανόνες είναι, ενδεικτικά, αυτοί που τίθενται από τις διατάξεις για την υποχρέωση υπαγωγής σε εταιρικό φόρο των διανεμόμενων κερδών από επιχειρηματική δραστηριότητα (άρθρο 47, παρ. 1), για τις φορολογικά εκπιπτόμενες επισφαλείς απαιτήσεις (άρθρο 26), για τις μεταφερόμενες φορολογικές ζημίες (άρθρο 27), για την υποκεφαλαιοδότηση (άρθρο 49), για τις ενδοομιλικές συναλλαγές (άρθρο 50), για την μεταφορά λειτουργιών (άρθρο 51), για τους εταιρικούς μετασχηματισμούς (άρθρα 52-56), για τις δαπάνες που τιμολογούνται από πρόσωπα με φορολογική κατοικία σε μη συνεργάσιμα κράτη και κράτη με προνομιακό φορολογικό συντελεστή (άρθρα 23 και 65), για τις ελεγχόμενες αλλοδαπές εταιρείες (άρθρο 66) του ελληνικού ΚΦΕ (Ν.4172/2013), κάποιες από τις οποίες απαριθμούνται ονομαστικά στην εγκύκλιο.
Τέλος, με την εγκύκλιο διευκρινίζεται το προφανές, ότι ο γενικός αντικαταχρηστικός κανόνας έχει εφαρμογή σε όλους τους φόρους που περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής του ΚΦΔ, όπως αυτοί απαριθμούνται στο άρθρο 2 και στο Παράρτημα του νόμου (μεταξύ των οποίων και ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας, ΦΠΑ).

Απόφαση Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου «C-255/02 - Halifax and Others» της 21ης Φεβρουαρίου 2006
Στην εγκύκλιο Ε.2167/2019 υπάρχει ειδική μνεία ότι, για την ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 38 του ΚΦΔ, πρέπει συμπληρωματικά και μεταξύ άλλων, να ακολουθείται η συναφής νομολογία του ΔΕΕ. Η συγκεκριμένη αναφορά κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική, κατά τη γνώμη μας, γιατί ενώ οι φορολογικές διοικήσεις των Κρατών-Μελών κατά τον φορολογικό έλεγχο οφείλουν να λαμβάνουν υπόψιν τους το περιεχόμενο των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στο βαθμό που αυτές αφορούν στον επιδιωκόμενο σκοπό Συνθηκών και Οδηγιών της ΕΕ, δυστυχώς αυτό στην πράξη δεν συμβαίνει σε όλες τις σχετικές περιπτώσεις (2). Επί του συγκεκριμένου ζητήματος, η φορολογική διοίκηση της Ελλάδας επιλέγει να υπομνήσει στις ελεγκτικές αρχές ότι απαιτείται να υιοθετούν τα συμπεράσματα της νομολογίας του ΔΕΕ.
Όπως αναφέρθηκε και στα προηγούμενα, ο αντικαταχρηστικός κανόνας του άρθρου 38 του ΚΦΔ έχει εφαρμογή και για τον ΦΠΑ. Η συγκεκριμένη Απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που με συντομία παρουσιάζουμε παρακάτω αναφέρεται σε μία κλασσική περίπτωση καταχρηστικών πρακτικών (όπως έκρινε το ίδιο το Δικαστήριο) από όμιλο εταιρειών με έδρα στο Ηνωμένο Βασίλειο, η οποία, λόγω του ότι είναι ενδεικτική των περιπτώσεων και του τρόπου που ανάλογες τεχνητές διευθετήσεις μπορεί να οικοδομηθούν για την αποφυγή πληρωμής ενός φόρου (ΦΠΑ) για τον οποίο έχει εγκαθιδρυθεί κοινό σύστημα στο πλαίσιο της ΕΕ, θεωρείται δικαίως ορόσημο σε κοινοτικό επίπεδο.
Οι Halifax, Leeds και County αποτελούσαν, κατά τη χρονική περίοδο που έλαβαν χώρα τα οικονομικά γεγονότα και οι συναλλαγές που εξετάστηκαν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, όμιλο εταιριών με μητρική εταιρεία τη Halifax (με συμμετοχή 100% στο εταιρικό κεφάλαιο των άλλων δύο).
H Halifax δραστηριοποιούταν στον τραπεζικό κλάδο, επομένως διενεργούσε οικονομική δραστηριότητα η οποία αποτελούταν κυρίως από πράξεις απαλλασσόμενες από τον ΦΠΑ εκροών, χωρίς δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών [ανάλογες με αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 22, περίπτωση κ του ελληνικού κώδικα ΦΠΑ (Ν.2859/2000)], καθώς και σε μικρότερο βαθμό από πράξεις υπαγόμενες με δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών. Σε αυτήν τη βάση, διατηρούσε δικαίωμα έκπτωσης του συνολικού ΦΠΑ που επιβάρυνε τις κοινές για τα δύο είδη δραστηριότητας εισροές της βάσει καθορισμένου ποσοστού (prorata), το οποίο για την εξεταζόμενη χρονική περίοδο ανερχόταν σε 5% (καθορισμένο προφανώς με διαδικασία υπολογισμού ανάλογη με αυτήν που προβλέπεται από το άρθρο 33 του ελληνικού κώδικα ΦΠΑ).
Οι θυγατρικές Leeds και County, από την άλλη πλευρά, διενεργούσαν οικονομική δραστηριότητα διαχείρισης ακίνητης περιουσίας για την οποία είχαν προαιρετικά επιλέξει την υπαγωγή στον ΦΠΑ. Αυτό σημαίνει ότι ήταν υποχρεωμένες να χρεώνουν ΦΠΑ με τον κανονικό συντελεστή στις εκροές τους (να συμπεριλαμβάνουν, δηλαδή, τον αναλογούντα φόρο στην αξία των τιμολογίων που εξέδιδαν προς τους πελάτες τους) ενώ την ίδια στιγμή είχαν πλήρες δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ των εισροών τους - δηλαδή του φόρου που συμπεριλαμβανόταν στα τιμολόγια δαπανών που λάμβαναν, μεταξύ των οποίων και αυτών που αφορούσαν σε οικοδόμηση ακινήτων ιδιοκτησίας τους, τα οποία θα χρησιμοποιούσαν αργότερα για την οικονομική δραστηριότητα της εκμίσθωσης σε άλλα υποκείμενα στον φόρο πρόσωπα (ανάλογη πρόβλεψη με αυτή των διατάξεων του άρθρου 8, περίπτωση 2δ.ii του ελληνικού κώδικα ΦΠΑ).
Η τεχνητή διευθέτηση στην περίπτωση αυτή ήταν ότι οι Leeds και County συμβάλλονταν με ανεξάρτητους εργολάβους κατασκευών, τηρώντας την αρχή των ίσων αποστάσεων, και εξέπιπταν εξ ολοκλήρου τον ΦΠΑ εισροών που επιβάρυνε τις δαπάνες κατασκευής κτηρίων που περιέρχονταν στα στοιχεία του ενεργητικού τους. Κατόπιν εκμίσθωναν τα κτήρια στη Halifax, η οποία τα χρησιμοποιούσε για τη δική της οικονομική δραστηριότητα (στέγαση των τηλεφωνικών κέντρων της, κατ αρχήν κοινή εισροή και για τις απαλλασσόμενες χωρίς δικαίωμα έκπτωσης και για τις υπαγόμενες με δικαίωμα έκπτωσης δραστηριότητές της).

Τα βασικά επιπλέον ευρήματα του Δικαστηρίου τα οποία στοιχειοθέτησαν την τεχνητή διευθέτηση ήταν τα παρακάτω:
1. Η μητρική Halifax ήταν ο ιθύνων νους πίσω από τις συναλλαγές των 100% θυγατρικών Leeds και County με τους ανεξάρτητους εργολάβους κατασκευών,
2. Η Halifax παρείχε την χρηματοδότηση στις Leeds και County για την κατασκευή των εν λόγω κτηρίων, στη βάση άτοκου δανεισμού,
3. Η Halifax ήταν το πρόσωπο που διατηρούσε τη χρήση των κτηρίων από την αρχή (μέσω μίσθωσης), επομένως αυτή ήταν ο σταθερός και ουσιαστικός αποδέκτης του οικονομικού ωφελήματος από την κατασκευή τους,
4. Η Halifax συμβαλλόταν και αυτή απευθείας με τους ανεξάρτητους εργολάβους κατασκευών, για την παροχή εγγυήσεων επί την κατασκευής των κτηρίων κυριότητας των Leeds και County,
5. Οι Leeds και County δεν διέθεταν άλλα σημαντικά στοιχεία ενεργητικού που να αφορούν σε ακίνητη περιουσία, πέραν των κτηρίων που εκμισθώνονταν στην Halifax.
Όλα τα παραπάνω δεδομένα συνηγόρησαν κατά την άποψη του Δικαστηρίου στο ότι η Halifax ήταν το υποκείμενο στον φόρο πρόσωπο που επί της ουσίας, για σκοπούς ΦΠΑ, είχε συμβληθεί με τους ανεξάρτητους εργολάβους κατασκευής των κτηρίων. Συνεπώς, το Δικαστήριο κατέληξε ότι η βρετανική φορολογική διοίκηση είχε το δικαίωμα να αγνοήσει όλα τα ενδιάμεσα στάδια της προαναφερθείσας τεχνητής διευθέτησης και να αναγνωρίσει δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ εισροών στην Halifax μέχρι του ύψους της αναλογίας 5% που οριζόταν για τις κοινές εισροές της (prorata) - και όχι αναγνώριση της έκπτωσης σε ποσοστό 100% που εφάρμοζαν οι θυγατρικές της με την υποβολή των περιοδικών τους δηλώσεων.

Συμπέρασμα
Ο γενικός αντικαταχρηστικός κανόνας αποτελεί κατ αρχήν μια σύγχρονη «βέλτιστη πρακτική» για την ελληνική φορολογική διοίκηση. Ο όρος «βέλτιστη πρακτική» δεν συναντάται ως κοινά αποδεκτός ορισμός στη φορολογική θεωρία, χρησιμοποιείται όμως πολύ συχνά από θεσμικούς φορείς (μεταξύ των οποίων και η ίδια η ΕΕ) προκειμένου να χαρακτηρίσει αποτελεσματικές, καινοτόμες και βιώσιμες ενέργειες της διοίκησης και προβλέψεις της νομοθεσίας για την επίτευξη των εκάστοτε στόχων που έχουν τεθεί. Στα παραπάνω συνηγορεί το γεγονός ότι το άρθρο 38 του ΚΦΔ, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει σήμερα, έχει τον ίδιο τίτλο, το ίδιο ουσιαστικό περιεχόμενο και σχεδόν το ίδιο τυπικό λεκτικό με το άρθρο 6 της Οδηγίας 1164/2016/ΕΕ.
Μία πρακτική μπορεί να χαρακτηριστεί «βέλτιστη» αν και εφόσον, μεταξύ άλλων, πληροί το κριτήριο 3Ε (“Economy, effectiveness, efficiency”), όπως αυτό έχει διαμορφωθεί στην θεωρία και στην πρακτική του ευρύτερου κλάδου της διοίκησης (“management”). Πιο συγκεκριμένα, με τον όρο “economy” (οικονομία) νοείται η συμμόρφωση με τον προϋπολογισμό και η ελαχιστοποίηση του κόστους των εισροών μιας διαδικασίας. Με τον όρο “effectiveness” (αποτελεσματικότητα) νοείται η επίτευξη των προϋπολογισμένων εκροών της ίδιας διαδικασίας, σε επίπεδο ποσότητας και ποιότητας. Τέλος, με τον όρο “effectiveness” (αποδοτικότητα) νοείται η επίτευξη συνολικά της ορθής λειτουργίας της διαδικασίας, εκφραζόμενη ως η αναλογία των εκροών προς τις εισροές.
Πολλοί, βέβαια, θεωρούν ότι προκειμένου μια πρακτική να χαρακτηριστεί «βέλτιστη» θα πρέπει, επιπρόσθετα των προναφερθέντων 3Ε, να χαρακτηρίζεται και από το “T” (Transparency, διαφάνεια). Σε αυτήν τη βάση, θα θέλαμε να αναφερθούμε ξανά στο γεγονός ότι, προκειμένου για την πρακτική του γενικού αντικαταχρηστικού κανόνα, το βάρος απόδειξης της ύπαρξης καταχρήσεων βαραίνει την ελέγχουσα αρχή, η οποία πρέπει να ασκεί το δικαίωμα αγνόησης τεχνητών διευθετήσεων τεκμηριωμένα και όχι αυθαίρετα. Σε αυτό το πλαίσιο πάντως, χρήσιμο είναι να αναφερθεί ότι η τεκμηρίωση αυτή μπορεί να προκύπτει και από έμμεσες αποδείξεις, δηλαδή από συγκλίνουσες και αντικειμενικές ενδείξεις οι οποίες αξιολογούνται ως σύνολο και όχι μεμονωμένα (3).
Τέλος, όπως αναφέρεται ρητά και στην εγκύκλιο, κατά την άσκηση του ανωτέρω δικαιώματος η φορολογική διοίκηση δεν θα πρέπει να παραβλέπει την αρχή της αναλογικότητας 4, στην καθομιλουμένη δηλαδή την αποφυγή λήψης υπερβολικών μέτρων κατά τον διορθωτικό προσδιορισμό του φόρου και την επιβολή δυσανάλογων ή εξοντωτικών κυρώσεων εναντίον του φορολογούμενου προσώπου, στο οποίο επιβάλλεται η συμμόρφωση.
Ευελπιστούμε ότι η εφαρμογή του αντικαταχρηστικού κανόνα θα γίνει με το προσήκον μέτρο και ότι οι εξελίξεις θα δικαιώσουν την υιοθέτησή του.

_______________________________
(*) Βλ. την εγκύκλιο Ε. 2167/2019 στις Διοικητικές Λύσεις του παρόντος τεύχους
(1) Υπενθυμίζεται ότι το δίκαιο της ΕΕ διακρίνεται σε πρωτογενές και δευτερογενές (παράγωγο). Το πρωτογενές δίκαιο της ΕΕ αποτελείται από τις Συνθήκες της ΕΕ, βασική από τις οποίες είναι η Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΣΛΕΕ), όπως ισχύει από το 2016 οπότε και εκδόθηκε, σε τροποποίηση και κωδικοποίηση παλαιότερων διατάξεων του πρωτογενούς δικαίου της Ενωσης. Το δευτερογενές δίκαιο της ΕΕ περιλαμβάνει πράξεις των κοινοτικών οργάνων, που συντάσσονται στην βάση των αρμοδιοτήτων που παρέχονται σε αυτές από το πρωτογενές δίκαιο. Τμήμα του δευτερογενούς δικαίου αποτελούν οι Οδηγίες, όπως η Οδηγία 2006/112/ΕΚ σχετικά με το κοινό σύστημα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας και η Οδηγία 1164/2016/ΕΕ για τη θέσπιση κανόνων κατά πρακτικών φοροαποφυγής, που θα μας απασχολήσουν στο σημείωμα αυτό. Οι Οδηγίες χρήζουν υποχρεωτικής εφαρμογής από τα Κράτη-Μέλη ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, παρέχουν όμως στα Κράτη-Μέλη συγκεκριμένα δικαιώματα επιλογής ως προς τα μέσα που θα εφαρμόσουν για την επίτευξη του αποτελέσματος αυτού.
(2) Όσον αφορά ειδικότερα στην Ελλάδα, οι προοπτικές συμμόρφωσης με την υποχρέωση αυτή, όπως διαφαίνονται από την πρακτική του φορολογικού ελέγχου κατά τα τελευταία έτη, μπορούν να θεωρηθούν μάλλον ευοίωνες (βλ. για παράδειγμα ΔΕΔ Θεσσαλονίκης απόφαση 1775/4.9.2017).
(3) Βλ. και ΣτΕ 1895/2018.
( 4) Βλ. και άρθρο 5, παράγραφος 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ενωση (ΣΕΕ).

Αποφ. Α.Α.Δ.Ε. Α 1040/15.03.2024
Καθορισμός του περιεχομένου, της διαδικασίας, του τρόπου και του χρόνου υποβολής των Δηλώσεων Πληροφοριών αναφορικά με υπηρεσίες τεχνικής υποστήριξης Φορολογικών Ηλεκτρονικών Μηχανισμών (ΦΗΜ), που παρέχονται στις υπόχρεες οντότητες του άρθρου 1 του ν. 4308/2014 (Α 251), στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, για την τήρηση του Μητρώου Παρεχόμενων Υπηρεσιών Τεχνικής Υποστήριξης Φορολογικών Ηλεκτρονικών Μηχανισμών (ΦΗΜ).
Αποφ. Α.Α.Δ.Ε. A 1042/15.03.2024
Τροποποίηση της υπό στοιχεία Α.1157/12.10.2023 απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) «Καθορισμός του χρόνου και της διαδικασίας αναβάθμισης των Μέσων Πληρωμών, που χρησιμοποιούν οι οντότητες του άρθρου 1 του ν. 4308/2014 (Α 251), από τους Παρόχους Μέσων Πληρωμών (NSPs), για την ολοκλήρωση της διαδικασίας διασύνδεσης αυτών με τα Ταμειακά Συστήματα, καθώς και κάθε άλλου ειδικότερου θέματος για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 15Β του ν. 4987/2022 (ΚΦΔ). Τροποποίηση της υπό στοιχεία Α.1021/2023 (Β 1826) απόφασης του Διοικητή της ΑΑΔΕ» (Β 5994).
Εγκ. Α.Α.Δ.Ε. Ε 2019/06.03.2024
Παροχή οδηγιών σχετικά με την έκδοση και υποβολή πιστοποιητικών κυκλοφορίας στο πλαίσιο προτιμησιακών εμπορικών συναλλαγών.
Εγκ. Α.Α.Δ.Ε. Ε 2018/06.03.2024
Απαγορεύσεις και Περιορισμοί - Κοινοποίηση διατάξεων Καν. (ΕΕ) 2024/745 του Συμβουλίου της 18ης Φεβρουαρίου 2024 για την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 833/2014 του Συμβουλίου σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω ενεργειών της Ρωσίας που αποσταθεροποιούν την κατάσταση στην Ουκρανία και παροχή οδηγιών.
Αποφ. Α.Α.Δ.Ε. Α 1038/07.03.2024
Τροποποίηση της υπό στοιχεία ΠΟΛ 1275/2013 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών «Βεβαίωση οφειλής άρθρου 12 ν. 4174/2013 (Α 170), όπως ισχύει» (Β 3398).
Περισσότερα »

Εγκύκλιος e-ΕΦΚΑ 9/13.02.2024
Χορήγηση εφάπαξ παροχής σε κληρικούς (άρθρο 122 Ν. 5078/2023 ΦΕΚ 211/τ. Α 7/20.12.2023)
Εγκύκλιος e-ΕΦΚΑ 8/13.02.2024
«Αναπροσαρμογή από 1/1/2024: α) του ανωτάτου ορίου ασφαλιστέων αποδοχών, β) των ποσών ασφαλιστικών κατηγοριών, κλάδου εφάπαξ παροχών (πρόνοιας), του e-ΕΦΚΑ έμμισθων δικηγόρων Δημοσίου και μισθωτών μηχανικών-υγειονομικών, που απασχολούνται στο Δημόσιο Τομέα με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου και γ) των ποσών ασφαλιστικών κατηγοριών, κλάδου επικουρικής ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ και του Τ.Ε.Κ.Α., έμμισθων δικηγόρων Δημοσίου και μισθωτών μηχανικών, που απασχολούνται...
Εγκύκλιος e-ΕΦΚΑ 01/15.01.2024
Νέο νομικό πλαίσιο για την απασχόληση συνταξιούχων εξ ιδίου δικαιώματος (λόγω γήρατος/αναπηρίας), με την αντικατάσταση του άρθρου 20 του ν. 4387/2016 (Α 85). Κοινοποίηση των διατάξεων του άρθρου 114 του ν. 5078/2023 με παροχή οδηγιών
Εγκύκλιος e-ΕΦΚΑ 45/15.09.2023
Ασφαλιστικές εισφορές εργατών γης που αμείβονται με εργόσημο.
Εγκύκλιος e-ΕΦΚΑ 44/30.08.2023
Επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθείσων εισφορών σε δικαιούχους του δημοσίου.
Περισσότερα »
Επιμέλεια:
ΧΡΗΣΤΟΣ Ν. ΤΟΤΣΗΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΧΡ. ΤΟΤΣΗΣ
Ειδήσεις - Κρίσεις Σχόλια
Aρθρο του Γιώργου Δαλιάνη
του Διονύση Σαμόλη
και της Νίκης Χατζοπούλου
Συμπληρωματικά στοιχεία του ΣΔΟΕ και της Οικονομικής Αστυνομίας παρατείνουν την παραγραφή;
Aρθρο της Τζένης Πάνου
Φορολογικά προνόμια για αλλοδαπούς συνταξιούχους
Aρθρο του Σωκράτη Μπόγια
'Ελεγχος ενδοομιλικών συναλλαγών στην Κύπρο
Aρθρο της Τατιάνας Ψαριανού
Τα μακροχρόνια υπόλοιπα εμπορικών λογαριασμών δεν χαρτοσημαίνονται.
Επιμέλεια:
Χρήστος Ν. Τότσης
Νικόλαος Χρ. Τότσης
Ειδήσεις - Κρίσεις Σχόλια:
Αρθρο του Χρυσόστομου Γκίκα
Επισημάνσεις εκ των άρθρων 37 και 50 παρ. 7 του Κ.Φ.Δ. (ν. 4174/2013) για τα δικαιώματα των αλληλεγγύως ευθυνομένων
Αρθρο του Γιώργου Δαλιάνη
Η μεταβίβαση ατομικής επιχείρησης
Αρθρο του Γεώργιου Παλαιτσάκη
Οι εννέα τρόποι για την «αποφυγή» των τεκμηρίων
Αρθρο του Γεώργιου Κόντου
Έσοδα και διαδικασία αναγνώρισής τους
Περισσότερα »
ΚΑΛΑΘΙ ΑΓΟΡΑΣ
Το καλάθι είναι άδειο