Το παρόν Πρότυπο αντικαθιστά το ΔΛΠ 38 (1998) ’ϋλα Περιουσιακά Στοιχεία και θα πρέπει να εφαρμόζεται:
(α) κατά την
απόκτηση σε άϋλα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται
σε συνενώσεις επιχειρήσεων η ημερομηνία συμφωνίας των οποίων είναι την ή μετά
την 31 Μαρτίου 2004.
(β) σε όλα τα
υπόλοιπα άυλα περιουσιακά στοιχεία, για λογιστικές
περιόδους που αρχίζουν την ή μετά την 31 Μαρτίου 2004.
Η υιοθέτηση νωρίτερα
ενθαρρύνεται.
ΣΚΟΠΟΣ
1. Ο σκοπός αυτού
του Προτύπου είναι να προδιαγράψει το λογιστικό χειρισμό των άϋλων περιουσιακών στοιχείων, με τα οποία δεν ασχολήθηκε
ιδιαιτέρως ένα άλλο Πρότυπο. Αυτό το Πρότυπο απαιτεί όπως μία οντότητα να
αναγνωρίζει ένα άϋλο περιουσιακό στοιχείο όταν και
μόνον όταν, πληρούνται συγκεκριμένα κριτήρια. Το
Πρότυπο επίσης καθορίζει πώς να επιμετράται ηλογιστική αξία των άϋλων
περιουσιακών στοιχείων και απαιτεί ορισμένες καθορισμένες γνωστοποιήσεις
σχετικά με τα άϋλα περιουσιακά στοιχεία.
ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
2)Το
πρότυπο αυτό θα εφαρμόζεται στη λογιστική των άϋλων
περιουσιακών στοιχείων εκτός από:
α)
άυλα περιουσιακά στοιχεία που εμπίπτουν στο πεδίο
εφαρμογής άλλου προτύπου
β)
χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία,όπως ορίζονται
στο ΔΛΠ 39Χρηματοοικονομικά Μέσα:Αναγνώριση
και Επιμέτρηση
γ)
την αναγνώριση και επιμέτρηση περιουσιακών στοιχείων που προέρχονται από έρευνα
και αξιολόγηση (βλέπε ΔΠΧΠ 6Έρευνα και Αξιολόγηση
Ορυκτών Πόρων)και
δ)
δαπάνες για την ανάπτυξη και εξόρυξη ορυκτών,πετρελαίου,φυσικού αερίου και όμοιων μη ανανεώσιμων
πόρων.(όπως τροπ. με τον 1910/2005 (ΔΠΧΠ 6 ))
3. Αν ένα άλλο
Πρότυπο ορίζει τον λογιστικό χειρισμό για έναν ειδικό τύπο άϋλου
περιουσιακού στοιχείου, η οντότητα εφαρμόζει εκείνο το Πρότυπο αντί του
παρόντος Προτύπου. Για παράδειγμα, το παρόν Πρότυπο δεν εφαρμόζεται:
(α) στα άϋλα περιουσιακά στοιχεία τα οποία κατέχει μία οντότητα για
πώληση κατά τη συνήθη πορεία της επιχείρησης (βλέπε ΔΛΠ
2 Αποθέματα και ΔΛΠ 11 Συμβάσεις Κατασκευής).
(β) στις
αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (βλέπε ΔΛΠ 12
Φόροι Εισοδήματος).
(γ) στις μισθώσεις
που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΔΛΠ 17
Μισθώσεις.
(δ) στα περιουσιακά
στοιχεία που προκύπτουν από παροχές σε εργαζομένους (βλέπε ΔΛΠ
19 Παροχές σε Εργαζομένους).
(ε) σε
χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία καθώς προσδιορίζονται στο ΔΛΠ 39. Η αναγνώριση και επιμέτρηση κάποιων
χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων καλύπτεται από το ΔΛΠ
27 Ενοποιημένες και Ιδιαίτερες Οικονομικές
Καταστάσεις, το ΔΛΠ 28 Επενδύσεις σε Συγγενείς Επιχειρήσεις και τοΔΛΠ 31 Δικαιώματα σε Κοινοπραξίες. (στ) στην υπεραξία που
αποκτάται σε μία συνένωση επιχειρήσεων (βλέπε Δ.Π.Χ.Π.
3 Συνενώσεις Επιχειρήσεων).
(ζ) στα αναβαλλόμενα
κόστη απόκτησης και άϋλα περιουσιακά στοιχεία, που
προκύπτουν από τα συμβατικά δικαιώματα του ασφαλιστικού φορέα σύμφωνα με
ασφαλιστικά συμβόλαια που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Δ.Π.Χ.Π.
4
Ασφαλιστήρια
Συμβόλαια. Το Δ.Π.Χ.Π. 4 θέτει συγκεκριμένες
απαιτήσεις γνωστοποίησης για εκείνα τα αναβαλλόμενα κόστη απόκτησης αλλά όχι
για εκείνα τα άϋλα περιουσιακά στοιχεία. Συνεπώς οι
απαιτήσεις γνωστοποίησης του παρόντος
Προτύπου
εφαρμόζονται σε εκείνα τα άϋλα περιουσιακά στοιχεία.
(η) σε μη κυκλοφορούντα άϋλα περιουσιακά
στοιχεία που κατατάσσονται ως κατεχόμενα προς πώληση (η που συμπεριλαμβάνονται
σε ομάδα διάθεσης που κατατάσσεται ως κατεχόμενη προς πώληση) σύμφωνα με το Δ.Π.Χ.Π. 5 Μη Κυκλοφορούντα
Περιουσιακά Στοιχεία που Κατέχονται προς Πώληση και Διακοπείσες Δραστηριότητες.
(ΔΠΧΠ5)
Διακοπείσες
Δραστηριότητες.
4. Μερικά άϋλα περιουσιακά στοιχεία μπορεί να περιλαμβάνονται σε ένα
στοιχείο με φυσική υπόσταση, τέτοια όπως ένας ψηφιακός δίσκος μαγνητικής
εγγραφής (στην περίπτωση του ηλεκτρονικού λογισμικού), μία νομική τεκμηρίωση
(στην
περίπτωση μιας
άδειας ή ευρεσιτεχνίας) ή φιλμ. Κατά τον προσδιορισμό, αν ένα περιουσιακό
στοιχείο που ενσωματώνει αμφότερα άϋλα και υλικά
στοιχεία, πρέπει να αντιμετωπίζεται σύμφωνα με το ΔΛΠ
16 Ενσώματες Ακινητοποιήσεις ή ως ένα
άϋλο
περιουσιακό στοιχείο σύμφωνα με αυτό το Πρότυπο, η οντότητα πρέπει να εκτιμήσει
ποιο στοιχείο είναι περισσότερο σημαντικό. Για παράδειγμα, το ηλεκτρονικό
λογισμικό για ένα ηλεκτρονικά ελεγχόμενο μηχανικό εργαλείο, που δεν μπορεί να
λειτουργεί χωρίς αυτό το ειδικό λογισμικό, είναι ένα αναπόσπαστο μέρος του
σχετικού ενσώματου ηλεκτρονικού στοιχείου και αντιμετωπίζεται ως πάγιο
περιουσιακό στοιχείο. Το ίδιο ισχύει για το λειτουργικό σύστημα ενός
ηλεκτρονικού υπολογιστή. Όταν το λογισμικό δεν είναι ένα αναπόσπαστο τμήμα του
σχετικού ηλεκτρονικού ενσώματου στοιχείου, το λογισμικό αντιμετωπίζεται ως ένα άϋλο περιουσιακό στοιχείο.
5. Αυτό το Πρότυπο
εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, σε δαπάνες δραστηριοτήτων διαφήμισης, εκπαίδευσης,
εκκίνησης, έρευνας και ανάπτυξης. Οι δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης
κατευθύνονται προς την ανάπτυξη της γνώσης. Συνεπώς, μολονότι αυτές οι
δραστηριότητες μπορεί να καταλήξουν σε ένα περιουσιακό στοιχείο με φυσική
υπόσταση (για παράδειγμα, ένα πρωτότυπο), το φυσικό στοιχείο του περιουσιακού
στοιχείου είναι δευτερεύον ως προς το άϋλο συνθετικό
στοιχείο του, που είναι η γνώση που ενσωματώνεται σε αυτό.
6. Στην περίπτωση
μιας χρηματοδοτικής μίσθωσης, το υποκείμενο περιουσιακό στοιχείο μπορεί να
είναι είτε ενσώματο είτε άϋλο. Μετά την αρχική
αναγνώριση, ένας μισθωτής αντιμετωπίζει λογιστικά ένα άϋλο
περιουσιακό στοιχείο που κατέχεται βάσει μιας χρηματοδοτικής μίσθωσης, σύμφωνα
με αυτό το Πρότυπο. Δικαιώματα σύμφωνα με τις συμβάσεις παραχώρησης δικαιώματος
για στοιχεία τέτοια όπως κινηματογραφικές ταινίες, βιντεοσκοπήσεις, θεατρικά
έργα, χειρόγραφα, ευρεσιτεχνίες και συγγραφικά δικαιώματα αποκλείονται από το
πεδίο εφαρμογής του ΔΛΠ 17 και εμπίπτουν στο πεδίο
εφαρμογής αυτού του Προτύπου.
7. Εξαιρέσεις από το
πεδίο εφαρμογής ενός Προτύπου μπορεί να υπάρχουν, αν οι δραστηριότητες ή οι
συναλλαγές είναι τόσο εξειδικευμένες που καταλήγουν σε λογιστικά θέματα τα
οποία ενδέχεται να χρήζουν αντιμετώπισης με ένα διαφορετικό
τρόπο. Τέτοια θέματα
ανακύπτουν στη λογιστική αντιμετώπιση της εξερεύνησης ή ανάπτυξης και εξόρυξης κοιτασμάτων πετρελαίου, φυσικών αερίων και
μεταλλευμάτων σε εξορυκτικές βιομηχανίες και στην
περίπτωση των ασφαλιστήριων
συμβολαίων. Συνεπώς,
αυτό το Πρότυπο δεν εφαρμόζεται σε δαπάνες για τέτοιες δραστηριότητες και
συμβόλαια. Όμως, αυτό το Πρότυπο εφαρμόζεται σε άλλα άϋλα
περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούνται (τέτοια όπως ηλεκτρονικό λογισμικό)
και άλλα κόστη (τέτοια όπως κόστη εκκίνησης), σε εξορυκτικές
βιομηχανίες ή από ασφαλιστικούς φορείς.
ΟΡΙΣΜΟΙ
8. Οι ακόλουθοι όροι
χρησιμοποιούνται σε αυτό το Πρότυπο με τις έννοιες που καθορίζονται:
Μία ενεργός αγορά
είναι μία αγορά όπου όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις u963 συντρέχουν:
(α) τα στοιχεία που
είναι αντικείμενο εμπορίου στην αγορά είναι ομοιογενή,
(β) πρόθυμοι
αγοραστές και πωλητές μπορεί κανονικά να βρεθούν
οποιαδήποτε στιγμή
και
(γ) οι τιμές είναι
διαθέσιμες στο κοινό.
Η ημερομηνία της
συμφωνίας για μία συνένωση επιχειρήσεων είναι η ημερομηνία κατά την οποία
επιτυγχάνεται μία ουσιαστική συμφωνία μεταξύ των συνενωμένων επιχειρήσεων και,
στην περίπτωση των οντοτήτων των οποίων οι μετοχές διαπραγματεύονται δημόσια, η
ημερομηνία που ανακοινώνεται δημόσια. Σε περίπτωση επιθετικής αγοράς εταιρίας,
η νωρίτερη ημερομηνία κατά την οποία επιτυγχάνεται
ουσιαστική συμφωνία μεταξύ των συνενωμένων μερών είναι η ημερομηνία κατά την
οποία ένας επαρκής αριθμός των ιδιοκτητών της
αποκτώμενης έχουν
αποδεχθεί την προσφορά του αποκτώντος ώστε ο αποκτών να αποκτά των έλεγχο της
αποκτώμενης.
Απόσβεση είναι η
συστηματική κατανομή του αποσβέσιμου ποσού ενός άϋλου περιουσιακού στοιχείου κατά τη διάρκεια της ωφέλιμης
ζωής του.
Ένα περιουσιακό
στοιχείο είναι ένας πόρος:
(α) που ελέγχεται
από μία οντότητα ως αποτέλεσμα παρελθόντων συμβάντων
και
(β) από τον οποίο
μελλοντικά οικονομικά οφέλη αναμένεται να εισρεύσουν στην οντότητα.
Λογιστική αξία είναι
το ποσό με το οποίο ένα περιουσιακό στοιχείο αναγνωρίζεται στον ισολογισμό μετά
την έκπτωση κάθε σωρευμένης απόσβεσης και κάθε σωρευμένης ζημίας απομείωσης αυτού
Κόστος είναι τα
μετρητά ή τα ταμιακά ισοδύναμα που καταβάλλονται ή η εύλογη αξία άλλου
ανταλλάγματος που παραχωρείται για την απόκτηση του περιουσιακού στοιχείου κατά
το χρόνο της απόκτησης ή της κατασκευής του η, όταν αρμόζει, το ποσό που
αποδίδεται σε εκείνο το περιουσιακό στοιχείο κατά την αρχική του
αναγνώριση σύμφωνα
με τις συγκεκριμένες απαιτήσεις άλλων Δ.Π.Χ.Π.,
παραδείγματος χάρη του Δ.Π.Χ.Π. 2,
Παροχές που
Εξαρτώνται από την Αξία των Μετοχών.
Αποσβέσιμο
ποσό είναι το κόστος ενός περιουσιακού στοιχείου ή άλλο ποσό που υποκαθιστά το
κόστος μειωμένο κατά την υπολειμματική αξία του.
Ανάπτυξη είναι η
εφαρμογή των ευρημάτων της έρευνας ή άλλης γνώσης σε ένα πρόγραμμα ή σχέδιο για
την παραγωγή νέων ή ουσιωδώς βελτιωμένων υλικών, συσκευών, προϊόντων,
διαδικασιών, συστημάτων ή υπηρεσιών πριν από την έναρξη της εμπορικής u960
παραγωγής ή χρήσης.
Ειδική αξία είναι η
παρούσα αξία των ταμιακών ροών, που η οντότητα αναμένει να προκύψουν από τη
συνεχιζόμενη χρήση ενός περιουσιακού στοιχείου και από τη διάθεσή του στο τέλος
της ωφέλιμης ζωής του ή του ποσού με το οποίο αναμένει να επιβαρυνθεί κατά το
διακανονισμό μιας υποχρέωσης.
Εύλογη αξία ενός
περιουσιακού στοιχείου είναι το ποσό για το οποίο αυτό το περιουσιακό στοιχείο
θα μπορούσε να ανταλλαγεί μεταξύ δύο μερών που
ενεργούν με τη θέληση τους και με πλήρη γνώση των συνθηκών της
αγοράς.
Ζημία απομείωσης είναι το ποσό κατά το οποίο η λογιστική αξία
ενός περιουσιακού στοιχείου υπερβαίνει το ανακτήσιμο ποσό του.
Ένα άϋλο περιουσιακό στοιχείο είναι ένα αναγνωρίσιμο μη
χρηματικό περιουσιακό στοιχείο χωρίς φυσική υπόσταση.
Χρηματικά
περιουσιακά στοιχεία είναι χρήματα που κατέχονται και περιουσιακά στοιχεία που
εισπράττονται σε καθορισμένα ή προσδιορίσιμα ποσά
χρήματος.
Έρευνα είναι
πρωτότυπη και προγραμματισμένη συστηματική εξέταση που αναλαμβάνεται με την
προσμονή της απόκτησης νέας επιστημονικής ή τεχνικής γνώσης και αντίληψης.
Υπολειμματική αξίαενός άϋλου περιουσιακού
στοιχείου είναι η αξία που η οντότητα εκτιμά ότι θα λάμβανε επί του παρόντος
από την εκποίηση του περιουσιακού στοιχείου, μετά την αφαίρεση του κόστους
εκποίησης, αν το περιουσιακό στοιχείο ήταν ήδη στην ηλικία και την κατάσταση
που θα αναμενόταν κατά το τέλος της ωφέλιμης ζωής του.
Ωφέλιμη ζωή είναι:
(α) η περίοδος κατά
τη διάρκεια της οποίας ένα περιουσιακό στοιχείο αναμένεται να είναι διαθέσιμο
για χρήση από την οντότητα
ή
(β) το πλήθος των
παραγωγικών ή όμοιων μονάδων που η οντότητα αναμένει να αποκτήσει από το
περιουσιακό στοιχείο.
’ϋλα περιουσιακά στοιχεία
9. Οι οντότητες
συχνά δαπανούν πόρους ή αναλαμβάνουν υποχρεώσεις κατά την απόκτηση, ανάπτυξη,
συντήρηση ή αναβάθμιση άϋλων πηγών πόρων τέτοιων,
όπως επιστημονικών ή τεχνικών γνώσεων, σχεδιασμού και εφαρμογής νέων
διαδικασιών ή
συστημάτων, αδειών,
πνευματικής ιδιοκτησίας, γνώσεων αγοράς και εμπορικών σημάτων
(συμπεριλαμβανομένων σημάτων προϊόντων και εκδοτικών τίτλων). Κοινά
παραδείγματα στοιχείων που εμπερικλείονται σε αυτές τις γενικές επικεφαλίδες
είναι
το ηλεκτρονικό
λογισμικό, άδειες ευρεσιτεχνίας, συγγραφικά δικαιώματα, κινηματογραφικές
ταινίες, πελατολόγια, υποθηκικά δικαιώματα
εξυπηρέτησης, άδειες αλιείας, εισαγωγικές ποσοστώσεις, παραχωρήσεις εμπορικών
δικαιωμάτων, σχέσεις πελατών ή προμηθευτών, εμπιστοσύνη πελατών, μερίδια αγοράς
και δικαιώματα έρευνας αγοράς.
10. Μερικά μόνο από
τα στοιχεία που περιγράφονται στην παράγραφο 9 πληρούν
τον ορισμό ενός άϋλου περιουσιακού στοιχείου, δηλαδή,
αναγνωρισιμότητα, έλεγχο πάνω σε ένα πόρο και ύπαρξη
μελλοντικών οικονομικών ωφελειών. Αν ένα στοιχείο που
εμπίπτει στο πεδίο
εφαρμογής αυτού του Προτύπου δεν πληροί τον ορισμό
ενός άϋλου περιουσιακού στοιχείου, οι δαπάνες για να
αποκτηθεί αυτό ή να δημιουργηθεί αυτό εσωτερικώς, αναγνωρίζονται ως έξοδα, όταν
πραγματοποιούνται. Όμως, αν το
στοιχείο αποκτάται
σε μία συνένωση επιχειρήσεων, αποτελεί μέρος της υπεραξίας που αναγνωρίζεται
κατά την ημερομηνία της απόκτησης (βλέπε παράγραφο 68).
Α ν α γ ν ω ρ ι σ ι
μ ό τ η τ α
11. Ο ορισμός ενός άϋλου περιουσιακού στοιχείου απαιτεί όπως ένα
άϋλο περιουσιακό στοιχείο να είναι αναγνωρίσιμο ώστε να μη συγχέεται με την υπεραξία. Η υπεραξία που αποκτάται σε μία συνένωση επιχειρήσεων αντιπροσωπεύει μία καταβολή του αποκτώντος εν όψει μελλοντικών οικονομικών ωφελειών από περιουσιακά στοιχεία που δεν δύνανται να προσδιοριστούν μεμονωμένα και να αναγνωριστούν ιδιαιτέρως. Οι μελλοντικές οικονομικές ωφέλειες μπορεί να προέλθουν από σύμπραξη μεταξύ των αναγνωρίσιμων περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν ή από περιουσιακά στοιχεία τα οποία, κατιδίαν, δεν πληρούν
τις προϋποθέσεις για αναγνώριση στις οικονομικές καταστάσεις, αλλά για τα οποία ο αποκτών είναι προετοιμασμένος να προχωρήσει σε μία πληρωμή κατά τη συνένωση επιχειρήσεων.
12. Το περιουσιακό
στοιχείο πληροί το κριτήριο της αναγνωρισιμότητας
κατά τον ορισμό του άϋλου περιουσιακού στοιχείου
όταν:
(α) διαχωρίζεται,
ήτοι μπορεί να διαχωριστεί ή να διαιρεθεί από την οντότητα και να πωληθεί, μεταβιβαστεί, παραχωρηθεί, ενοικιαστεί ή ανταλλαγεί είτε μεμονωμένα είτε σε συνδυασμό με σχετικό
συμβόλαιο, περιουσιακό στοιχείο ή υποχρέωση
ή
(β) προκύπτει από
συμβατικά ή άλλα νομικά δικαιώματα, ασχέτως αν τα δικαιώματα αυτά είναι
μεταβιβάσιμα ή διαχωρίζονται από την οντότητα ή από άλλα δικαιώματα και
υποχρεώσεις.
Έ λ ε γ χ ο ς
13. Η οντότητα
ελέγχει ένα περιουσιακό στοιχείο, αν έχει τη δύναμη να λαμβάνει τα μελλοντικά
οικονομικά οφέλη που απορρέουν από τον υποκείμενο πόρο και να απαγορεύει την
πρόσβαση άλλων σε αυτά τα οφέλη. Η δυνατότητα μιας οντότητας να ελέγχει τα
μελλοντικά οικονομικά οφέλη από ένα άϋλο περιουσιακό
στοιχείο θα απέρρεε κανονικά από νόμιμα δικαιώματα που είναι εκτελεστά
δικαστικώς. Εν απουσία νομικών δικαιωμάτων, είναι περισσότερο δύσκολο να
αποδειχτεί ο έλεγχος. Όμως, το δικα στικώς εκτελεστό ενός δικαιώματος δεν είναι αναγκαίος όρος
για έλεγχο, διότι η οντότητα μπορεί να είναι σε θέση να ελέγχει τα μελλοντικά
οικονομικά οφέλη με κάποιον άλλον τρόπο.
14. Τεχνικές γνώσεις
και γνώσεις της αγοράς μπορούν να απολήξουν σε μελλοντικά οικονομικά οφέλη. Η
οντότητα ελέγχει αυτά τα οφέλη αν, για παράδειγμα, η γνώση προστατεύεται με
νομικά δικαιώματα τέτοια όπως συγγραφικά δικαιώματα, έναν περιορισμό μιας
εμπορικής συμφωνίας (όπου επιτρέπεται) ή με ένα νομικό καθήκον των εργαζομένων
να διατηρούν εχεμύθεια.
15. Η οντότητα
μπορεί να έχει μία ομάδα εξειδικευμένου προσωπικού και μπορεί να είναι σε θέση
να αναγνωρίζει πρόσθετες εξειδικεύσεις του προσωπικού, οι οποίες οδηγούν σε
μελλοντικά οικονομικά οφέλη από εκπαίδευση. Η οντότητα μπορεί επίσης να
αναμένει ότι το προσωπικό θα συνεχίσει να διαθέτει τις δεξιότητές του σε αυτήν.
Όμως, συνήθως μία οντότητα έχει ανεπαρκή έλεγχο πάνω στα αναμενόμενα μελλοντικά
οικονομικά οφέλη που προκύπτουν από μία ομάδα εξειδικευμένου προσωπικού και από
εκπαίδευση έτσι ώστε αυτά τα στοιχεία να πληρούν τον
ορισμό ενός άϋλου περιουσιακού στοιχείου. Για έναν
όμοιο λόγο, ορισμένο διευθυντικό ή τεχνικό χάρισμα
είναι απίθανο να πληροί τον ορισμό ενός άϋλου περιουσιακού στοιχείου, εκτός αν αυτό προστατεύεται
από νόμιμα δικαιώματα χρήσης του και λήψης μελλοντικών οικονομικών ωφελειών που
αναμένονται από αυτό και, επίσης πληροί τα υπόλοιπα
σημεία του ορισμού.
16. Η οντότητα
μπορεί να έχει ένα χαρτοφυλάκιο πελατών ή ένα μερίδιο αγοράς και να αναμένει
ότι, χάριν στις προσπάθειες της για την οικοδόμηση πελατειακών σχέσεων και
εμπιστοσύνης, οι πελάτες θα συνεχίσουν να συναλλάσσονται με την
οντότητα. Όμως, εν
απουσία νομίμων δικαιωμάτων για προστασία ή άλλων τρόπων ελέγχου των σχέσεων με
τους πελάτες ή της εμπιστοσύνης των πελατών προς την οντότητα, η οντότητα συνήθως
έχει ανεπαρκή έλεγχο πάνω στα αναμενόμενα οικο-
νομικά οφέλη από πελατειακές σχέσεις και εμπιστοσύνη ώστε τέτοια στοιχεία (χαρτοφυλάκιο πελατών, μερίδια αγοράς, πελατειακές σχέσεις, εμπιστοσύνη πελατών) να πληρούν
τον ορισμό των άϋλων περιουσιακών στοιχείων. Εν απουσία νομικών δικαιωμάτων για την προστασία των πελατειακών σχέσεων, πράξεις συναλλαγών για τις ίδιες ή παρόμοιες μη συμβατικές πελατειακές σχέσεις (εκτός αν αποτελούν μέρος μιας συνένωσης επιχειρήσεων) αποδεικνύουν ότι η οντότητα είναι παρόλαυτά
ικανή να ελέγξει τα μελλοντικά οικονομικά οφέλη που απορρέουν από τις πελατειακές σχέσεις. Επειδή οι πράξεις συναλλαγών αυτές αποδεικνύουν επίσης ότι οι πελατειακές σχέσεις διαχωρίζονται, οι πελατειακές σχέσεις αυτές εμπίπτουν στον ορισμό του άϋλου περιουσιακού στοιχείου.
Μ ε λ λ ο ν τ ι κ ά ο ι κ ο ν ο μ ι κ ά ο φ έ λ η
17. Τα μελλοντικά
οικονομικά οφέλη που απορρέουν από ένα άϋλο
περιουσιακό στοιχείο μπορεί να περιλαμβάνουν έσοδα από
την πώληση προϊόντων
ή υπηρεσιών, εξοικονόμηση κόστους ή άλλα οφέλη που προέρχονται από τη χρήση του
περιουσιακού
στοιχείου από την
οντότητα. Για παράδειγμα, η χρήση της πνευματικής ιδιοκτησίας σε μία παραγωγική
διαδικασία μπορεί να
μειώσει τα
μελλοντικά κόστη παραγωγής μάλλον παρά να αυξήσει τα μελλοντικά έσοδα.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΚΑΙ
ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ
18. Η αναγνώριση
ενός στοιχείου ως άϋλο περιουσιακό στοιχείο απαιτεί
όπως μία οντότητα αποδεικνύει ότι το στοιχείο πληροί:
(α) τον ορισμό του άϋλου περιουσιακού στοιχείου (βλέπε παραγράφους 8-17)
και
(β) τα κριτήρια αναγνώρισης
(βλέπε παραγράφους 21-23).
Η απαίτηση αυτή
ισχύει για τα κόστη που πραγματοποιήθηκαν αρχικά για την απόκτηση ή την
εσωτερική δημιουργία άϋλου περιουσιακού στοιχείου και
για τα κόστη που πραγματοποιήθηκαν μεταγενέστερα για τη συμπλήρωση, την αντικατάσταση
μέρους ή τη συντήρηση του.
19. Οι παράγραφοι
25-32 ασχολούνται με την εφαρμογή των κριτηρίων αναγνώρισης στα άϋλα περιουσιακά στοιχεία που έχουν αποκτηθεί ξεχωριστά και
οι παράγραφοι 33-43 ασχολούνται με την εφαρμογή σε άϋλα
περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν σε συνένωση επιχειρήσεων. Η παράγραφος 44 ασχολείται με την αρχική επιμέτρηση των άϋλων
περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν με κρατική επιχορήγηση, οι παράγραφοι
45-47 με ανταλλαγές άϋλων περιουσιακών στοιχείων και
οι παράγραφοι 48-50 με τον χειρισμό της εσωτερικώς δημιουργούμενης
υπεραξίας. Οι παράγραφοι 51-67 ασχολούνται με την αρχική αναγνώριση και
επιμέτρηση των εσωτερικών δημιουργούμενων άϋλων περιουσιακών στοιχείων
20. Η φύση των άϋλων περιουσιακών στοιχείων είναι τέτοια που, σε πολλές περιπτώσεις, δεν υπάρχουν συμπληρώσεις του στοιχείου ή αντικαταστάσεις τμημάτων του. Συνεπώς, οι περισσότερες μεταγενέστερες δαπάνες είναι πιθανό να διατηρήσουν τα αναμενόμενα μελλοντικά οικονομικά οφέλη που ενσωματώνονται σε υπάρχον άϋλο περιουσιακό στοιχείο αντί να πληρούν
τον ορισμό του άϋλου περιουσιακού στοιχείου και τα κριτήρια αναγνώρισης που τίθενται στο παρόν Πρότυπο. Επιπρόσθετα, είναι συχνά δύσκολο να αποδίδονται τέτοιες μεταγενέστερες δαπάνες απευθείας σε ένα ορισμένο άϋλο περιουσιακό στοιχείο, παρά στην επιχείρηση ως ένα σύνολο. Συνεπώς, μόνο σπανίως οι μεταγενέστερες δαπάνες δαπάνες που πραγματοποιούνται μετά την αρχική αναγνώριση ενός αποκτηθέντος άϋλου περιουσιακού στοιχείου ή μετά την ολοκλήρωση ενός εσωτερικώς
δημιουργούμενου άϋλου περιουσιακού στοιχείου θα αναγνωρίζονται στη λογιστική αξία περιουσιακού στοιχείου. Με συνέπεια προς την παράγραφο 63, μεταγενέστερες δαπάνες σε σήματα, τίτλους εφημερίδων και περιοδικών, τίτλους εκδόσεων,
πελατολόγια και
στοιχεία όμοια σε ουσία (είτε εξωτερικώς αποκτηθέντα
είτε εσωτερικώς δημιουργούμενα) αναγνωρίζονται
πάντοτε στα αποτελέσματα όταν πραγματοποιούνται. Αυτό συμβαίνει διότι η δαπάνη
δεν μπορεί να διαχωριστεί από τη συνολική δαπάνη ανάπτυξης της επιχείρησης.
21. Ένα άϋλο περιουσιακό στοιχείο θα αναγνωρίζεται όταν και μόνον
όταν:
(α) πιθανολογείται
ότι τα αναμενόμενα μελλοντικά οικονομικά οφέλη που αποδίδονται στο περιουσιακό
στοιχείο θα εισρεύσουν στην οντότητα και
και
(β) το κόστος του
περιουσιακού στοιχείου μπορεί να αποτιμηθεί αξιόπιστα.
22. Η οντότητα
πρέπει να εκτιμά την πιθανότητα αναμενόμενων μελλοντικών οικονομικών ωφελειών
με τη χρησιμοποίηση λογικών και βάσιμων παραδοχών που αντιπροσωπεύουν την ορθή
εκτίμηση της διεύθυνσης για το πλαίσιο των οικονομικών συνθηκών που θα υπάρχουν
κατά τη διάρκεια της ωφέλιμης ζωής του περιουσια-
κού
στοιχείου.
23. Η οντότητα
χρησιμοποιεί κρίση για να εκτιμήσει τον βαθμό βεβαιότητας που συνδέεται με τη
ροή των μελλοντικών οικονομικών ωφελειών που αποδίδονται στη χρησιμοποίηση του
περιουσιακού στοιχείου με βάση τις διαθέσιμες αποδείξεις κατά το χρόνο της
αρχικής αναγνώρισης, δίδοντας μεγαλύτερο βάρος στις εξωτερικές αποδείξεις.
24. Ένα άϋλο περιουσιακό στοιχείο θα αποτιμάται αρχικώς
στο κόστος.
Διακεκριμένη
απόκτηση
25. Κανονικά, η τιμή
που καταβάλει η οντότητα ώστε να αποκτήσει διακεκριμένα ένα άϋλο
περιουσιακό στοιχείο αντανακλά τις προσδοκίες για την πιθανότητα ότι τα
αναμενόμενα μελλοντικά οικονομικά οφέλη που ενσωματώνονται στο περιουσιακό
στοιχείο θα
εισρεύσουν στην οντότητα. Με άλλα λόγια, η επίδραση της πιθανότητας
αντανακλάται στο κόστος του περιουσιακού στοιχείου. Συνεπώς, το κριτήριο της
πιθανότητας για αναγνώριση της παραγράφου 21 (α) θεωρείται πάντοτε ότι
ικανοποιείται για τα
άϋλα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται ξεχωριστά.
26. Επί πλέον, το
κόστος ενός άϋλου περιουσιακού στοιχείου που
αποκτάται ξεχωριστά μπορεί συνήθως να επιμετράται
αξιόπιστα. Αυτό συμβαίνει ειδικά, όταν το τίμημα της αγοράς είναι με τη μορφή
μετρητών ή άλλων χρηματικών περιουσιακών
στοιχείων.
27. Το κόστος ενός άϋλου περιουσιακού στοιχείο που αποκτήθηκε ξεχωριστά
εμπεριέχει:
(α) την τιμή αγοράς
του, συμπεριλαμβανομένων των εισαγωγικών δασμών και των μη επιστρεπτέων φόρων
αγοράς, μετά την αφαίρεση εμπορικών εκπτώσεων και μειώσεων τιμών
και
(β) κάθε άμεσα επιρριπτέο κόστος προετοιμασίας του περιουσιακού στοιχείου
για την προοριζόμενη χρήση του.
28. Παραδείγματα
άμεσα επιρριπτέου κόστους είναι:
(α) το κόστος των
παροχών προς εργαζομένους (καθώς ορίζεται στο ΔΛΠ 19
Παροχές σε Εργαζόμενους) που προκύπτουν άμεσα από την αποκατάσταση της
λειτουργίας του περιουσιακού στοιχείου.
(β) οι
επαγγελματικές αμοιβές που προκύπτουν άμεσα από την αποκατάσταση της
λειτουργίας του περιουσιακού στοιχείου
και
(γ) το κόστος των
δοκιμών της ορθής λειτουργίας του περιουσιακού στοιχείου.
29. Παραδείγματα
δαπανών που δεν αποτελούν μέρος του κόστους ενός άϋλου
περιουσιακού στοιχείου είναι:
(α) το κόστος
παρουσίασης νέου προϊόντος ή υπηρεσίας (συμπεριλαμβανομένου του κόστους
διαφήμισης και δραστηριοτήτων προώθησης),
(β) το κόστος διεξαγωγής
εργασιών σε νέα τοποθεσία ή με νέα κατηγορία πελατών (συμπεριλαμβανομένου του
κόστους της εκπαίδευσης του προσωπικού)
και
(γ) τα διοικητικά
και τα άλλα γενικά κόστη.
30. Η αναγνώριση του
κόστους στη λογιστική αξία ενός άϋλου περιουσιακού
στοιχείου παύει όταν το στοιχείο βρίσκεται στην κατάσταση που απαιτείται για τη
λειτουργία που η διοίκηση έχει προσδιορίσει. Κατά συνέπεια, το κόστος της
χρήσης ή της επανατοποθέτησης ενός άϋλου περιουσιακού
στοιχείου δεν συμπεριλαμβάνεται στη λογιστική αξία εκείνου του στοιχείου. Για
παράδειγμα, τα ακόλουθα κόστη δεν συμπεριλαμβάνονται στη λογιστική αξία ενός άϋλου περιουσιακού στοιχείου:
(α) τα κόστη που
πραγματοποιούνται όταν ένα στοιχείο που είναι σε θέση να λειτουργήσει με τον
τρόπο που έχει προσδιορίσει η διοίκηση δεν χρησιμοποιείται ακόμα και
(β) οι αρχικές
λειτουργικές ζημίες, όπως εκείνες που πραγματοποιούνται καθώς αναπτύσσεται η
ζήτηση για την παραγωγή του περιουσιακού στοιχείου.
31. Κάποιες
δραστηριότητες δημιουργούνται σε σχέση με την ανάπτυξη ενός άϋλου
περιουσιακού στοιχείου, αλλά δεν απαιτούνται για τη θέση του στην κατάσταση που
απαιτείται για τη λειτουργία που η διοίκηση έχει προσδιορίσει. Οι δευτερεύουσες
αυτές λειτουργίες μπορεί να συμβούν πριν ή κατά τις δραστηριότητες για την
ανάπτυξη. Επειδή οι δευτερεύουσες λειτουργίες δεν είναι απαραίτητες προκειμένου
να τεθεί το στοιχείο στην κατάσταση που απαιτείται για τη λειτουργία που η
διοίκηση έχει προσδιορίσει, τα έσοδα και οι σχετικές δαπάνες των δευτερευουσών
λειτουργιών αναγνωρίζονται στα αποτελέσματα και συμπεριλαμβάνονται στις
αντίστοιχες κατατάξεις των εσόδων και των δαπανών.
32. Αν πληρωμή για μία επένδυση σε ακίνητα αναβάλλεται πέραν των κανονικών πιστωτικών ορίων, το κόστος της είναι η ισοδύναμη τοις μετρητοίς τιμή. Η διαφορά μεταξύ αυτού του ποσού και του συνόλου των πληρωμών αναγνωρίζεται ως έξοδο τόκου καθ όλη την περίοδο της πίστωσης, εκτός αν κεφαλαιοποιείται σύμφωνα με τον χειρισμό της κεφαλαιοποίησης που επιτρέπεται από το ΔΛΠ 23 Κόστος Δανεισμού.
Απόκτηση ως μέρος
μιας συνένωσης επιχειρήσεων
33. Σύμφωνα με το Δ.Π.Χ.Π. 3 Συνενώσεις Επιχειρήσεων, αν ένα άϋλο περιουσιακό στοιχείο αποκτάται σε μία συνένωση
επιχειρήσεων, το κόστος αυτού του άϋλου περιουσιακού
στοιχείου είναι η εύλογη αξία του κατά την ημερομηνία της
απόκτησης. Η εύλογη
αξία ενός άϋλου περιουσιακού στοιχείου αντανακλά τις
προσδοκίες της αγοράς για την πιθανότητα ότι τα αναμενόμενα μελλοντικά
οικονομικά οφέλη που ενσωματώνονται στο περιουσιακό στοιχείο θα εισρεύσουν στην
οντότητα. Με άλλα λόγια, η επίδραση της πιθανότητας αντανακλάται στην εύλογη
αξία του περιουσιακού στοιχείου. Συνεπώς, το κριτήριο της πιθανότητας για
αναγνώριση της παραγράφου 21 (α) θεωρείται πάντοτε ότι ικανοποιείται για τα άϋλα περιου σιακά
στοιχεία που αποκτώνται σε συνενώσεις επιχειρήσεων.
34. Συνεπώς, σύμφωνα
με το παρόν Πρότυπο και το Δ.Π.Χ.Π. 3, ο αποκτών
αναγνωρίζει άϋλο περιουσιακό στοιχείο του
αποκτώμενου κατά την
ημερομηνία της απόκτησης ξεχωριστά από την υπεραξία, αν η εύλογη αξία του
περιουσιακού στοιχείου μπορεί να επιμετρηθεί αξιόπιστα, άσχετα αν το
περιουσιακό στοιχείο είχε αναγνωριστεί από τον αποκτώντα πριν τη συνένωση
επιχειρήσεων. Αυτό
σημαίνει ότι ο αποκτών αναγνωρίζει ως περιουσιακό στοιχείο, διακεκριμένα από
την εύλογη αξία, ένα έργο έρευνας και ανάπτυξης σε εξέλιξη του αποκτώμενου, αν
το έργο πληροί τις προϋποθέσεις για ορισμό ως άϋλο περιουσιακό
στοιχείο και η
εύλογη αξία του μπορεί να επιμετρηθεί αξιόπιστα. Το έργο έρευνας και ανάπτυξης
σε εξέλιξη του αποκτώμενου πληροί προϋποθέσεις για
ορισμό ως άϋλο περιουσιακό στοιχείο όταν:
(α) πληροί τις προϋποθέσεις για αναγνώριση ως περιουσιακό
στοιχείο
και
(β) είναι
αναγνωρίσιμο, ήτοι διαχωρίζεται ή ανακύπτει από συμβατικά ή άλλα νομικά
δικαιώματα.
Η επιμέτρηση
της εύλογης αξίας ενός άϋλου περιουσιακού στοιχείου
που απο κτήθηκε
σεσυνένωση επιχειρήσεων
35. Η εύλογη αξία
των άϋλων περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν σε
συνενώσεις επιχειρήσεων μπορεί συνήθως να επιμετρηθεί με αρκετή αξιοπιστία ώστε
να αναγνωριστεί διακεκριμένα από την εύλογη αξία. Όταν, για τις εκτιμήσεις που
χρησιμοποιούνται για
την επιμέτρηση της εύλογης αξίας ενός άϋλου
περιουσιακού στοιχείου, υπάρχει μία σειρά πιθανών αποτελεσμάτων με διαφορετικές
πιθανότητες, η αβεβαιότητα αυτή εντάσσεται στην επιμέτρηση της εύλογης αξίας
του στοιχείου, αντί να αποδεικνύει την αδυναμία αξιόπιστης επιμέτρησης. Αν ένα άϋλο περιουσιακό στοιχείο που αποκτήθηκε σε συνένωση
επιχειρήσεων έχει περιορισμένη ωφέλιμη ζωή, υπάρχει ένα μαχητό
τεκμήριο ότι η εύλογη αξία της μπορεί να επιμετρηθεί αξιόπιστα.
36. Ένα άϋλο περιουσιακό στοιχείο που αποκτήθηκε σε συνένωση
επιχειρήσεων μπορεί να διαχωρίζεται, αλλά μόνο σε συνδυασμό με σχετικό ενσώματο
πάγιο περιουσιακό στοιχείο ή άϋλο περιουσιακό
στοιχείο. Για παράδειγμα, ένας τίτλος περιοδικού μπορεί να μην μπορεί να πωληθεί ξεχωριστά από τη σχετιζόμενη
βάση δεδομένων των συνδρομητών ή ένα εμπορικό σήμα για φυσικό μεταλλικό νερό
μπορεί να σχετίζεται με μία συγκεκριμένη πηγή και να μην μπορεί να πωληθεί ξεχωριστά από την πηγή. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο
αποκτών αναγνωρίζει την ομάδα των περιουσιακών στοιχείων ως ένα ενιαίο στοιχείο
διακεκριμένα από την εύλογη αξία αν οι μεμονωμένες εύλογες αξίες των
περιουσιακών στοιχείων της ομάδας δεν μπορούν να επιμετρηθούν αξιόπιστα.
37. Ομοίως, οι όροι
«εμπορικό σήμα» και «ονομασία προϊόντος» συχνά χρησιμοποιούνται ως συνώνυμα των
εμπορικών και άλλων
σημάτων, Όμως, ο
πρώτος είναι γενικά όρος του μάρκετινγκ που συνήθως αναφέρεται σε ομάδα
συμπληρωματικών περιουσιακών στοιχείων όπως ένα εμπορικό σήμα (ή σήμα τεχνικής
εξυπηρέτησης) και τη σχετιζόμενη εμπορική επωνυμία,
τους
τύπους, τις συνταγές
και της τεχνικής εμπειρογνωμοσύνης. Ο αποκτών αναγνωρίζει ως ενιαίο περιουσιακό
στοιχείο μία ομάδα συμπληρωματικών άϋλων περιουσιακών
στοιχείων που συνιστούν ένα σήμα αν οι μεμονωμένες εύλογες u945 αξίες των
συμπληρωματικών
περιουσιακών στοιχείων δεν επιμετρώνται αξιόπιστα. Αν
οι μεμονωμένες εύλογες αξίες των συμπληρωματικών περιουσιακών στοιχείων μπορούν
να επιμετρηθούν αξιόπιστα, ο αποκτών δύναται να τις αναγνωρίσει ως ενιαίο
περιουσιακό στοιχείο εφόσον τα μεμονωμένα περιουσιακά στοιχεία έχουν παρόμοιες
ωφέλιμες ζωές.
38. Η μόνη περίπτωση
κατά την οποία μπορεί να μην είναι δυνατό να επιμετρηθεί αξιόπιστα η εύλογη
αξία ενός άϋλου περιου σιακού στοιχείου που αποκτήθηκε σε συνένωση επιχειρήσεων
είναι όταν το άϋλο περιουσιακό στοιχείο προκύπτει από
νομικά ή άλλα συμβατικά δικαιώματα και είτε:
(α) δεν μπορεί να
διαχωριστεί είτε
(β) μπορεί να
διαχωριστεί αλλά δεν υπάρχει ιστορικό ή απόδειξη πράξεων ανταλλαγής για τα ίδια
η παρόμοια περιουσιακά στοιχεία και η εκτίμηση της εύλογης αξίας με διαφορετικό
τρόπο θα συνεπάγετο τη χρήση μη μετρήσιμων
μεταβλητών.
39. Οι
χρηματιστηριακές τιμές σε μια ενεργός αγορά παρέχουν την πιο αξιόπιστη εκτίμηση
της εύλογης αξίας ενός άϋλου περιου
σιακού στοιχείου (βλέπε επίσης παράγραφο 78). Η κατάλληλη
αγοραία τιμή είναι συνήθως η τρέχουσα τιμή προσφοράς. Αν τρέχουσες προσφερόμενες τιμές δεν είναι διαθέσιμες, η τιμή της πλέον
πρόσφατης όμοιας συναλλαγής μπορεί να παρέχει μία βάση από την οποία να
εκτιμάται η εύλογη αξία, με την προϋπόθεση ότι δεν υπήρξε μία ουσιώδης μεταβολή
στις οικονομικές συνθήκες μεταξύ της ημερομηνίας της συναλλαγής και της
ημερομηνίας κατά την οποία εκτιμάται η εύλογη αξία του περιουσιακού στοιχείου.
40. Αν δεν υπάρχει ενεργός αγορά για ένα άϋλο περιουσιακό στοιχείο, η εύλογη αξία του είναι το ποσό που η οντότητα θα είχε πληρώσει γιαυτό κατά την ημερομηνία της απόκτησης, σε μια συναλλαγή μεταξύ δύο μερών που ενεργούν με τη θέλησή τους
και με πλήρη γνώση
των συνθηκών της αγοράς, βασιζόμενη στην καλύτερη διαθέσιμη πληροφόρηση. Κατά
τον προσδιορισμό αυτού του ποσού, η οντότητα λαμβάνει υπόψη το αποτέλεσμα των
πρόσφατων συναλλαγών για όμοια περιουσιακά στοιχεία.
41. Οι οντότητες που
συνήθως εμπλέκονται στην αγορά και πώληση μοναδικών άϋλων
περιουσιακών στοιχείων μπορεί να έχουν αναπτύξει τεχνικές για την εκτίμηση των εύλογων αξιών τους έμμεσα. Αυτές οι τεχνικές μπορεί να
χρησιμοποιούνται για αρχική επιμέτρηση ενός άϋλου
περιουσιακού στοιχείου που αποκτήθηκε σε μία συνένωση επιχειρήσεων, αν επιδίωξη
τους είναι να εκτιμούν την εύλογη αξία και αν αυτές αντανακλούν τρέχουσες
συναλλαγές και πρακτικές του κλάδου στον οποίο ανήκει το περιουσιακό στοιχείο.
Στις τεχνικές αυτές περιλαμβάνονται, όταν αρμόζει:
(α) η χρήση συντελεστώνπολλαπλασιασμούπου αντικατοπτρίζουν τις
τρέχουσες συναλλαγές της αγοράς σε δείκτες που οδηγούν την κερδοφορία του
περιουσιακού στοιχείου (όπως έσοδα, μερίδιο αγοράς και κέρδη εκμετάλλευσης) ή
τα έσοδα από δικαιώματα που θα μπορούσαν να αποκτηθούν από την παραχώρηση των
δικαιωμάτων του άϋλου περιου
σιακού στοιχείου σε έτερο μέρος σε μία συναλλαγή που
διεξάγεται σε καθαρά εμπορική βάση (όπως κατά την προσέγγιση «απαλλαγή μέσω
δικαιωμάτων»)
ή
(β) η προεξόφληση
των εκτιμώμενων μελλοντικών ταμιακών ροών από το περιουσιακό στοιχείο.
Μ ε τ α γ ε ν έ σ τ
ε ρ ε ς δ α π ά ν ε ς σ ε α π ο κ τ ώ μ ε ν ο έ ρ γ ο
έ ρ ε υ ν α ς κ α ι α ν ά π τ υ ξ η ς ε ν ε ξ ε λ ί ξ ε ι
42. Δαπάνες για
έρευνα ή ανάπτυξη που:
(α) σχετίζονται με
έργο έρευνας και ανάπτυξης που βρίσκεται σε εξέλιξη το οποίο αποκτήθηκε χωριστά
ή σε
μία συνένωση
επιχειρήσεων και αναγνωρίστηκε ως άϋλο περιουσιακό
στοιχείο
και
(β)
πραγματοποιούνται μετά την απόκτηση του έργου θα αντιμετωπίζονται λογιστικά
σύμφωνα με τις παραγράφους 54-62.
43. Η εφαρμογή των
απαιτήσεων των παραγράφων 54-62 σημαίνει ότι οι μεταγενέστερες δαπάνες που θα
πραγματοποιηθούν σε έργο έρευνας και ανάπτυξης που βρίσκεται σε εξέλιξη και το
οποίο αποκτήθηκε χωριστά ή σε μία συνένωση επιχειρήσεων και αναγνωρίστηκε ως άϋλο περιουσιακό στοιχείο:
(α) αναγνωρίζονται
ως δαπάνες όταν πραγματοποιούνται αν πρόκειται για δαπάνη που αφορά την έρευνα,
(β) αναγνωρίζονται
ως δαπάνες όταν πραγματοποιούνται αν πρόκειται για δαπάνες που αφορούν την
ανάπτυξη που δεν πληρούν τα κριτήρια αναγνώρισης ως άϋλο περιουσιακό στοιχείο της παραγράφου 57
και
(γ) προστίθενται στη
λογιστική αξία του αποκτώμενου έργου έρευνας ή ανάπτυξης αν είναι δαπάνη που
αφορά την ανάπτυξη η οποία πληροί τα κριτήρια
αναγνώρισης της παραγράφου 57.
Απόκτηση μέσω μιας
κρατικής επιχορήγησης
44. Σε μερικές
περιπτώσεις, ένα άϋλο περιουσιακό στοιχείο μπορεί να
αποκτηθεί δωρεάν ή έναντι τεκμαρτής αντιπαροχής, μέσω μιας κρατικής
επιχορήγησης. Αυτό μπορεί να συμβεί, όταν το κράτος μεταβιβάζει ή διαθέτει σε
μία οντότητα άϋλα περιουσιακά στοιχεία, τέτοια όπως δικαιώματα
προσγείωσης σε αεροδρόμιο, άδειες λειτουργίας ραδιοφωνικών ή τηλεοπτικών
σταθμών, άδειες εισαγωγής ή ποσοστώσεις ή δικαιώματα πρόσβασης σε άλλους
περιορισμένους πόρους. Σύμφωνα με το ΔΛΠ
20 Λογιστική των
Κρατικών Επιχορηγήσεων και Γνωστοποίηση της Κρατικής Υποστήριξης, η οντότητα
μπορεί να επιλέξει να καταχωρήσει τόσο, το άϋλο
περιουσιακό στοιχείο όσο και την επιχορήγηση στην εύλογη αξία αρχικά. Αν η
οντότητα επιλέξει να μην αναγνωρίσει το περιουσιακό στοιχείο αρχικά στην εύλογη
αξία, η οντότητα αναγνωρίζει το περιουσιακό στοιχείο αρχικά σε μία τεκμαρτή
αξία (σύμφωνα με τον άλλο χειρισμό που επιτρέπεται από το ΔΛΠ
20) πλέον κάθε δαπάνη που είναι άμεσα αποδοτέα στην προετοιμασία του
περιουσιακού στοιχείου για τη χρήση που αυτό προορίζεται.
Ανταλλαγές
περιουσιακών στοιχείων
45. Μπορεί να γίνει
ανταλλαγή ενός ή περισσότερων άϋλων περιουσιακών
στοιχείων με μη χρηματικό περιουσιακό στοιχείο ή στοιχεία ή συνδυασμό
χρηματικών και μη χρηματικών περιουσιακών στοιχείων. Το παράδειγμα που
ακολουθεί αναφέρεται απλά σε ανταλλαγή ενός μη χρηματικού στοιχείου με άλλο μη
χρηματοοικονομικό στοιχείο, αλλά εφαρμόζεται επίσης σε όλες τις ανταλλαγές που περιγράφηκαν στην προηγούμενη πρόταση. Το κόστος τέτοιου άϋλου περιουσιακού στοιχείου αποτιμάται στην εύλογη αξία
εκτός αν (α) η συναλλαγή ανταλλαγής στερείται εμπορικής ουσίας ή (β) δεν μπορεί
να αποτιμηθεί αξιόπιστα η εύλογη αξία ούτε του περιουσιακού στοιχείου που
παραλήφθηκε ούτε του περιουσιακού στοιχείου που παραχωρήθηκε. Το περιουσιακό
στοιχείο που αποκτήθηκε επιμετράται με αυτόν τον
τρόπο έστω και αν η οντότητα δεν μπορεί να διαγράψει άμεσα το περιουσιακό
στοιχείο που παραχωρήθηκε. Αν το περιουσιακό στοιχείο που αποκτήθηκε δεν επιμετράται στην εύλογη αξία, το κόστος του επιμετράται στη λογιστική αξία του παραχωρηθέντος
περιουσιακού στοιχείου.
46. Η οντότητα
προσδιορίζει αν η πράξη ανταλλαγής έχει εμπορική ουσία εξετάζοντας την έκταση
στην οποία αναμένεται να μεταβληθούν οι ταμιακές ροές της ως αποτέλεσμα της
πράξης. Μία πράξη ανταλλαγής έχει εμπορική ουσία αν:
(α) η σύνθεση (ήτοι
ο κίνδυνος, ο χρόνος και το ποσό) των ταμιακών ροών του παραληφθέντος
περιουσιακού στοιχείου που αποκτήθηκε διαφέρει από τη σύνθεση των ταμιακών ροών
του παραχωρηθέντος περιουσιακού στοιχείου
ή
(β) η ειδική αξία
του τμήματος των επηρεαζόμενων από τη συναλλαγή λειτουργιών της οντότητας
μεταβάλλεται ως αποτέλεσμα της ανταλλαγής
και
(γ) η διαφορά του
(α) ή του (β) είναι σημαντική σε σχέση με την εύλογη αξία των ανταλλασσόμενων
περιουσιακών στοιχείων. Προκειμένου να προσδιοριστεί αν μία πράξη ανταλλαγής
έχει εμπορική ουσία, η ειδική αξία του τμήματος των επηρεαζόμενων από τη
συναλλαγή λειτουργιών της οντότητας θα αντανακλά τις μετά φόρων ταμιακές ροές.
Το αποτέλεσμα των προαναφερόμενων αναλύσεων μπορεί να είναι ξεκάθαρο χωρίς να
χρειάζεται η οντότητα να προβεί σε λεπτομερείς
υπολογισμούς.
47. Η παράγραφος
21(β) ορίζει ειδικώς ότι προϋπόθεση της αναγνώρισης άϋλου
περιουσιακού στοιχείου είναι το κόστος του περιουσιακού στοιχείου να επιμετράται αξιόπιστα. Η εύλογη αξία ενός άϋλου περιουσιακού στοιχείου για το οποίο δεν
υπάρχουν συγκρίσιμες
αγοραίες συναλλαγές είναι δυνατό να αποτιμηθεί με αξιοπιστία εάν (α) δεν
υφίσταται για το περιου σιακό
στοιχείο σημαντική διακύμανση του εύρους των ορθολογικών εκτιμήσεων της εύλογης
αξίας, ή (β) είναι δυνατός ο ορθολογικός προσδιορισμός των πιθανοτήτων των
διαφόρων εκτιμήσεων εντός του εύρους τιμών και η εφαρμογή τους στην εκτίμηση
της εύλογης αξίας. Αν η οντότητα μπορεί να αποτιμήσει αξιόπιστα την εύλογη αξία
είτε του παραληφθέντος περιου-
σιακού
στοιχείου είτε του παραχωρηθέντος περιουσιακού
στοιχείου, τότε η εύλογη αξία του τελευταίου χρησιμοποιείται για την αποτίμηση
του κόστους εκτός αν η εύλογη αξία του παραληφθέντος
περιουσιακού στοιχείου είναι πιο έκδηλη.
Εσωτερικώς δημιουργούμενη υπεραξία
48. Η εσωτερικώς δημιουργούμενη υπεραξία δεν θα αναγνωρίζεται ως ένα
περιουσιακό στοιχείο.
49. Σε μερικές
περιπτώσεις, πραγματοποιούνται δαπάνες για να δημιουργήσουν μελλοντικά
οικονομικά οφέλη, αλλά αυτές δεν καταλήγουν στη δημιουργία ενός άϋλου περιουσιακού στοιχείου, που πληροί
τα κριτήρια αναγνώρισης αυτού του
Προτύπου. Τέτοιες
δαπάνες περιγράφονται συχνά ως συμβάλλουσες σε εσωτερικώς δημιουργούμενη
υπεραξία. Η εσωτερικώς δημιουργούμενη υπεραξία δεν
αναγνωρίζεται ως περιουσιακό στοιχείο, γιατί δεν είναι μία αναγνωρίσιμη πηγή
πόρων (ήτοι δεν διαχωρίζεται ούτε προκύπτει από συμβατικά ή άλλα νομικά
δικαιώματα) που ελέγχεται από την οντότητα και μπορεί να επιμετρηθεί αξιόπιστα
στο κόστος.
50. Διαφορές μεταξύ
της αγοραίας αξίας μιας οντότητας και της λογιστικής αξίας των αναγνωρίσιμων
καθαρών περιουσιακών στοιχείων της σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή μπορεί να
καταγράψουν μία σειρά παραγόντων, που επηρεάζουν την αξία της
οντότητας. Όμως
τέτοιες διαφορές δεν αντιπροσωπεύουν το κόστος των άϋλων
περιουσιακών στοιχείων που ελέγχονται από την οντότητα.
Εσωτερικώς δημιουργούμενα άϋλα περιουσιακά
στοιχεία
51. Είναι μερικές
φορές δύσκολο να εκτιμάται αν και κατά πόσο ένα εσωτερικώς δημιουργούμενο
άϋλο περιουσιακό στοιχείο έχει τις ιδιότητες για
αναγνώριση επειδή υπάρχουν προβλήματα στο:
(α) να διαπιστώνεται
αν και πότε υπάρχει ένα αναγνωρίσιμο περιουσιακό στοιχείο, που θα δημιουργήσει
πιθανά μελλοντικά οικονομικά οφέλη
και
(β) να
προσδιορίζεται το κόστος του περιουσιακού στοιχείου αξιόπιστα. Σε μερικές
περιπτώσεις, το κόστος δημιουργίας ενός άϋλου
περιουσιακού στοιχείου εσωτερικά δεν μπορεί να διαχωριστεί από το κόστος
συντήρησης ή ενίσχυσης της εσωτερικώς δημιουργούμενης
υπεραξίας της οντότητας ή των τρεχουσών καθημερινών επιχειρηματικών
δραστηριοτήτων.
Συνεπώς, επιπρόσθετα
προς τη συμμόρφωση με τις γενικές προϋποθέσεις για την αναγνώριση και την
αρχική επιμέτρηση ενός άϋλου περιουσιακού στοιχείου,
η οντότητα εφαρμόζει τις απαιτήσεις και οδηγίες των παραγράφων 52-67 για όλα τα
εσωτερικώς δημιουργούμενα άϋλα
περιουσιακά στοιχεία.
52. Η οντότητα, για
να εκτιμήσει αν ένα εσωτερικώς δημιουργούμενο άϋλο περιουσιακό στοιχείο πληροί
τα κριτήρια για αναγνώριση, κατατάσσει τη δημιουργία του περιουσιακού στοιχείου
σε:
(α) μία φάση έρευνας
και
(β) μία φάση
ανάπτυξης.
Μολονότι οι όροι
«έρευνα» και «ανάπτυξη» ορίζονται, οι όροι «φάση έρευνας» και «φάση ανάπτυξης»
έχουν μία ευρύτερη έννοια για το σκοπό αυτού του Προτύπου.
53. Αν η οντότητα
δεν μπορεί να διαχωρίσει τη φάση έρευνας από τη φάση ανάπτυξης ενός εσωτερικού
προγράμματος δημιουργίας άϋλου περιουσιακού
στοιχείου, η οντότητα μεταχειρίζεται τις δαπάνες αυτού του προγράμματος ως αν
πραγματοποιήθηκαν μόνο για τη φάση έρευνας.
Φ ά σ η έ ρ ε υ ν α
ς
54. ’ϋλο περιουσιακό στοιχείο που προκύπτει από έρευνα (ή από τη
φάση έρευνας ενός εσωτερικού προγράμματος) δεν θα αναγνωρίζεται. Δαπάνες έρευνας (ή φάσεις έρευνας ενός εσωτερικού προγράμματος) θα αναγνωρίζονται ως έξοδα, όταν πραγματοποιούνται.
55. Στη φάση έρευνας
ενός προγράμματος, η οντότητα δεν μπορεί να αποδείξει ότι υπάρχει ένα άϋλο περιουσιακό στοιχείο το οποίο θα δημιουργήσει πιθανά
μελλοντικά οικονομικά οφέλη. Συνεπώς, αυτές οι δαπάνες αναγνωρίζονται πάντοτε
ως έξοδα,
όταν
πραγματοποιούνται.
56. Παραδείγματα
ερευνητικών δραστηριοτήτων είναι:
(α) δραστηριότητες
που αποσκοπούν στην απόκτηση νέων γνώσεων,
(β) η αναζήτηση,
εκτίμηση και τελική επιλογή, εφαρμογών πορισμάτων έρευνας ή άλλων γνώσεων,
(γ) η αναζήτηση για
εναλλακτικά υλικά, συσκευές, προϊόντα, διαδικασίες, συστήματα ή υπηρεσίες
και
(δ) η διαμόρφωση, ο
σχεδιασμός, η αξιολόγηση και η τελική επιλογή των δυνατών εναλλακτικών λύσεων
για νέα ή βελτιωμένα υλικά, συσκευές, προϊόντα, διαδικασίες, συστήματα ή
υπηρεσίες.
Φ ά σ η Α ν ά π τ υ
ξ η ς
57. Ένα άϋλο περιουσιακό στοιχείο που προέρχεται από ανάπτυξη (ή
από τη φάση ανάπτυξης ενός εσωτερικού προγράμματος) θα αναγνωρίζεται όταν και
μόνον όταν, η οντότητα μπορεί να αποδείξει όλα τα ακόλουθα:
(α) την τεχνική
δυνατότητα ολοκλήρωσης του άϋλου περιουσιακού
στοιχείου, ούτως ώστε να είναι διαθέσιμο προς χρήση ή πώληση.
(β) την πρόθεσή της
να ολοκληρώσει το άϋλο περιουσιακό στοιχείο και να
χρησιμοποιήσει ή πωλήσει αυτό.
(γ) την ικανότητα
της να χρησιμοποιήσει ή να πωλήσει το άϋλο περιουσιακό στοιχείο.
(δ) πως το άϋλο περιουσιακό στοιχείο θα δημιουργήσει πιθανά μελλοντικά
οικονομικά οφέλη. Μεταξύ άλλων, η οντότητα μπορεί να αποδείξει την ύπαρξη μιας
αγοράς για το προϊόν του άϋλου περιουσιακού στοιχείου
ή για το ίδιο το άϋλο περιουσιακό στοιχείο ή, αν
πρόκειται να χρησιμοποιείται εσωτερικώς, τη
χρησιμότητα του άϋλου περιουσιακού στοιχείου.
(ε) τη διαθεσιμότητα
των κατάλληλων τεχνικών, οικονομικών και άλλων πόρων για να ολοκληρώσει την
ανάπτυξη και να χρησιμοποιήσει ή πωλήσει το άϋλο περιουσιακό στοιχείο (στ) την ικανότητα της να αποτιμά
αξιόπιστα τις αποδοτέες δαπάνες στο άϋλο περιουσιακό
στοιχείο, κατά τη διάρκεια της αναπτύξεως του.
58. Στη φάση
ανάπτυξης ενός εσωτερικού προγράμματος, η οντότητα μπορεί, σε ορισμένες
περιπτώσεις, να αναγνωρίζει ένα άϋλο περιουσιακό
στοιχείο και να αποδεικνύει ότι το περιουσιακό στοιχείο θα δημιουργήσει πιθανά
μελλοντικά οικονομικά
οφέλη. Αυτό γιατί η
φάση ανάπτυξης ενός προγράμματος είναι περισσότερο προωθημένη παρά η φάση
έρευνας.
59. Παραδείγματα
δραστηριοτήτων ανάπτυξης είναι:
(α) ο σχεδιασμός,
κατασκευή και δοκιμή προ-παραγωγής ή προ-χρησιμοποίησης πρωτοτύπων και
προτύπων,
(β) ο σχεδιασμός
εργαλείων, συσκευών, καλουπιών και πρεσών που
εμπερικλείουν νέα τεχνολογία,
(γ) ο σχεδιασμός,
κατασκευή και λειτουργία μιας πιλοτικής εγκατάστασης, μη οικονομικώς δυνατής
για εμπορική παραγωγή
και
(δ) ο σχεδιασμός,
κατασκευή και δοκιμή μιας επιλεγμένης εναλλακτικής λύσης για νέα ή βελτιωμένα
υλικά, συσκευές,
προϊόντα, διαδικασίες,
συστήματα ή υπηρεσίες.
60. Για να αποδείξει
η οντότητα πως ένα άϋλο περιουσιακό στοιχείο θα
δημιουργήσει πιθανά μελλοντικά οικονομικά οφέλη, η οντότητα εκτιμά τα
μελλοντικά οικονομικά οφέλη που πρόκειται να αποκομίσει από το περιουσιακό
στοιχείο με τη
χρησιμοποίηση των
αρχών του ΔΛΠ 36 Απομείωση
Αξίας Περιουσιακών Στοιχείων. Αν το περιουσιακό στοιχείο θα δημιουργήσει
οικονομικά οφέλη μόνο σε συνδυασμό με άλλα περιουσιακά στοιχεία, η οντότητα
εφαρμόζει την αρχή των μονάδων δημιουργίας ταμιακών ροών του ΔΛΠ 36.
61. Διαθεσιμότητα
πόρων για ολοκλήρωση, χρησιμοποίηση και απόκτηση των ωφελειών από ένα άϋλο περιουσιακό στοιχείο μπορεί να αποδεικνύεται, για
παράδειγμα, από ένα επιχειρησιακό πρόγραμμα που παρουσιάζει τους τεχνικούς,
οικονομικούς και άλλους πόρους που απαιτούνται και την ικανότητα της u959
οντότητας να εξασφαλίσει αυτούς τους πόρους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η
οντότητα αποδεικνύει τη διαθεσιμότητα της εξωτερικής χρηματοδότησης με την
εξασφάλιση ενδείξεων για τη θέληση του δανειστή να χρηματοδοτήσει το πρόγραμμα.
62. Τα κοστολογικά
συστήματα της οντότητας μπορεί συχνά να αποτιμούν αξιόπιστα το κόστος της
δημιουργίας ενός άϋλου περιουσιακού στοιχείου
εσωτερικά, όπως μισθοί και άλλες δαπάνες που πραγματοποιούνται για να
εξασφαλίσουν συγγραφικά
δικαιώματα ή άδειες
ή ανάπτυξη ηλεκτρονικού λογισμικού.
63. Εσωτερικώς δημιουργούμενα σήματα, τίτλοι εφημερίδων και περιοδικών,
τίτλοι εκδόσεων, πελατολόγια και στοιχεία όμοια σε ουσία δεν θα αναγνωρίζονται
ως άϋλα περιουσιακά στοιχεία.
64. Δαπάνες σε εσωτερικώς
δημιουργούμενα σήματα, τίτλους εφημερίδων και
περιοδικών, εκδοτικούς τίτλους, πελατολόγια και στοιχεία όμοια σε ουσία δεν
μπορεί να διαχωριστούν από το συνολικό κόστος ανάπτυξης της επιχείρησης.
Συνεπώς, τέτοια στοιχεία δεν αναγνωρίζονται ως άϋλα
περιουσιακά στοιχεία.
Κ ό σ τ ο ς ε ν ό ς
ε σ ω τ ε ρ ι κ ώ ς δ η μ ι ο υ ρ γ ο ύ μ ε ν ο υ ά ϋ λ ο υ π ε ρ ι ο υ σ ι α κ
ο ύ σ τ ο ι χ ε ί ο υ
65. Το κόστος ενός
εσωτερικώς δημιουργούμενου άϋλου
περιουσιακού στοιχείου για το σκοπό της παραγράφου 24 είναι το σύνολο των
δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από την ημερομηνία που το άϋλο
περιουσιακό στοιχείο για πρώτη φορά πληροί τα
κριτήρια αναγνώρισης των παραγράφων 21, 22 και 57. Η παράγραφος 71 απαγορεύει
επαναφορά δαπανών που αναγνωρίστηκαν προηγουμένως ως έξοδα.
66. Το κόστος ενός
εσωτερικώς δημιουργούμενου άϋλου
περιουσιακού στοιχείου εμπεριέχει κάθε άμεσα επιρριπτέο
κόστος που απαιτείται για τη δημιουργία, την παραγωγή και την προετοιμασίά του περιουσιακού στοιχείου για τη λειτουργία
που έχει προσδιορίσει η διοίκηση. Παραδείγματα άμεσα επιρριπτέου
κόστους είναι:
(α) το κόστος υλικών
και υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται ή αναλίσκονται για τη δημιουργία του άϋλου περιουσιακού στοιχείου,
(β) το κόστος των
παροχών προς εργαζομένους (καθώς ορίζεται στο ΔΛΠ 19
Παροχές σε Εργαζόμενους) που προκύπτουν άμεσα από την δημιουργία του
περιουσιακού στοιχείου,
(γ) οι
εισφορές για την καταχώρηση νομικών u948 δικαιωμάτων
και
(δ) η απόσβεση
διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και αδειών που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία του άϋλου περιουσιακού στοιχείου.
Το ΔΛΠ 23 Κόστος Δανεισμού, καθορίζει κριτήρια για την
αναγνώριση του τόκου ως στοιχείο του κόστους ενός εσωτερικώς δημιουργούμενου άϋλου
περιουσιακού στοιχείου.
67. Τα ακόλουθα δεν
είναι συνθετικά στοιχεία του κόστους ενός εσωτερικώς δημιουργούμενου
άϋλου περιουσιακού στοιχείου:
(α) έξοδα πώλησης,
διοίκησης και άλλα γενικά έξοδα, εκτός αν αυτές οι δαπάνες μπορούν άμεσα να
αποδοθούν στην προετοιμασία του περιουσιακού στοιχείου για χρήση,
(β) καθαρά
διαπιστωμένες ανεπάρκειες και αρχικές λειτουργικές ζημίες που πραγματοποιούνται
προτού ένα περιουσιακό στοιχείο επιτύχει την προγραμματισμένη απόδοση
και
(γ) δαπάνες εκπαίδευσης
προσωπικού για να λειτουργεί το περιουσιακό στοιχείο.
Παράδειγμα που
επεξηγεί την Παράγραφο 65 Μία οντότητα αναπτύσσει μία νέα παραγωγική
διαδικασία. Κατά τη διάρκεια του 20Χ5 οι δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν ήταν ΝΜ 1 000 (*), από τις οποίες ΝΜ900 πραγματοποιήθηκαν πριν
από την 1 Δεκεμβρίου 20Χ5 και ΝΜ 100
πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 1 Δεκεμβρίου 20Χ5 και 31 Δεκεμβρίου 20Χ5. Η οντότητα
είναι σε θέση να αποδείξει ότι, κατά την 1 Δεκεμβρίου 20Χ5, η παραγωγική
διαδικασία πληρούσε τα κριτήρια για αναγνώριση ως ένα
άϋλο περιουσιακό στοιχείο. Το ανακτήσιμο ποσό της
τεχνογνωσίας που ενσωματώθηκε στη διαδικασία (συμπεριλαμβάνοντας μελλοντικές
ταμιακές εκροές για να ολοκληρωθεί η διαδικασία πριν αυτή είναι διαθέσιμη για
χρήση) εκτιμάται ότι είναι ΝΜ500
Στο τέλος του 20Χ5,
η παραγωγική διαδικασία καταχωρείται ως ένα άϋλο
περιουσιακό στοιχείο με ένα κόστος ΝΜ100 (δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν από την
ημερομηνία που τα κριτήρια αναγνώρισης πληρούνταν,
τουτέστιν, 1 Δεκεμβρίου
20Χ5). Οι δαπάνες
ΝΜ900 που πραγματοποιήθηκαν πριν από την 1 Δεκεμβρίου 20Χ5 αναγνωρίζονται ως
έξοδα, γιατί τα κριτήρια αναγνώρισης δεν πληρούνταν
μέχρι την 1 Δεκεμβρίου 20Χ5. Αυτές οι δαπάνες δεν αποτελούν μέρος του κόστους
της παραγωγικής
διαδικασίας που αναγνωρίστηκε στον ισολογισμό.
Κατά τη διάρκεια του
20Χ6 πραγματοποιήθηκαν δαπάνες ΝΜ2 000. Στο τέλος του 20Χ6 το ανακτήσιμο ποσό
της τεχνογνωσίας που ενσωματώνεται u963 στη διαδικασία (συμπεριλαμβάνοντας
μελλοντικές ταμιακές εκροές για να ολοκληρωθεί η
διαδικασία πριν αυτή
είναι διαθέσιμη για χρήση) εκτιμάται να είναι ΝΜ1 900.
Στο τέλος του 20Χ6,
το κόστος της παραγωγικής διαδικασίας είναι ΝΜ2 100 (ΝΜ100 δαπάνες που
αναγνωρίστηκαν στο τέλος του 20Χ5 πλέον ΝΜ2 000 δαπάνες που αναγνωρίστηκαν στο
20Χ6). Η οντότητα αναγνωρίζει μία ζημία απομείωσης
ύψους ΝΜ200 για να
προσαρμόσει τη λογιστική αξία της διαδικασίας πριν από τη ζημία απομείωσης (ΝΜ2 100) στο ανακτήσιμο ποσό της (ΝΜ1 900).
Αυτή η ζημία απομείωσης θα αναστραφεί σε μία επόμενη
περίοδο, αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την
αναστροφή μίας ζημίας απομείωσης του ΔΛΠ 36.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΜΙΑΣ
ΔΑΠΑΝΗΣ
68. Δαπάνες για ένα άϋλο περιουσιακό στοιχείο θα αναγνωρίζονται ως έξοδα, όταν
αυτές πραγματοποιούνται, εκτός αν:
(α) αποτελούν μέρος του κόστους ενός άϋλου περιουσιακού στοιχείου που πληροί
τα κριτήρια αναγνώρισης (βλέπε παραγράφους 1867)
ή
(β) το στοιχείο
αποκτάται μετά από μία συνένωση επιχειρήσεων και δεν μπορεί να αναγνωριστεί ως
ένα άϋλο περιουσιακό στοιχείο. Αν αυτό συμβαίνει, οι
δαπάνες αυτές (οι οποίες συμπεριλαμβάνονται στο κόστος της συνένωσης
επιχειρήσεων) θα αποτελούν μέρος του ποσού που αποδίδεται στην υπεραξία κατά
την
ημερομηνία της
απόκτησης (βλέπε Δ.Π.Χ.Π. 3 Συνενώσεις Επιχειρήσεων).
(*) Σε αυτό το
Πρότυπο, τα χρηματικά ποσά εκφράζονται σε (ΝΜ).«νομισματικές
μονάδες»
69. Σε μερικές
περιπτώσεις, πραγματοποιούνται δαπάνες για να παρέχουν μελλοντικά οικονομικά
οφέλη σε μία οντότητα, αλλά κανένα άϋλο περιουσιακό
στοιχείο ή άλλο περιουσιακό στοιχείο δεν αποκτάται ή δημιουργείται το οποίο
μπορεί να αναγνω-
ριστεί.
Στις περιπτώσεις αυτές, οι δαπάνες αναγνωρίζονται ως έξοδα, όταν πραγματοποιούνται.
Για παράδειγμα, εκτός αν αποτελεί μέρος του κόστους μιας συνένωσης
επιχειρήσεων, οι δαπάνες για έρευνα αναγνωρίζονται ως έξοδα, όταν
πραγματοποιούνται (βλέπε παράγραφο 54). ’λλα παραδείγματα δαπανών που αναγνωρίζονται ως έξοδα, όταν πραγματοποιούνται περιλαμβάνουν:
(α) δαπάνες για
δραστηριότητες εκκίνησης (ήτοι κόστη εκκίνησης), εκτός αν αυτές οι δαπάνες
περιλαμβάνονται στο κόστος στοιχείου των ενσώματων ακινητοποιήσεων σύμφωνα με
το ΔΛΠ 16 Ενσώματες Ακινητοποιήσεις. Τα κόστη
εκκίνησης
μπορεί να
αποτελούνται από κόστη εγκατάστασης όπως νομικά κόστη και κόστη γραμματείας που
πραγματοποιούνται κατά την ίδρυση μιας νομικής οντότητας, δαπάνες για το
άνοιγμα νέας εγκατάστασης ή επιχείρησης (ήτοι κόστη προ της
έναρξης) ή δαπάνες
για την εκκίνηση νέων λειτουργιών ή το λανσάρισμα νέων προϊόντων ή διαδικασιών
(ήτοι κόστη προ της λειτουργίας).
(β) δαπάνες
εκπαίδευσης.
(γ) δαπάνες
διαφήμισης και/ή προώθησης.
(δ) δαπάνες για
επανεγκατάσταση ή αναδιοργάνωση μέρους ή του συνόλου μιας οντότητας.
70. Η παράγραφος 68
δεν αποκλείει αναγνώριση μιας προπληρωμής ως ενός περιουσιακού στοιχείου, όταν
η πληρωμή για την παράδοση εμπορευμάτων ή υπηρεσιών έχει πραγματοποιηθεί πριν
από την παράδοση των εμπορευμάτων ή την παροχή των υπηρεσιών.
Δαπάνες παρελθόντος
που δεν αναγνωρίζονται ως περιουσιακά στοιχεία
71. Δαπάνες, για ένα
άϋλο περιουσιακό στοιχείο που αρχικά είχαν
αναγνωριστεί ως έξοδα δεν θα αναγνωρίζονται ως μέρος του κόστους ενός άϋλου περιουσιακού στοιχείου σε μία μεταγενέστερη
ημερομηνία.
ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ
ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ
72. Η οντότητα θα
επιλέγει ως λογιστική της πολιτική τη μέθοδο του κόστους της παραγράφου 74 ή τη
μέθοδο της αναπροσαρμογής της παραγράφου 75. Αν ένα άϋλο
περιουσιακό στοιχείο αντιμετωπίζεται λογιστικά με τη μέθοδο της αναπροσαρμογής,
όλα τα άλλα περιουσιακά στοιχεία της κατηγορίας του πρέπει επίσης να
αντιμετωπίζονται
λογιστικά με την ίδια μέθοδο, εκτός αν δεν υπάρχει ενεργός αγορά για αυτά τα
περιουσιακά στοιχεία.
73. Μία κατηγορία άϋλων περιουσιακών στοιχείων είναι μία συγκέντρωση
περιουσιακών στοιχείων όμοιας φύσης και χρήσης στις εκμεταλλεύσεις μιας
οντότητας. Τα στοιχεία μιας κατηγορίας άϋλων
περιουσιακών στοιχείων αναπροσαρμόζονται ταυτόχρονα, για να αποφεύγεται
επιλεκτική αναπροσαρμογή περιουσιακών στοιχείων και η απεικόνιση ποσών στις
οικονομικές καταστάσεις
πού αντιπροσωπεύουν
ένα μείγμα κόστους και αξιών σε διάφορες ημερομηνίες.
Μέθοδος κόστους
74. Μετά την αρχική
αναγνώριση, ένα άϋλο περιουσιακό στοιχείο θα
απεικονίζεται στο κόστος του μείον κάθε σωρευμένη
απόσβεση και κάθε σωρευμένη ζημία απομείωσης.
Μέθοδος
αναπροσαρμογής
75. Μετά την αρχική
αναγνώριση, ένα άϋλο περιουσιακό στοιχείο θα
απεικονίζεται σε μία αναπροσαρμοσμένη αξία, που είναι η εύλογη αξία του κατά
την ημερομηνία της αναπροσαρμογής μείον κάθε
μεταγενέστερη σωρευμένη απόσβεση και κάθε μεταγενέστερη σωρευμένη ζημία απομείωσης. Για το σκοπό των αναπροσαρμογών σύμφωνα με αυτό
το Πρότυπο, η εύλογη αξία θα προσδιορίζεται με αναφορά σε μία ενεργός αγορά.
Αναπροσαρμογές πρέπει να γίνονται τόσο τακτικά ώστε η λογιστική αξία του
περιουσιακού στοιχείου κατά την ημερομηνία του ισολογισμού να μη διαφέρει
ουσιωδώς από την εύλογη αξία του.
76. Η μέθοδος της
αναπροσαρμογής δεν επιτρέπει:
(α) την επανεκτίμηση
άϋλων περιουσιακών στοιχείων που δεν έχουν
προηγουμένως αναγνωριστεί ως περιουσιακά στοιχεία
ή
(β) την αρχική
αναγνώριση άϋλων περιουσιακών στοιχείων με ποσά άλλα
εκτός από το κόστος.
77. Η μέθοδος
αναπροσαρμογής εφαρμόζεται εφόσον ένα περιουσιακό στοιχείο έχει αρχικώς αναγνωριστεί στο κόστος. Όμως, αν μόνο μέρος του
κόστους ενός άϋλου περιουσιακού στοιχείου
αναγνωρίζεται ως ένα περιουσιακό στοιχείο, για το λόγο
ότι το περιουσιακό στοιχείο δεν πληρούσε τα κριτήρια
αναγνώρισης μέχρι ενός σημείου της όλης διαδικασίας (βλέπε παράγραφο 65), η
μέθοδος αναπροσαρμογής μπορεί να εφαρμόζεται στο σύνολο αυτού του περιουσιακού
στοιχείου. Επίσης, η μέθοδος ανα-
προσαρμογής μπορεί
να εφαρμόζεται σε ένα άϋλο περιουσιακό στοιχείο που
είχε παραληφθεί μέσω μιας κρατικής επιχορήγησης και αναγνωριστεί με ένα
τεκμαρτό ποσό (βλέπε παράγραφο 44).
78. Είναι ασύνηθες
μια ενεργός αγορά με τα χαρακτηριστικά που περιγράφονται στην παράγραφο 8 να
υπάρχει για ένα άϋλο περιουσιακό στοιχείο, μολονότι
αυτό μπορεί να συμβεί. Για παράδειγμα, σε ορισμένες δικαιοδοσίες, μία ενεργός
αγορά μπορεί
να υπάρχει για ελευθέρως μεταβιβάσιμες άδειες ταξί, αλιευτικές άδειες ή ποσοστώσεις παραγωγής. Όμως, μία ενεργός αγορά δεν μπορεί
να υπάρχει για σήματα, τίτλους εφημερίδων και περιοδικών, μουσικά δικαιώματα και δικαιώματα έκδοσης ταινιών, διπλώματα ευρεσιτεχνίας ή εμπορικά σήματα, γιατί κάθε τέτοιο περιουσιακό στοιχείο είναι μοναδικό. Επίσης, μολονότι άϋλα περιουσιακά στοιχεία αγοράζονται και πωλούνται και συμβάσεις διαπραγματεύονται μεταξύ κατ ιδίαν αγοραστών και πωλητών,
οι συναλλαγές αυτές είναι σχετικά σπάνιες. Για αυτούς τους λόγους, η τιμή που καταβάλλεται για ένα περιουσιακό στοιχείο μπορεί να μην αποτελεί επαρκή απόδειξη της
εύλογης αξίας ενός άλλου. Τέλος, οι τιμές συχνά δεν είναι διαθέσιμες στο κοινό.
79. Η συχνότητα των
αναπροσαρμογών εξαρτάται από τη μεταβλητότητα των εύλογων
αξιών των άϋλων περιουσιακών στοιχείων που
επανεκτιμώνται. Αν η εύλογη αξία ενός αναπροσαρμοσμένου περιουσιακού στοιχείου
διαφέρει ουσιωδώς από τη λογιστική αξία του, μία περαιτέρω αναπροσαρμογή είναι
αναγκαία. Μερικά άϋλα περιουσιακά στοιχεία μπορεί να
ενέχουν ουσιώδεις και ασταθείς διακυμάνσεις σε εύλογη αξία δημιουργώντας έτσι
την ανάγκη ετήσιας αναπροσαρμογής. Τέτοιες συχνές αναπροσαρμογές δεν είναι
αναγκαίες για άϋλα περιουσιακά στοιχεία με μόνο
ασήμαντες διακυμάνσεις σε εύλογη αξία.
80. Αν ένα άϋλο περιουσιακό στοιχείο αναπροσαρμόζεται, κάθε σωρευμένη
απόσβεση κατά την ημερομηνία της αναπροσαρμογής:
(α) είτε
αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τη μεταβολή στην προ αποσβέσεων αξία του
περιουσιακού στοιχείου, ούτως ώστε η λογιστική αξία του, μετά την
αναπροσαρμογή, να είναι ίση με την αναπροσαρμοσμένη αξία του,
(β) είτε
συμψηφίζεται έναντι της προ αποσβέσεων λογιστικής αξίας του περιουσιακού
στοιχείου και το καθαρό ποσό επαναδιατυπώνεται
σύμφωνα με το αναπροσαρμοσμένο ποσό του περιουσιακού στοιχείου.
81. Αν ένα άϋλο περιουσιακό στοιχείο σε μια κατηγορία
αναπροσαρμοσμένων άϋλων περιουσιακών στοιχείων δεν
μπορεί να αναπροσαρμοστεί, για το λόγο ότι δεν
υπάρχει ενεργός αγορά για αυτό το περιουσιακό στοιχείο, το περιουσιακό στοιχείο
θα απεικονίζεται στο κόστος του μείον κάθε σωρευμένη
απόσβεση και ζημία απομείωσης.
82. Αν η εύλογη αξία
ενός αναπροσαρμοσμένου άϋλου περιουσιακού στοιχείου
δεν μπορεί εφεξής να προσδιορίζεται με αναφορά σε μία ενεργός αγορά, η
λογιστική αξία του περιουσιακού στοιχείου πρέπει να είναι η αναπροσαρμοσμένη
αξία του κατά την ημερομηνία της τελευταίας αναπροσαρμογής με αναφορά στην ενεργό
αγορά μείον κάθε μεταγενέστερης σωρευμένης απόσβεσης και κάθε
μεταγενέστερης σωρευμένης ζημίας απομείωσης.
83. Το γεγονός ότι
δεν υπάρχει πλέον μία ενεργός αγορά για ένα αναπροσαρμοσμένο άϋλο περιουσιακό στοιχείο, μπορεί να δείχνει ότι το
περιουσιακό στοιχείο μπορεί να είναι απομειωμένο και
ότι χρειάζεται να εξεταστεί, σύμφωνα με το ΔΛΠ 36
Απομείωση
Αξίας Περιουσιακών Στοιχείων.
84. Αν η εύλογη αξία
του περιουσιακού στοιχείου μπορεί να προσδιορίζεται με παραπομπή σε μία ενεργός
αγορά σε μία μεταγενέστερη ημερομηνία επιμέτρησης, η μέθοδος της αναπροσαρμογής
εφαρμόζεται από αυτήν την ημερομηνία.
85. Αν η λογιστική
αξία ενός άϋλου περιουσιακού στοιχείου αυξάνεται ως
αποτέλεσμα μιας αναπροσαρμογής, η αύξηση θα πιστώνεται κατευθείαν στην καθαρή
θέση στο πλεόνασμα αναπροσαρμογής. Όμως, μια αύξηση λόγω αναπροσαρμογής θα
αναγνωρίζεται στα αποτελέσματα, κατά την έκταση που αναστρέφει μία
προηγούμενη
υποτίμηση του ιδίου περιουσιακού στοιχείου, η οποία είχε προηγουμένως
αναγνωριστεί στα αποτελέσματα.
86. Αν η λογιστική
αξία ενός άϋλου περιουσιακού στοιχείου μειώνεται ως
αποτέλεσμα μιας αναπροσαρμογής, η μείωση πρέπει να αναγνωρίζεται στα
αποτελέσματα. Όμως, η μείωση θα χρεώνεται απευθείας στην καθαρή
θέση στο πλεόνασμα
αναπροσαρμογής κατά την έκταση που υπάρχει πιστωτικό υπόλοιπο στο πλεόνασμα
αναπροσαρμογής αναφορικά με το περιουσιακό στοιχείο αυτό.
87. Το σωρευμένο
πλεόνασμα αναπροσαρμογής που περιλαμβάνεται στα ίδια κεφάλαια μπορεί να
μεταφέρεται άμεσα στα κέρδη εις νέον, όταν
πραγματοποιηθεί η διαφορά. Το σύνολο της διαφοράς μπορεί να πραγματοποιείται
κατά την απόσυρση ή διάθεση του περιουσιακού στοιχείου. Όμως, μέρος της
διαφοράς μπορεί να πραγματοποιηθεί, καθώς το περιουσιακό στοιχείο
χρησιμοποιείται από την οντότητα. Σε τέτοια περίπτωση, το ποσό της διαφοράς που
πραγματοποιείται είναι η διαφορά μεταξύ της απόσβεσης που βασίζεται στην
αναπροσαρμοσμένη λογιστική αξία του περιουσιακού στοιχείου και της απόσβεσης
που θα είχε αναγνωριστεί με βάση το ιστορικό κόστος του περιουσιακού στοιχείου.
Η μεαφορά από τα «πλεονάσματα αναπροσαρμογής» στα
κέρδη εις νέον δεν γίνεται μέσω της κατάστασης
λογαριασμού αποτελεσμάτων.
ΩΦΕΛΙΜΗ ΖΩΗ
88. Η οντότητα θα
εκτιμά u945 αν η ωφέλιμη ζωή ενός άϋλου περιουσιακού
στοιχείου είναι περιορισμένη ή αόριστη και, αν είναι περιορισμένη, τη διάρκεια
ή τον αριθμό των παραγωγικών ή όμοιων μονάδων που αποτελούν εκείνη
την ωφέλιμη ζωή. Η
οντότητα θα θεωρεί ότι ένα άϋλο περιουσιακό στοιχείο
έχει αόριστη ωφέλιμη ζωή όταν, βάσει ανάλυσης των σχετικών παραγόντων, δεν
υπάρχει προβλεπόμενη λήξη της περιόδου κατά την οποία το περιουσιακό στοιχείο
αναμένεται να δημιουργήσει καθαρές ταμιακές εισροές για την οντότητα.
89. Ο λογιστικός
χειρισμός για ένα άϋλο περιουσιακό στοιχείο βασίζεται
στην ωφέλιμη ζωή του. Ένα άυλο περιουσιακό στοιχείο
με περιορισμένη ωφέλιμη ζωή αποσβένεται (βλέπε παραγράφους 97-106) και ένα άυλο περιουσιακό στοιχείο με αόριστη ωφέλιμη ζωή δεν αποσβένεται
(βλέπε παραγράφους 107-110). Τα Επεξηγηματικά Παραδείγματα που συνοδεύουν το
παρόν Πρότυπο
επεξηγούν τον
προσδιορισμό της ωφέλιμης ζωής για διάφορα άϋλα
περιουσιακά στοιχεία και την επακόλουθη λογιστική
αντιμετώπιση βάσει
εκείνων των προσδιορισμών της ωφέλιμης ζωής.
90. Πολλοί
παράγοντες λαμβάνονται υπόψη κατά τον προσδιορισμό της ωφέλιμης ζωής ενός άϋλου περιουσιακού στοιχείου συμπεριλαμβανομένων:
(α) της προσδοκώμενης χρήσης του περιουσιακού στοιχείου από την
οντότητα και αν το περιουσιακό στοιχείο θα μπορούσε να διαχειρίζεται
αποτελεσματικά από μία άλλη διευθυντική ομάδα,
(β) των συνηθισμένων
κύκλων παραγωγικής ζωής για το περιουσιακό στοιχείο βάσει ευρέως διαθέσιμων
πληροφοριών που αφορούν σε εκτιμήσεις ωφέλιμης ζωής παρόμοιων περιουσιακών
στοιχείων, που χρησιμοποιούνται με παρόμοιο τρόπο,
(γ) της τεχνικής,
τεχνολογικής ή άλλων τύπων απαξίωσης, (δ) της σταθερότητας του κλάδου στον
οποίο το περιουσιακό στοιχείο λειτουργεί και των μεταβολών στη ζήτηση της
αγοράς για προϊόντα ή υπηρεσίες προερχόμενες από το περιουσιακό στοιχείο,
(ε) τις αναμενόμενες
ενέργειες των ανταγωνιστών ή δυνητικών ανταγωνιστών,
(στ) του επιπέδου
των δαπανών συντήρησης που απαιτούνται για να λαμβάνονται τα αναμενόμενα
μελλοντικά οικονομικά οφέλη από το περιουσιακό στοιχείο και την ικανότητα και
πρόθεση της οντότητας να φθάσει σε τέτοιο επίπεδο,
(ζ) της περιόδου
ελέγχου του περιουσιακού στοιχείου και τα νομικά ή όμοια όρια που τίθενται στη
χρήση του περιουσιακού στοιχείου, όπως οι ημερομηνίες λήξης σχετικών μισθώσεων
και
(η) αν η ωφέλιμη ζωή
του περιουσιακού στοιχείου εξαρτάται από την ωφέλιμη ζωή άλλων περιουσιακών
στοιχείων της
οντότητας.
91. Ο όρος
«αόριστος» δεν σημαίνει «απεριόριστος». Η ωφέλιμη ζωή ενός άϋλου
περιουσιακού στοιχείου αντανακλά μόνον εκείνο το επίπεδο συντήρησης που
απαιτείται για να διατηρηθεί το κανονικό επίπεδο απόδοσης του περιουσιακού
στοιχείου κατά το χρόνο της εκτίμησης της ωφέλιμης ζωής του και την ικανότητα
και πρόθεση της οντότητας να φθάσει στο επίπεδο αυτό. Το συμπέρασμα ότι η
ωφέλιμη ζωή ενός άϋλου περιουσιακού στοιχείου είναι
αόριστη δεν θα πρέπει να εξαρτάται από τις προγραμματισμένες μελλοντικές
δαπάνες που απαιτούνται για να διατηρηθεί το επίπεδο της απόδοσης.
92. Λαμβάνοντας
υπόψη το ιστορικό των ταχέων μεταβολών στην τεχνολογία, στο ηλεκτρονικό
λογισμικό και πολλά άλλα, τα άϋλα περιουσιακά
στοιχεία είναι ευαίσθητα στην τεχνολογική απαξίωση. Συνεπώς, πιθανολογείται ότι
η ωφέλιμη ζωή τους θα είναι σύντομη.
93. Η ωφέλιμη ζωή
ενός άϋλου περιουσιακού στοιχείου μπορεί να είναι
πολύ μεγάλη ή έστω και αόριστη. Η αβεβαιότητα δικαιολογεί την εκτίμηση της
ωφέλιμης ζωής ενός άϋλου περιουσιακού στοιχείου πάνω
σε μία συντηρητική βάση, αλλά δεν δικαιο-
λογεί
την επιλογή μίας ζωής που είναι αβάσιμα σύντομη.
94. Η ωφέλιμη ζωή
ενός άϋλου περιουσιακού στοιχείου που ανακύπτει από
συμβατικά ή άλλα νόμιμα δικαιώματα δεν θα υπερβαίνει την περίοδο που ισχύουν τα
συμβατικά ή άλλα νομικά δικαιώματα, αλλά μπορεί να είναι συντομότερη ανάλογα με
τη διάρκεια της περιόδου που η οντότητα αναμένει να κάνει χρήση του περιουσια-
κού
στοιχείου. Αν τα συμβατικά ή άλλα νομικά δικαιώματα μεταβιβάζονται για
περιορισμένη χρονική περίοδο που δύναται να ανανεωθεί, η ωφέλιμη ζωή του άϋλου περιουσιακού στοιχείου θα περιλαμβάνει την περίοδο
(τις περιόδους) ανανέωσης μόνο αν υπάρχουν αποδείξεις που υποστηρίζουν την
ανανέωση από την οντότητα
χωρίς σημαντικό κόστος.
95. Μπορεί να
υπάρχουν τόσο οικονομικοί όσο και νομικοί παράγοντες που επηρεάζουν την ωφέλιμη
ζωή ενός άϋλου περιουσιακού στοιχείου. Οι οικονομικοί
παράγοντες προσδιορίζουν την περίοδο κατά την οποία μελλοντικά οικονομικά οφέλη
θα λαμβάνονται από την οντότητα. Η περίοδος κατά την οποία η οντότητα ελέγχει
την πρόσβαση στα οφέλη αυτά μπορεί να περιορίζεται από νομικούς παράγοντες. Η
ωφέλιμη ζωή είναι η βραχύτερη τω περιόδων που προσδιορίζεται από αυτούς τους
παράγοντες.
96. Η ύπαρξη των
ακόλουθων παραγόντων, μεταξύ άλλων, υποδεικνύει ότι μία οντότητα θα ήταν σε
θέση να ανανεώσει τα συμβατικά ή άλλα νομικά δικαιώματα χωρίς σημαντικό κόστος:
(α) υπάρχει
απόδειξη, πιθανώς εμπειρική, ότι τα συμβατικά ή άλλα νομικά δικαιώματα θα
ανανεωθούν. Αν η ανανέωση εξαρτάται από τη συναίνεση ενός τρίτου μέρους,
συμπεριλαμβάνεται η απόδειξη ότι το τρίτο μέρος θα συναινέσει,
(β) υπάρχει απόδειξη
ότι θα ικανοποιηθούν οποιοιδήποτε απαιτούμενοι όροι για την ανανέωση και
(γ) το κόστος με το
οποίο επιβαρύνεται η οντότητα για την ανανέωση δεν είναι σημαντικό σε σύγκριση
με τα μελλοντικά οικονομικά οφέλη που αναμένεται να εισρεύσουν στην οντότητα
από την ανανέωση.
Αν το κόστος της
ανανέωσης είναι σημαντικό σε σύγκριση με τα μελλοντικά οικονομικά οφέλη που
αναμένεται να εισρεύσουν στην οντότητα από την ανανέωση, το κόστος «ανανέωσης»
αντιπροσωπεύει, στην ουσία, το κόστος απόκτησης ενός νέου άϋλου
περιουσιακού στοιχείου κατά την ημερομηνία της ανανέωσης.
’ΫΛΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΩΦΕΛΙΜΕΣ ΖΩΕΣ
Περίοδος απόσβεσης
και μέθοδος απόσβεσης
97. Το αποσβέσιμο ποσό ενός άϋλου
περιουσιακού στοιχείου με περιορισμένη ωφέλιμη ζωή θα κατανέμεται συστηματικά
κατά τη διάρκεια της ωφέλιμης ζωής του. Η απόσβεση θα αρχίζει όταν το
περιουσιακό στοιχείο καθίσταται διαθέσιμο προς χρήση, ήτοι όταν βρίσκεται στην
τοποθεσία και την κατάσταση που απαιτείται για
τη λειτουργία που η
διοίκηση έχει προσδιορίσει. Η απόσβεση θα παύει κατά τη νωρίτερη
ημερομηνία μεταξύ της ημερομηνίας που το περιουσιακό στοιχείο κατατάσσεται ως
διαθέσιμο προς πώληση (η που συμπεριλαμβάνεται σε ομάδα διάθεσης που
κατατάσσεται ως κατεχόμενη προς πώληση) σύμφωνα με το Δ.Π.Χ.Π.
5 Μη Κυκλοφορούντα Περιουσιακά (ΔΠΧΠ5)
Στοιχεία που Κατέχονται προς
Πώληση και Διακοπείσες Δραστηριότητες και της ημερομηνίας που το περιου σιακό στοιχείο διαγράφεταΙ
Στοιχεία που
Κατέχονται προς Πώληση και Διακοπείσες Δραστηριότητες.
Η χρησιμοποιούμενη
μέθοδος απόσβεσης θα αντικατοπτρίζει το ρυθμό με τον οποίο τα μελλοντικά
οικονομικά οφέλη αναμένεται να αναλωθούν από την
οντότητα. Αν αυτός ο
ρυθμός δεν μπορεί να καθοριστεί αξιόπιστα, η σταθερή μέθοδος θα
χρησιμοποιείται. Η δαπάνη της απόσβεσης για κάθε περίοδο θα αναγνωρίζεται στα
αποτελέσματα, εκτός αν αυτό ή άλλο Πρότυπο
επιτρέπει ή απαιτεί
αυτή να συμπεριλαμβάνεται στη λογιστική αξία ενός άλλου περιουσιακού στοιχείου.
98. Μία ποικιλία
μεθόδων απόσβεσης μπορεί να χρησιμοποιείται για να κατανέμεται το αποσβέσιμο ποσό ενός περιουσιακού στοιχείου σε συστηματική
βάση κατά τη διάρκεια της ωφέλιμης ζωής του. Αυτές οι μέθοδοι περιλαμβάνουν τη
σταθερή μέθοδο, τη μέθοδο του φθίνοντος υπολοίπου και τη μέθοδο της μονάδας
παραγωγής. Η μέθοδος που χρησιμοποιείται επιλέγεται βασιζόμενη στον προσδοκώμενο ρυθμό ανάλωσης των αναμενόμενων μελλοντικών
οικονομικών ωφελειών που ενσωματώνονται στο περιουσιακό στοιχείο και
εφαρμόζεται σταθερά από περίοδο σε περίοδο, εκτός αν υπάρχει μία μεταβολή στον προσδοκώμενο ρυθμό ανάλωσης αυτών των μελλοντικών
οικονομικών ωφελειών. Θα υπάρξουν σπάνια, αν υπάρξουν ποτέ, πειστικές ενδείξεις
που να στηρίζουν μία μέθοδο απόσβεσης για άϋλα
περιουσιακά στοιχεία με περιορισμένες ωφέλιμες ζωές η οποία να καταλήγει σε ένα
χαμηλότερο ποσό σωρευμένης απόσβεσης σε σχέση με τη σταθερή μέθοδο.
99. Η απόσβεση
συνήθως αναγνωρίζεται στα αποτελέσματα. Ωστόσο, κάποιες φορές τα μελλοντικά
οικονομικά οφέλη που ενσωματώνονται σε ένα περιουσιακό στοιχείο απορροφώνται στην παραγωγή άλλων περιουσιακών στοιχείων.
Στην περίπτωση
αυτή, η δαπάνη
απόσβεσης αποτελεί τμήμα του κόστους του άλλου περιουσιακού στοιχείου και
περιλαμβάνεται στη λογιστική αξία του. Για παράδειγμα, η απόσβεση των άϋλων περιουσιακών στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν σε μία
παραγωγική
διαδικασία
περιλαμβάνονται στη λογιστική αξία των αποθεμάτων (βλέπε ΔΛΠ
2 Αποθέματα).
Υπολειμματική αξία
100. Η υπολειμματική
αξία ενός άϋλου περιουσιακού στοιχείου με
περιορισμένη ωφέλιμη ζωή θα εκτιμάται ότι είναι μηδενική, εκτός αν:
(α) υπάρχει μία
δέσμευση τρίτου μέρος να αγοράσει το περιουσιακό στοιχείο στο τέλος της
ωφέλιμης ζωής
του
ή
(β) υπάρχει μία
ενεργός αγορά για το περιουσιακό στοιχείο και:
(i) η υπολειμματική
αξία μπορεί να προσδιοριστεί με παραπομπή σε αυτή την αγορά
και
(ii)
πιθανολογείται ότι τέτοια αγορά θα υπάρχει στο τέλος της ωφέλιμης ζωής του
περιουσιακού στοιχείου.
101. Το αποσβέσιμο ποσό ενός περιουσιακού στοιχείου με περιορισμένη
ωφέλιμη ζωή προσδιορίζεται μετά την έκπτωση της υπο λειμματικής αξίας του. Μία υπολειμματική αξία εκτός από
μηδέν δείχνει ότι η οντότητα αναμένει να διαθέσει το άϋλο
περιουσιακό στοιχείο πριν από το τέλος της οικονομικής ζωής του.
102. Μία εκτίμηση
της υπολειμματικής αξίας ενός περιουσιακού στοιχείου βασίζεται στο ποσό που
είναι ανακτήσιμο από την εκποίηση με τη χρήση τιμών που επικρατούν κατά την ημερομηνία
της εκτίμησης για την πώληση ενός παρόμοιου περιου-
σιακού
στοιχείου που έχει φθάσει στο τέλος της ωφέλιμης ζωής του και που έχει
χρησιμοποιηθεί υπό συνθήκες παρόμοιες με αυτές, που θα χρησιμοποιηθεί το
περιουσιακό στοιχείο. Η υπολειμματική αξία αναθεωρείται τουλάχιστον στη λήξη
κάθε οικονομικού έτους. Μία μεταβολή της υπολειμματικής αξίας του περιουσιακού
στοιχείου αντιμετωπίζεται ως μεταβολή λογιστικής
εκτίμησης σύμφωνα με
το ΔΛΠ 8 Λογιστικές Πολιτικές, Μεταβολές των
Λογιστικών
Εκτιμήσεων και Λάθη.
103. Η υπολειμματική
αξία ενός άϋλου περιουσιακού στοιχείου μπορεί να
αυξηθεί σε ποσό ίσο προς ή μεγαλύτερο της λογιστικής αξίας του. Αν αυξηθεί, η
δαπάνη απόσβεσης του περιουσιακού στοιχείο είναι μηδενική εκτός και έως ότου η υπολειμματική αξία του μειωθεί μεταγενέστερα σε ποσό
μικρότερο της λογιστικής αξίας του.
Επανεξέταση της
περιόδου απόσβεσης και της μεθόδου απόσβεσης
104. Η περίοδος
απόσβεσης και η μέθοδος απόσβεσης για άϋλο
περιουσιακό στοιχείο με περιορισμένη ωφέλιμη ζωή θα επανεξετάζονται τουλάχιστον
στο τέλος κάθε οικονομικού έτους. Αν η αναμενόμενη ωφέλιμη ζωή του περιουσιακού
στοιχείου είναι διαφορετική από προηγούμενες εκτιμήσεις, η περίοδος απόσβεσης
θα
μεταβάλεται κατ ακολουθία. Αν έχει υπάρξει μία ουσιώδη μεταβολή στον προσδοκώμενο
ρυθμό των μελλοντικών οικονομικών ωφελειών που ενσωματώνονται στο περιουσιακό στοιχείο, η μέθοδος απόσβεσης πρέπει να μεταβάλλεται έτσι ώστε να αντανακλά το διαμορφωμένο ρυθμό. Τέτοιες μεταβολές θα αντιμετωπίζονται λογιστικά ως μεταβολές u964 της λογιστικής εκτίμησης σύμφωνα με το ΔΛΠ 8.
105. Κατά τη
διάρκεια της ζωής ενός άϋλου περιουσιακού στοιχείου,
μπορεί να καταστεί εμφανές ότι η εκτίμηση της ωφέλιμης ζωής του δεν είναι ορθή.
Για παράδειγμα, η αναγνώριση μιας ζημίας απομείωσης
μπορεί να δείχνει ότι η περίοδος απόσβεσης χρειάζεται να τροποποιηθεί.
106. Συν το χρόνο,
το πρόγραμμα των μελλοντικών οικονομικών ωφελειών που αναμένονται να εισρεύσουν
στην οντότητα από ένα άϋλο περιουσιακό στοιχείο
μπορεί να μεταβληθεί. Για παράδειγμα, μπορεί να καταστεί εμφανές ότι μία
μέθοδος απόσβεσης του φθίνοντος υπολοίπου είναι κατάλληλη παρά μία σταθερή
μέθοδος. Ένα άλλο παράδειγμα είναι, όταν η χρήση των δικαιωμάτων που
αντιπροσωπεύονται από μία άδεια αναβάλλεται σε αναμονή της ενεργοποίησης άλλων
συνθετικών στοιχείων ενός επιχειρησιακού προγράμματος. Στην περίπτωση αυτή,
οικονομικά οφέλη που απορρέουν από το περιουσιακό στοιχείο μπορεί να μη
λαμβάνονται μέχρι τις τελευταίες περιόδους.
’ΫΛΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΜΕ ΑΟΡΙΣΤΕΣ ΩΦΕΛΙΜΕΣ ΖΩΕΣ
107. Ένα άϋλο περιουσιακό στοιχείο με αόριστη ωφέλιμη ζωή δεν θα
αποσβένεται.
108. Σύμφωνα με το ΔΛΠ 36 Απομείωση Αξίας
Περιουσιακών Στοιχείων, η οντότητα απαιτείται να εξετάζει τα άϋλα περιουσιακά στοιχεία για απομείωση
συγκρίνοντας τα ανακτήσιμα ποσά τους με τη λογιστική αξία τους
(α) ετησίως
και
(β) όποτε υπάρχει
ένδειξη ότι το άϋλο περιουσιακό στοιχείο μπορεί να
έχει υποστεί απομειωση αξίας.
Επανεξέταση της
εκτίμησης της ωφέλιμης ζωής
109. Η ωφέλιμη ζωή
ενός άϋλου περιουσιακού στοιχείου που δεν αποσβένεται
θα επανεξετάζεται σε κάθε περίοδο για να προσδιοριστεί αν τα γεγονότα και οι
συνθήκες συνεχίζουν να υποστηρίζουν την εκτίμηση της ωφέλιμης ζωής για εκείνο
το στοιχείο. Αν δεν την υποστηρίζουν, η μεταβολή της εκτίμησης της ωφέλιμης
ζωής από
αόριστη σε
περιορισμένη θα αντιμετωπίζεται ως μεταβολή λογιστικής εκτίμησης σύμφωνα με το ΔΛΠ 8 Λογι στικές
Πολιτικές, Μεταβολές των Λογιστικών Εκτιμήσεων και Λάθη.
110. Σύμφωνα με το ΔΛΠ 36, η επανεκτίμηση της ωφέλιμης ζωής ενός άϋλου περιουσιακού στοιχείου ως περιορισμένης αντί αόριστης
αποτελεί ένδειξη ότι το περιουσιακό στοιχείο μπορεί να έχει υποστεί απομείωση αξίας. Συνεπώς, η οντότητα εξετάζει το
περιουσιακό στοιχείο για απομείωση αξίας συγκρίνοντας
το ανακτήσιμο ποσό του, όπως προσδιορίστηκε σύμφωνα με το ΔΛΠ
36, με τη λογιστική αξία του και αναγνωρίζοντας οποιαδήποτε θετική διαφορά σε
σχέση με το ανακτήσιμο ποσό ως ζημία απομείωσης.
ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΑΝΑΚΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΑΞΙΑΣ ΖΗΜΙΕΣ ΑΠΟΜΕΙΩΣΗΣ
111. Για να
προσδιορίσει πότε ένα άϋλο περιουσιακό στοιχείο απομειώνεται, η οντότητα εφαρμόζει το ΔΛΠ
36 Απομείωση Αξίας
Περιουσιακών
Στοιχείων. Εκείνο το Πρότυπο εξηγεί πώς και πότε η οντότητα αναθεωρεί η
λογιστική αξία των περιουσιακών στοιχείων της, πώς προσδιορίζει το ανακτήσιμο
ποσό ενός περιουσιακού στοιχείου και πότε αναγνωρίζει ή αναστρέφει μια ζημία απομείωσης.
ΑΠΟΣΥΡΣΕΙΣ ΚΑΙ
ΔΙΑΘΕΣΕΙΣ
112. Ένα άϋλο περιουσιακό στοιχείο θα διαγράφεται:
(α) κατά τη διάθεση
ή
(β) όταν δεν
αναμένονται μελλοντικά οικονομικά οφέλη από τη χρήση ή τη διάθεση του
στοιχείου.
113. Το κέρδος ή η
ζημία που απορρέει από τη διαγραφή ενός άϋλου
περιουσιακού στοιχείου θα προσδιορίζεται ως η διαφορά μεταξύ του καθαρού
προϊόντος της διάθεσης, αν υπάρχει, και της λογιστικής αξίας του περιουσιακού
στοιχείου. Θα αναγνωρίζεται στα αποτελέσματα όταν το περιουσιακό στοιχείο
διαγράφεται (εκτός αν το ΔΛΠ 17 Μισθώσεις απαιτεί
διαφορετικά σε συναλλαγή πώλησης και επαναμίσθωσης).
Τα κέρδη δεν θα αναγνωρίζονται στα έσοδα.
114. Η διάθεση ενός άϋλου περιουσιακού στοιχείου μπορεί να γίνεται με διάφορους
τρόπους (π.χ. δια της πώλησης, της σύναψης σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης ή
της δωρεάς). Κατά τον προσδιορισμό της ημερομηνίας διάθεσης τέτοιου στοιχείου,
η
οντότητα εφαρμόζει
τα κριτήρια του ΔΛΠ 18 Έσοδα για την αναγνώριση
εσόδων από την πώληση αγαθών. Το ΔΛΠ 17 εφαρμόζεται
στη διάθεση μέσω πώλησης και επαναμίσθωσης.
115. Αν σύμφωνα με
την αρχή της αναγνώρισης της παραγράφου 21 η οντότητα αναγνωρίζει το κόστος
ανταλλακτικού τμήματος ενός άϋλου περιουσιακού
στοιχείου στη λογιστική αξία του περιουσιακού στοιχείου, τότε διαγράφει τη
λογιστική αξία του αντικαθιστούμενου τμήματος. Αν δεν
είναι πρακτικά δυνατό η οντότητα να προσδιορίσει τη λογιστική αξία του αντικαθιστούμενου τμήματος, μπορεί να χρησιμοποιήσει το
κόστος της αντικατάστασης ως ένδειξη του κόστους του
αντικαθιστούμενου
τμήματος όταν αποκτήθηκε ή δημιουργήθηκε εσωτερικώς.
116. Το αντάλλαγμα
που πρέπει να ληφθεί κατά τη διάθεση άϋλου
περιουσιακού στοιχείου αναγνωρίζεται αρχικώς στην
εύλογη αξία. Αν η πληρωμή του άϋλου περιουσιακού
στοιχείου αναβληθεί, το αντάλλαγμα που λήφθηκε αναγνωρίζεται αρχικά στην
ισοδύναμη τιμή μετρητοίς του. Η διαφορά μεταξύ του ονομαστικού ποσού του
ανταλλάγματος και της ταμιακής τιμής μετρη τοίς αναγνωρίζεται ως έσοδο τόκου σύμφωνα με το ΔΛΠ 18, αντανακλώντας την πραγματική απόδοση της απαίτησης.
117. Η απόσβεση ενός
άϋλου περιουσιακού στοιχείου με περιορισμένη ωφέλιμη
ζωή δεν παύει όταν παύει να χρησιμοποιείται το άϋλο περιουσιακό
στοιχείο, εκτός αν το περιουσιακό στοιχείο έχει αποσβεστεί πλήρως ή
κατατάσσεται ως κατεχόμενο προς πώληση (ή συμπεριλαμβάνεται σε ομάδα διάθεσης
που κατατάσσεται ως κατεχόμενη για πώληση) σύμφωνα με το Δ.Π.Χ.Π.
5. (ΔΠΧΠ5)
ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗ
Γενικά
118. Η οντότητα θα
γνωστοποιεί τα ακόλουθα για κάθε κατηγορία άϋλων
περιουσιακών στοιχείων, διακρίνοντας μεταξύ εσωτερικώς δημιουργούμενων
άϋλων περιουσιακών στοιχείων και άλλων άϋλων περιουσιακών
στοιχείων:
(α) αν οι ωφέλιμες
ζωές είναι περιορισμένες ή αόριστες και, αν είναι περιορισμένες, τις ωφέλιμες
ζωές και τους συντελεστές της απόσβεσης που χρησιμοποιήθηκαν,
(β) τις μεθόδους
απόσβεσης που χρησιμοποιήθηκαν για άϋλα περιουσιακά
στοιχεία με περιορισμένες ωφέλιμες ζωές,
(γ) την προ
αποσβέσεων λογιστική αξία και οποιαδήποτε σωρευμένη απόσβεση (συναθροιζομένων των σωρευμένων ζημιών απομείωσης)
έναρξης και τέλους περιόδου,
(δ) το συγκεκριμένο
κονδύλιο (τα συγκεκριμένα κονδύλια) της κατάστασης λογαριασμού αποτελεσμάτων
στην οποία η απόσβεση των άϋλων περιουσιακών
στοιχείων περιλαμβάνεται,
(ε) μία συμφωνία της
λογιστικής αξίας κατά την αρχή και τη λήξη της περιόδου που δείχνει:
(i) προσθήκες, με
ξεχωριστή διάκριση εκείνων που αναπτύχθηκαν εσωτερικά, εκείνων που αποκτήθηκαν
ξεχωριστά και εκείνων που αποκτήθηκαν μέσω συνενώσεων επιχειρήσεων,
(ii)
τα περιουσιακά στοιχεία που κατατάσσονται ως προοριζόμενα
για πώληση ή που συμπεριλαμβάνονται σε ομάδα διάθεσης που κατατάσσεται ως προοριζόμενη για πώληση σύμφωνα με το Δ.Π.Χ.Π.
5 και άλλες διαθέσεις, (ΔΠΧΠ5)
(iii) αυξήσεις ή μειώσεις κατά τη διάρκεια της περιόδου που προκύπτουν από αναπροσαρμογές, σύμφωνα με τις παραγράφους 75, 85 και 86 και από ζημίες απομείωσης που αναγνωρίστηκαν ή αναστράφηκαν κατ ευθείαν στην καθαρή θέση σύμφωνα με το ΔΛΠ 36 Απομείωση Αξίας Περιουσιακών Στοιχείων (αν υπάρχουν),
(iv)
ζημίες απομείωσης που αναγνωρίστηκαν στα αποτελέσματα
κατά τη διάρκεια της περιόδου, σύμφωνα με το ΔΛΠ 36
(αν υπάρχουν),
(v) ζημίες απομείωσης που αναστράφηκαν στα αποτελέσματα κατά τη
διάρκεια της περιόδου, σύμφωνα με το ΔΛΠ 36 (αν
υπάρχουν),
(vi)
κάθε απόσβεση που αναγνωρίστηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου,
(vii)
τις καθαρές συναλλαγματικές διαφορές που προκύπτουν κατά τη μετατροπή των
οικονομικών καταστάσεων από το νόμισμα λειτουργίας σε διαφορετικό νόμισμα
παρουσίασης και κατά τη μετατροπή της εκμετάλλευσης στο εξωτερικό στο νόμισμα
παρουσίασης της οντότητας και
(viii)
άλλες μεταβολές στη λογιστική αξία κατά τη διάρκεια της περιόδου.
119. Μία κατηγορία άϋλων περιουσιακών στοιχείων είναι μία συγκέντρωση
περιουσιακών στοιχείων όμοιας φύσης και χρήσης στις
εκμεταλλεύσεις μιας
οντότητας. Παραδείγματα ιδιαίτερων κατηγοριών μπορεί να περιλαμβάνουν:
(α) εμπορικά σήματα,
(β) τίτλους
εφημερίδων και περιοδικών καθώς και τίτλους έκδοσης,
(γ) λογισμικό,
(δ) άδειες και
παραχωρήσεις χρήσης δικαιωμάτων,
(ε) συγγραφικά
δικαιώματα, διπλώματα ευρεσιτεχνίας και άλλα δικαιώματα βιομηχανικής
ιδιοκτησίας, υπηρεσίες και
δικαιώματα
εκμετάλλευσης,
(στ) συνταγές,
τύπους, υποδείγματα, σχέδια και πρωτότυπα
και
(ζ) άϋλα περιουσιακά στοιχεία υπό ανάπτυξη.
Οι κατηγορίες που
αναφέρονται ανωτέρω διαχωρίζονται (συναθροίζονται) σε μικρότερες (μεγαλύτερες)
κατηγορίες αν αυτό καταλήγει σε περισσότερο σχετικές πληροφορίες για τους
χρήστες των οικονομικών καταστάσεων.
120. Η οντότητα
γνωστοποιεί πληροφορίες για τα απομειωμένα άϋλα περιουσιακά στοιχεία, σύμφωνα με το ΔΛΠ 36 επιπρόσθετα των πληροφοριών που απαιτούνται από την
παράγραφο 118 (ε) (iii)-(v).
121. Το ΔΛΠ 8 απαιτεί η οντότητα να γνωστοποιεί το είδους και το ποσό
μιας μεταβολής στην εκτίμηση που είτε έχει μία ουσιαστική επίδραση στην
τρέχουσα περίοδο είτε αναμένεται να έχει μία ουσιαστική επίδραση στις επόμενες
περιόδους. Τέτοιες γνωστοποιήσεις μπορεί να ανακύψουν από μεταβολές:
(α) στην εκτίμηση
της ωφέλιμης ζωής του άϋλου περιουσιακού στοιχείο,
(β) στη μέθοδο
απόσβεσης
ή
(γ) στην
υπολειμματική αξία.
122. Η οντότητα θα
γνωστοποιεί επίσης τα ακόλουθα:
(α) για άϋλο περιουσιακό στοιχείο το οποίο έχει αξιολογηθεί ως έχων
αόριστη ωφέλιμη ζωή, τη λογιστική αξία εκείνου του περιουσιακού στοιχείου και
τους λόγους που υποστηρίζουν την αξιολόγηση της αόριστης ωφέλιμης ζωής.
Γνωστοποιώντας αυτούς τους λόγους, η οντότητα θα περιγράψει τον παράγοντα (ή
τους παράγοντες) που έπαιξαν ένα σημαντικό ρόλο στον προσδιορισμό ότι το
περιουσιακό στοιχείο έχει
αόριστη ωφέλιμη ζωή.
(β) μία περιγραφή, τη λογιστική αξία και την απομένουσα περίοδο απόσβεσης κάθε κατ ιδίαν άϋλου περιουσιακού στοιχείου, το οποίο είναι ουσιαστικό στις οικονομικές καταστάσεις της οντότητας.
(γ) για τα άϋλα περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν μέσω μίας
κρατικής επιχορήγησης και αρχικώς αναγνωρίστηκαν στην
εύλογη αξία (βλέπε παράγραφο 44):
(i) την εύλογη αξία
που αρχικώς αναγνωρίστηκε για αυτά τα περιουσιακά
στοιχεία,
(ii)
τη λογιστική αξία τους
και
(iii)
αν επιμετρώνται μετά την αναγνώριση με τη μέθοδο του
κόστους ή τη μέθοδο της αναπροσαρμογής.
(δ) την ύπαρξη και
τις λογιστικές αξίες των άϋλων περιουσιακών στοιχείων
των οποίων ο τίτλος κυριότητος είναι υπό όρους και τις λογιστικές αξίες των άϋλων περιουσιακών στοιχείων που είναι ενεχυριασμένα
σε εξασφάλιση υποχρεώσεων.
(ε) το ποσό των
συμβατικών δεσμεύσεων για την απόκτηση άϋλων
περιουσιακών στοιχείων.
123. Όταν η οντότητα
περιγράφει τον παράγοντα ή τους παράγοντες που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον
προσδιορισμό της ωφέλιμης
ζωής ενός άϋλου περιουσιακού στοιχείου ως αόριστο, η οντότητα
λαμβάνει υπόψη τον πίνακα των παραγόντων στην
παράγραφο 90.
’ϋλα περιουσιακά στοιχεία που επιμετρώνται μετά την αναγνώριση με τη μέθοδο της αναπροσαρμογής
124. Αν άϋλα περιουσιακά στοιχεία αντιμετωπίζονται λογιστικά σε
αναπροσαρμοσμένα ποσά, η οντότητα θα γνωστοποιεί τα ακόλουθα:
(α) κατά κατηγορία άϋλων περιουσιακών στοιχείων:
(i) την ημερομηνία
έναρξης ισχύος της αναπροσαρμογής,
(ii)
τη λογιστική αξία των αναπροσαρμοσμένων άϋλων
περιουσιακών στοιχείων,
και
(iii)
τη λογιστική αξία που θα είχε αναγνωριστεί αν είχε επιμετρηθεί η
αναπροσαρμοσμένη κατηγορία άϋλων περιουσιακών
στοιχείων μετά την αναγνώριση, με τη μέθοδο του κόστους της παραγράφου 74,
(β) το ποσό του
πλεονάσματος αναπροσαρμογής που αφορά στα άϋλα
περιουσιακά στοιχεία κατά την έναρξη και λήξη της λογιστικής περιόδου,
υποδεικνύοντας τις μεταβολές κατά τη διάρκεια της λογιστικής περιόδου και
οποιονδήποτε περιορισμό στη διανομή του υπολοίπου στους μετόχους και
(γ) τις μεθόδους και
τις σημαντικές παραδοχές που εφαρμόσθηκαν για την εκτίμηση των εύλογων αξιών των περιουσιακών στοιχείων.
125. Μπορεί να είναι
αναγκαίο να συναθροίζονται οι κατηγορίες των ναπροσαρμοσμένων
περιουσιακών στοιχείων σε μεγαλύτερες κατηγορίες για λόγους γνωστοποιήσεων.
Όμως, κατηγορίες δεν συναθροίζονται, αν αυτό θα κατέληγε στη ενοποίηση μιας
κατηγορίας άϋλων περιουσιακών στοιχείων που
περιλαμβάνει ποσά αποτιμώμενα σύμφωνα με τις μεθόδους του κόστους και της
αναπροσαρμογής.
Δαπάνες έρευνας και
ανάπτυξης
126. Η οντότητα θα
γνωστοποιεί το άθροισμα των δαπανών έρευνας και ανάπτυξης που αναγνωρίστηκε ως
ένα έξοδο κατά τη διάρκεια της περιόδου.
127. Τις δαπάνες
έρευνας και ανάπτυξης συνθέτουν όλες οι δαπάνες που άμεσα αφορούν τις
δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης (βλέπε παραγράφους 66-67 για οδηγίες
σχετικά με τον τύπο των δαπανών που συμπεριλαμβάνεται για το σκοπό της
απαίτησης γνωστοποίησης της παραγράφου 126).
’λλες πληροφορίες
128. Η οντότητα
ενθαρρύνεται, αλλά δεν υποχρεώνεται, να δίδει τις ακόλουθες πληροφορίες:
(α) μία περιγραφή
κάθε πλήρως αποσβεσμένου άϋλου περιουσιακού στοιχείου
που είναι ακόμη σε χρήση
και
(β) μία σύντομη
περιγραφή των σημαντικών άϋλων περιουσιακών στοιχείων
που ελέγχονται από την οντότητα, αλλά δεν αναγνωρίστηκαν ως περιουσιακά
στοιχεία, γιατί δεν u960 πληρούσαν τα κριτήρια
αναγνώρισης του παρόντος Προτύπου ή
γιατί είχαν αγοραστεί ή δημιουργηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του ΔΛΠ 38 ’ϋλα Περιουσιακά Στοιχεία που εκδόθηκε το 1998.
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΈΝΑΡΞΗΣ ΙΣΧΥΟΣ
129. Αν η οντότητα
επιλέξει σύμφωνα με την παράγραφο 85 του Δ.Π.Χ.Π. 3
Συνενώσεις Επιχειρήσεων να εφαρμόσει το Δ.Π.Χ.Π. 3
από οποιαδήποτε ημερομηνία προγενέστερη των ημερομηνιών έναρξης ισχύος που
παρατίθενται στις παραγράφους 78-84 του Δ.Π.Χ.Π. 3,
θα εφαρμόζει μελλοντικά και το παρόν Πρότυπο από εκείνη την ημερομηνία.
Συνεπώς, η οντότητα δεν θα προσαρμόσει τη λογιστική αξία των άϋλων περιουσιακών στοιχείων που αναγνωρίστηκαν την
ημερομηνία εκείνη. Όμως, η οντότητα θα εφαρμόσει το παρόν Πρότυπο εκείνη την ημερομηνία
προκειμένου να επανεκτιμήσει τις ωφέλιμες ζωές των αναγνωρισμένων της άϋλων περιουσιακών στοιχείων. Αν, λόγω του αποτελέσματος
της επανεκτίμησης αυτής, η οντότητα μεταβάλει την εκτίμηση της ωφέλιμης ζωής
ενός περιουσιακού στοιχείου, η μεταβολή θα αντιμετωπίζεται ως μεταβολή
λογιστικής εκτίμησης σύμφωνα με το ΔΛΠ 8 Λογιστικές
Πολιτικές, Μεταβολές των Λογιστικών Εκτιμήσεων και Λάθη.
130. Σε διαφορετική
περίπτωση, η οντότητα θα εφαρμόζει το παρόν Πρότυπο:
(α) στη λογιστική
αντιμετώπιση άϋλων περιουσιακών στοιχείων που
αποκτήθηκαν σε συνενώσεις επιχειρήσεων η ημερομηνία συμφωνίας των οποίων είναι
την ή μετά την 31 Μαρτίου 2004 και
(β) στη λογιστική
αντιμετώπιση όλων των λοιπών άϋλων περιουσιακών
στοιχείων μελλοντικά από την έναρξη της πρώτης ετήσιας περιόδου που ξεκινάει
την ή μετά τις 31 Μαρτίου 2004. Συνεπώς, η οντότητα δεν θα προσαρμόζει τη
λογιστική αξία των άϋλων περιουσιακών στοιχείων που
αναγνωρίστηκαν την ημερομηνία εκείνη. Όμως, η οντότητα θα εφαρμόζει το παρόν
Πρότυπο εκείνη την ημερομηνία
προκειμένου να
επανεκτιμήσει τις ωφέλιμες ζωές τέτοιων άϋλων
περιουσιακών στοιχείων. Αν, λόγω του αποτελέσματος της επανεκτίμησης αυτής, η
οντότητα μεταβάλει την εκτίμηση της ωφέλιμης ζωής ενός περιουσιακού στοιχείου,
η μεταβολή αυτή θα αντιμετωπίζεται ως μεταβολή λογιστικής εκτίμησης
σύμφωνα με το ΔΛΠ 8.
Ανταλλαγές όμοιων
περιουσιακών στοιχείων
131. Η απαίτηση των
παραγράφων 129 και 130(β) να εφαρμόσει το Πρότυπο αυτό μελλοντικά σημαίνει ότι
εάν μία ανταλλαγή περιουσιακών στοιχείων επιμετρήθηκε πριν την ημερομηνία
έναρξης ισχύος του παρόντος Προτύπου βάσει της λογιστικής
αξίας του
περιουσιακού στοιχείου που παραχωρήθηκε, η οντότητα δεν επαναδιατυπώνει
τη λογιστική αξία του περιουσιακού στοιχείου που αποκτήθηκε ώστε να αντανακλά
την εύλογη αξία του κατά την ημερομηνία της απόκτησης.
Πρόωρη Εφαρμογή
132. Οι οντότητες στις οποίες εφαρμόζεται η παράγραφος 130 ενθαρρύνονται να εφαρμόσουν τις απαιτήσεις το παρόντος Προτύπου πριν τις ημερομηνίες έναρξης ισχύος που καθορίζονται στην παράγραφο 130. Όμως,
αν η οντότητα εφαρμόσει το παρόν Πρότυπο πριν τις ημερομηνίες έναρξης ισχύος εκείνες, θα εφαρμόσει επίσης τα Δ.Π.Χ.Π. 3 και ΔΛΠ 36 Απομείωση Αξίας Περιουσιακών Στοιχείων (καθώς αναθεωρήθηκε το 2004) συγχρόνως. ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΔΛΠ 38 (ΕΚΔΟΘΕΝ ΤΟ1998)
133. Το παρόν Πρότυπο αντικαθιστά το ΔΛΠ 38 ’ύλα Περιουσιακά Στοιχεία (εκδοθέν το 1998).