Αυτό το ΔΛΠ εγκρίθηκε από
το Συμβούλιο της ΕΔΛΠ το Φεβρουάριο του 1998 και
κατέστη ενεργό για τις οικονομικές καταστάσεις που καλύπτουν περιόδους που
αρχίζουν την ή μετά από την 1η Ιανουαρίου 1999.
Τον Απρίλιο του 2000, το προσάρτημα Γ', παράγραφος 7
τροποποιήθηκε από το ΔΛΠ 40, "επενδύσεις σε ακίνητα".
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1. Αυτό το Πρότυπο (ΔΛΠ 34) αφορά στην ενδιάμεση χρηματοοικονομική πληροφόρηση,
ένα θέμα που δεν καλυπτόταν από προγενέστερο Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο. Το ΔΛΠ 34 εφαρμόζεται για τις λογιστικές περιόδους που
αρχίζουν την ή μετά την 1η Ιανουαρίου 1999.
2. Μία ενδιάμεση οικονομική έκθεση
είναι μία οικονομική έκθεση που περιλαμβάνει είτε μία πλήρη είτε μία συνοπτική
σειρά οικονομικών καταστάσεων για μία περίοδο βραχύτερη από ένα πλήρες
οικονομικό έτος της επιχείρησης.
3. Αυτό το Πρότυπο δεν καθορίζει
ποιες επιχειρήσεις πρέπει να δημοσιεύουν ενδιάμεσες οικονομικές εκθέσεις, πόσο
συχνά ή πόσο σύντομα από το τέλος μιας ενδιάμεσης περιόδου. Κατά την άποψη της ΕΔΛΠ, τέτοια θέματα πρέπει να αποφασιστούν από τις εθνικές
Κυβερνήσεις, Εποπτικά Όργανα των Χρηματιστηρίων, τα Χρηματιστήρια και τα
Λογιστικά Σώματα. Αυτό το Πρότυπο εφαρμόζεται αν μία εταιρεία χρειάζεται ή
επιλέγει να δημοσιεύσει μία ενδιάμεση οικονομική έκθεση σύμφωνα με τα Διεθνή
Λογιστικά Πρότυπα.
4. Αυτό το Πρότυπο:
(α) καθορίζει το ελάχιστο
περιεχόμενο μιας ενδιάμεσης οικονομικής έκθεσης, που συμπεριλαμβάνει
γνωστοποιήσεις, και
(β) εξατομικεύει τις αρχές
λογιστικής καταχώρησης και αποτίμησης, που πρέπει να εφαρμόζονται σε μία
ενδιάμεση οικονομική έκθεση.
5. Ελάχιστο περιεχόμενο μιας ενδιάμεσης
οικονομικής έκθεσης είναι ένας συνοπτικός ισολογισμός, μία συνοπτική κατάσταση
λογαριασμού αποτελεσμάτων, μία συνοπτική κατάσταση ταμιακών ροών, μία συνοπτική
κατάσταση που δείχνει τις μεταβολές στην καθαρή θέση και επιλεγμένες
επεξηγηματικές σημειώσεις.
6. Με την προϋπόθεση ότι καθένας
που μελετά ενδιάμεση έκθεση μιας επιχείρησης θα έχει επίσης πρόσβαση στην πιο
πρόσφατη ετήσια έκθεση, πράγματι καμία από τις σημειώσεις στις ετήσιες
οικονομικές καταστάσεις δεν επαναλαμβάνεται ή προσαρμόζεται στη ενδιάμεση
έκθεση. Αντί αυτού, οι ενδιάμεσες σημειώσεις περιλαμβάνουν πρωταρχικά μία
επεξήγηση των γεγονότων και μεταβολών που είναι ουσιαστικές για μία κατανόηση
των μεταβολών της οικονομικής θέσης και απόδοσης της επιχείρησης από την
ημερομηνία που καταρτίσθηκαν οι πιο πρόσφατες ετήσιες οικονομικές καταστάσεις.
7. Μία επιχείρηση πρέπει να
εφαρμόζει τις ίδιες λογιστικές αρχές στην ενδιάμεση οικονομική έκθεσή της, όπως
εφαρμόζονται στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της, εκτός των μεταβολών στις
λογιστικές αρχές που έγιναν μετά την ημερομηνία των πιο πρόσφατων ετήσιων
οικονομικών καταστάσεων, οι οποίες πρέπει να αντανακλώνται στις επόμενες
ετήσιες οικονομικές καταστάσεις. Η συχνότητα της έκθεσης μιας επιχείρησης,
ετήσια, εξαμηνιαία ή τριμηνιαία, δεν πρέπει να επηρεάζει την αποτίμηση των
ετήσιων αποτελεσμάτων της. Για να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός, οι αποτιμήσεις για
τους σκοπούς της ενδιάμεσης πληροφόρησης γίνονται σωρευτικά από την αρχή της εν
λόγω περιόδου μέχρι την ημερομηνία της ενδιάμεσης έκθεσης.
8. Ένα προσάρτημα σε αυτό το
Πρότυπο παρέχει καθοδήγηση για την εφαρμογή των βασικών αρχών καταχώρησης και
αποτίμησης σε ενδιάμεσες ημερομηνίες για τους διάφορους τύπους περιουσιακών
στοιχείων, υποχρεώσεων, εσόδων και εξόδων. Το έξοδο φόρου εισοδήματος για μία
ενδιάμεση περίοδο βασίζεται σε ένα κατ' εκτίμηση μέσο ετήσιο πραγματικό
συντελεστή φόρου εισοδήματος, συνεπή προς την ετήσια εκτίμηση του φόρου
εισοδήματος.
9. Κατά την επιλογή του τρόπου
καταχώρησης, ταξινόμησης ή γνωστοποίησης ενός στοιχείου για τους σκοπούς της
ενδιάμεσης οικονομικής έκθεσης, η σπουδαιότητα πρέπει να προσδιορίζεται σε
σχέση με τα οικονομικά δεδομένα της ενδιάμεσης περιόδου, όχι με τα προβλεπόμενα
ετήσια δεδομένα.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Η ανάγνωση των κειμένων του
Προτύπου, τα οποία έχουν τυπωθεί με έντονα πλαγιαστά γράμματα πρέπει να γίνεται
στο πλαίσιο του επεξηγηματικού υλικού και των οδηγιών εφαρμογής σε αυτό το
Πρότυπο, καθώς και της Εισαγωγής στα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα Τα Διεθνή
Λογιστικά Πρότυπα δεν προορίζονται για εφαρμογή σε επουσιώδη θέματα (βλέπε
παράγραφο 12 της Εισαγωγής).
ΣΚΟΠΟΣ
Ο σκοπός αυτού του Προτύπου είναι
να προδιαγράψει το ελάχιστο περιεχόμενο μιας ενδιάμεσης οικονομικής έκθεσης και
τις αρχές καταχώρησης και αποτίμησης στις πλήρεις ή συνοπτικές οικονομικές
καταστάσεις για μία ενδιάμεση περίοδο. Έγκαιρη και αξιόπιστη ενδιάμεση
χρηματοοικονομική πληροφόρηση βελτιώνει τη δυνατότητα των επενδυτών, πιστωτών
και άλλων, να κατανοούν την παραγωγική ικανότητα μιας επιχείρησης να δημιουργεί
κέρδη και ταμιακές ροές και την οικονομική θέση και ρευστότητα της.
ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
1. Αυτό το Πρότυπο δεν καθορίζει
ποιες επιχειρήσεις έχουν υποχρέωση να δημοσιεύουν ενδιάμεσες οικονομικές
εκθέσεις, πόσο συχνά ή πόσο γρήγορα μετά από το τέλος μιας ενδιάμεσης περιόδου.
Όμως, Κυβερνήσεις, Εποπτικά Όργανα Χρηματιστηρίων, Χρηματιστήρια και Λογιστικά
Σώματα, συχνά απαιτούν, οι επιχειρήσεις των οποίων ομολογίες ή μετοχές
διαπραγματεύονται δημοσίως, να δημοσιεύουν ενδιάμεσες οικονομικές εκθέσεις.
Αυτό το Πρότυπο εφαρμόζεται αν μία επιχείρηση έχει υποχρέωση ή επιλέγει να
δημοσιεύει μία ενδιάμεση οικονομική έκθεση σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά
Πρότυπα. Η ΕΔΛΠ ενθαρρύνει τις επιχειρήσεις των
οποίων τα αξιόγραφα διαπραγματεύονται δημόσια, να παρέχουν ενδιάμεσες
οικονομικές εκθέσεις οι οποίες συμμορφώνονται προς τις αρχές καταχώρησης,
αποτίμησης και γνωστοποίησης που τίθενται σε αυτό το Πρότυπο. Ειδικά, οι
επιχειρήσεις των οποίων τα αξιόγραφα διαπραγματεύονται δημόσια, ενθαρρύνονται
να:
(α) παρέχουν ενδιάμεσες οικονομικές
εκθέσεις τουλάχιστον κατά το τέλος του πρώτου εξαμήνου του οικονομικού έτους
τους και
(β) καθιστούν τις ενδιάμεσες
οικονομικές εκθέσεις τους διαθέσιμες όχι αργότερα από 60 ημέρες μετά τη λήξη
της ενδιάμεσης περιόδου.
2. Κάθε οικονομική έκθεση, ετήσια ή
ενδιάμεση, εκτιμάται κατ' ιδίαν ως προς τη συμμόρφωση της προς στα Διεθνή
Λογιστικά Πρότυπα. Το γεγονός ότι μία επιχείρηση μπορεί να μην έχει παράσχει
ενδιάμεσες οικονομικές εκθέσεις κατά τη διάρκεια ενός συγκεκριμένου οικονομικού
έτους ή μπορεί να έχει παράσχει ενδιάμεσες οικονομικές εκθέσεις που να μη
συμμορφώνονται με αυτό το Πρότυπο, δεν εμποδίζουν από τη συμμόρφωση με τα
Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της επιχείρησης,
αν αυτές κατ' άλλο τρόπο συμμορφώνονται.
3. Αν ενδιάμεση οικονομική έκθεση
μιας επιχείρησης περιγράφεται ως συμμορφούμενη με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα,
αυτή πρέπει να συμμορφώνεται με όλες τις απαιτήσεις αυτού του Προτύπου. Η
παράγραφος 19 απαιτεί ορισμένες γνωστοποιήσεις ως προς αυτό το θέμα.
ΟΡΙΣΜΟΙ
4. Οι ακόλουθοι όροι
χρησιμοποιούνται σε αυτό το Πρότυπο με τις έννοιες που καθορίζονται:
Ενδιάμεση περίοδος είναι μία περίοδος
χρηματοοικονομικής πληροφόρησης μικρότερη από ένα πλήρες οικονομικό έτος.
Ενδιάμεση οικονομική έκθεση σημαίνει μία οικονομική έκθεση που
περιέχει είτε μία πλήρη σειρά οικονομικών καταστάσεων (όπως περιγράφονται στο ΔΛΠ 1, "παρουσίαση των οικονομικών καταστάσεων")
ή μία σειρά συνοπτικών οικονομικών καταστάσεων (όπως περιγράφονται σε αυτό το
Πρότυπο) για μία ενδιάμεση περίοδο.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΜΙΑΣ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ
5. Το ΔΛΠ 1 ορίζει μία πλήρη σειρά οικονομικών καταστάσεων ως
αυτή που περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:
(α) ισολογισμό,
(β) κατάσταση
λογαριασμού αποτελεσμάτων,
(γ) κατάσταση μεταβολών
των ίδιων κεφαλαίων που να παρουσιάζει είτε:
(i) όλες τις μεταβολές
των ιδίων κεφαλαίων,
είτε
(ii)
τις μεταβολές των ιδίων κεφαλαίων, εκτός από εκείνες που προκύπτουν από
συναλλαγές με τους κατόχους μετοχών που δρουν υπό την ιδιότητα του μετόχου,
(δ) κατάσταση ταμιακών
ροών
και,
(ε) σημειώσεις που
περιλαμβάνουν περίληψη των σημαντικών λογιστικών πολιτικών και άλλες
επεξηγηματικές σημειώσεις.
6. Προς όφελος της έγκαιρης
πληροφόρησης και του περιορισμού του κόστους και για να αποφεύγει επανάληψη
πληροφοριών που παρασχέθηκαν προηγουμένως, μία επιχείρηση μπορεί να χρειάζεται ή
μπορεί να επιλέγει την παροχή λιγότερων πληροφοριών κατά τις ενδιάμεσες
ημερομηνίες σε σύγκριση με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της. Το παρόν
Πρότυπο ορίζει το ελάχιστο περιεχόμενο μιας ενδιάμεσης έκθεσης ως αυτό που
περιλαμβάνει συνοπτικές οικονομικές καταστάσεις και επιλεγμένες επεξηγηματικές
σημειώσεις. Η ενδιάμεση οικονομική έκθεση προορίζεται να παρέχει μία επικαιροποίηση πάνω στην τελευταία πλήρη σειρά των ετήσιων
οικονομικών καταστάσεων. Κατ' ακολουθία, εστιάζεται σε νέες δραστηριότητες, γεγονότα
και καταστάσεις και δεν επαναλαμβάνει πληροφορίες που εκτέθηκαν προηγουμένως.
7. Τίποτα σε αυτό το Πρότυπο δεν
προορίζεται για να απαγορεύει ή να αποθαρρύνει μία επιχείρηση από τη δημοσίευση
μιας πλήρους σειράς οικονομικών καταστάσεων (όπως αυτές περιγράφονται στο ΔΛΠ 1) στην ενδιάμεση οικονομική έκθεσή της, αντί
συνοπτικών οικονομικών καταστάσεων και επιλεγμένων επεξηγηματικών σημειώσεων.
Το παρόν Πρότυπο ούτε απαγορεύει ούτε αποθαρρύνει μία επιχείρηση από το να
συμπεριλαμβάνει στις συνοπτικές ενδιάμεσες οικονομικές καταστάσεις περισσότερες
από τις ελάχιστες σειρές κονδυλίων ή τις επιλεγμένες επεξηγηματικές σημειώσεις
όπως τίθενται σε αυτό το Πρότυπο. Οι οδηγίες καταχώρησης και αποτίμησης σε αυτό
το Πρότυπο εφαρμόζονται επίσης στις πλήρεις οικονομικές καταστάσεις για μία
ενδιάμεση περίοδο και τέτοιες καταστάσεις θα περιλάμβαναν όλες τις
γνωστοποιήσεις που απαιτούνται από αυτό το Πρότυπο (ειδικά τις επιλεγμένες
σημειώσεις γνωστοποιήσεων της παραγράφου 16), όπως επίσης και εκείνες που
απαιτούνται από άλλα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα.
Ελάχιστα συνθετικά στοιχεία μιας
ενδιάμεσης οικονομικής έκθεσης
8. Μία ενδιάμεση οικονομική έκθεση
πρέπει να περιλαμβάνει, τουλάχιστον, τα ακόλουθα συνθετικά στοιχεία:
(α) Συνοπτικό ισολογισμό.
(β) Συνοπτική κατάσταση λογαριασμού
αποτελεσμάτων.
(γ) Συνοπτική κατάσταση που δείχνει
είτε (i) όλες τις μεταβολές στην καθαρή θέση είτε (ii)
τις άλλες μεταβολές στην καθαρή θέση εκτός από εκείνες που προκύπτουν από
κεφαλαιακές συναλλαγές με τους ιδιοκτήτες και διανομές στους ιδιοκτήτες.
(δ) Συνοπτική κατάσταση ταμιακών
ροών.
(ε) Επιλεγμένες επεξηγηματικές
σημειώσεις.
Τύπος και περιεχόμενο των
ενδιάμεσων οικονομικών καταστάσεων
9. Αν μία επιχείρηση δημοσιεύει μία
πλήρη σειρά οικονομικών καταστάσεων στην ενδιάμεση οικονομική έκθεση της, ο
τύπος και το περιεχόμενο αυτών των καταστάσεων πρέπει να ανταποκρίνεται στις
απαιτήσεις του ΔΛΠ 1 για μία πλήρη σειρά οικονομικών
καταστάσεων.
10. Αν μία επιχείρηση δημοσιεύει
μία σειρά συνοπτικών οικονομικών καταστάσεων στην ενδιάμεση οικονομική έκθεση
της, αυτές οι συνοπτικές καταστάσεις πρέπει να περιλαμβάνουν κατ' ελάχιστο,
όλους τους τίτλους και τα μερικά αθροίσματα που περιλαμβάνονταν στις πιο
πρόσφατες ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της και τις επιλεγμένες
επεξηγηματικές σημειώσεις, όπως απαιτείται από αυτό το Πρότυπο. Πρόσθετες
σειρές στοιχείων ή σημειώσεις πρέπει να περιλαμβάνονται, αν η παράλειψη τους θα
έκανε τις συνοπτικές ενδιάμεσες οικονομικές καταστάσεις παραπλανητικές.
11. Βασικά και μειωμένα κέρδη κατά
μετοχή πρέπει να παρουσιάζονται στον πίνακα κατάστασης λογαριασμού
αποτελεσμάτων, πλήρους ή συνοπτικής, για μία ενδιάμεση περίοδο.
12. Το ΔΛΠ παρέχει καθοδήγηση σχετικά με τη δομή των οικονομικών
καταστάσεων. Η Οδηγία Εφαρμογής του ΔΛΠ 1 απεικονίζει
τρόπους με τους οποίους μπορεί να παρουσιαστεί ο ισολογισμός, η κατάσταση
λογαριασμού αποτελεσμάτων και η κατάσταση μεταβολών των ίδιων κεφαλαίων.
13. Το ΔΛΠ 1 απαιτεί, μία κατάσταση μεταβολών των ίδιων κεφαλαίων
να παρουσιάζεται ως ένα ξεχωριστό στοιχείο των οικονομικών καταστάσεων της οντότητας
και επιτρέπει επίσης οι πληροφορίες για μεταβολές στην καθαρή θέση που
προκύπτουν από συναλλαγές με τους μετόχους που δρουν υπό την μετοχική ιδιότητά
τους (συμπεριλαμβανομένων των διαθέσεων σε κατόχους μετοχών) να εμφανίζονται
είτε στην όψη της κατάστασης λογα ριασμού
αποτελεσμάτων είτε στις σημειώσεις. Η οντότητα ακολουθεί τον ίδιο μορφότυπο στην ενδιάμεση κατάσταση μεταβολών των ίδιων
κεφαλαίων, όπως στην πιο πρόσφατη ετήσια κατάστασή της.
14. Μία ενδιάμεση οικονομική έκθεση
καταρτίζεται σε μία ενοποιημένη βάση, αν οι πιο πρόσφατες ετήσιες οικονομικές
καταστάσεις της επιχείρησης ήταν ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις. Οι
ιδιαίτερες οικονομικές καταστάσεις της μητρικής εταιρίας δεν είναι σύμφωνες ή
συγκρίσιμες με τις ενοποιημένες καταστάσεις στην πιο πρόσφατη ετήσια οικονομική
έκθεση. Αν στην ετήσια οικονομική έκθεση μιας επιχείρησης περιλαμβάνονται οι
ιδιαίτερες οικονομικές καταστάσεις της μητρικής εταιρίας επιπρόσθετα από τις
ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, αυτό το Πρότυπο ούτε απαιτεί ούτε
απαγορεύει τη συμπερίληψη των ιδιαίτερων καταστάσεων της μητρικής στην
ενδιάμεση οικονομική έκθεση της επιχείρησης.
Επιλεγμένες επεξηγηματικές
σημειώσεις
15. Ένας χρήστης της ενδιάμεσης
οικονομικής έκθεσης μιας επιχείρησης θα έχει επίσης πρόσβαση στην πιο πρόσφατη
ετήσια οικονομική έκθεση αυτής της επιχείρησης. Δεν είναι αναγκαίο, λοιπόν, οι
σημειώσεις μιας ενδιάμεσης οικονομικής έκθεσης να παρέχουν σχετικά επουσιώδεις επικαιροποιήσεις στις πληροφορίες που ήδη είχαν αναφερθεί
στο προσάρτημα στην πιο πρόσφατη ετήσια έκθεση. Σε μία ενδιάμεση ημερομηνία,
είναι περισσότερο χρήσιμη μία επεξήγηση των γεγονότων και συναλλαγών που είναι
ουσιώδεις για την ορθή κατανόηση των μεταβολών στην οικονομική θέση και απόδοση
της επιχείρησης, από την ημερομηνία της τελευταίας ετήσιας έκθεσης.
16.Μία
επιχείρηση πρέπει να περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες, κατ' ελάχιστον, στις σημειώσεις των ενδιάμεσων οικονομικών
καταστάσεών της, αν είναι ουσιώδεις και αν δεν γνωστοποιήθηκαν αλλού στην
ενδιάμεση οικονομική έκθεση. Οι πληροφορίες πρέπει κανονικά να παρουσιάζονται
με τη μορφή χρηματοοικονομικών στοιχείων από την έναρξη της ετήσιας περιόδου
μέχρι την ημερομηνία λήξης της ενδιάμεσης περιόδου. Όμως, η επιχείρηση πρέπει
επίσης να γνωστοποιεί κάθε γεγονός ή συναλλαγή που είναι ουσιώδης για την
κατανόηση της τρέχουσας ενδιάμεσης περιόδου:
(α) Μία δήλωση ότι οι ίδιες
λογιστικές αρχές και μέθοδοι υπολογισμού ακολουθούνται στις ενδιάμεσες
οικονομικές καταστάσεις σε σύγκριση με τις πιο πρόσφατες ετήσιες οικονομικές
καταστάσεις ή, αν τέτοιες αρχές ή μέθοδοι έχουν μεταβληθεί, μία περιγραφή της
φύσης και του αποτελέσματος της μεταβολής.
(β) Επεξηγηματικά σχόλια σχετικά με
την εποχικότητα ή περιοδικότητα των ενδιάμεσων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.
(γ) Η φύση και το ποσό των στοιχείων
που επηρεάζουν περιουσιακά στοιχεία, υποχρεώσεις, καθαρή θέση, καθαρά κέρδη ή
ταμιακές ροές τα οποία είναι ασυνήθη λόγω της φύσης, του μεγέθους ή της
περίπτωσής τους.
(δ) Η φύση και το ποσό των
μεταβολών στις εκτιμήσεις των κονδυλίων που απεικονίζονται σε προηγούμενες
ενδιάμεσες περιόδους του τρέχοντος οικονομικού έτους ή μεταβολές στις
εκτιμήσεις των ποσών που απεικονίζονται σε προηγούμενα οικονομικά έτη, αν
τέτοιες μεταβολές έχουν μία ουσιαστική επίδραση στην τρέχουσα ενδιάμεση
περίοδο.
(ε) Εκδόσεις, επαναγορές και
εξοφλήσεις ομολογιών και μετοχών.
(στ) Μερίσματα που πληρώνονται
(συγκεντρωτικά ή κατά μετοχή) ξεχωριστά για κοινές μετοχές και άλλες μετοχές.
ζ) τις ακόλουθες κατά
τομέα Έσοδα ανά τομέα και αποτελέσματα ανά τομέα για επιχειρηματικούς ή γεωγραφικούς
τομείς, οποιοσδήποτε από αυτούς αποτελεί την πρωταρχική βάση για την οικονομική
πληροφόρηση κατά τομέα πληροφορίες (γνωστοποίηση των δεδομένων πληροφοριών του
τομέα απαιτείται σε ενδιάμεση οικονομική έκθεση μιας επιχείρησης, μόνον αν το ΔΛΠ 14 Πληροφόρηση κατά τομέα ΔΠΧΠ
8 Λειτουργικοί τομείς απαιτεί αυτή η επιχείρηση να γνωστοποιεί δεδομένα
πληροφορίες του τομέα στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της):
i) έσοδα που προέρχονται
από εξωτερικούς πελάτες, εάν περιλαμβάνονται στην εκτίμηση του κέρδους ή της
ζημίας του τομέα που επανεξετάζεται από τον επικεφαλής λήψης επιχειρηματικών
αποφάσεων ή παρέχονται τακτικά κατά έναν άλλο τρόπο στον επικεφαλής λήψης
επιχειρηματικών αποφάσεων
ii) διατομεακά
έσοδα, εάν περιλαμβάνονται στην εκτίμηση του κέρδους ή της ζημίας του τομέα που
επανεξετάζεται από τον επικεφαλής λήψης επιχειρηματικών αποφάσεων ή παρέχονται
τακτικά κατά ένα άλλο τρόπο στον επικεφαλής λήψης επιχειρηματικών αποφάσεων
iii) εκτίμηση του κέρδους ή
της ζημίας του τομέα
iv) το σύνολο των
περιουσιακών στοιχείων για τα οποία υπήρξε σημαντική αλλαγή σε σχέση με το ποσό
που γνωστοποιήθηκε στις τελευταίες ετήσιες οικονομικές καταστάσεις
v) περιγραφή των
διαφορών σε σχέση με τις τελευταίες ετήσιες οικονομικές καταστάσεις βάσει
διαχωρισμού ή βάσει της εκτίμησης του κέρδους ή της ζημίας του τομέα
vi) συμφωνία μεταξύ του
συνόλου των εκτιμήσεων του κέρδους ή της ζημίας των προς παρουσίαση τομέων και
του κέρδους ή της ζημίας της οντότητας πριν από τα έξοδα φόρου εισοδήματος
(έσοδα φόρου) και διακοπείσες εκμεταλλεύσεις. Ωστόσο, εάν μια οντότητα
κατανέμει σε προς παρουσίαση τομείς στοιχεία όπως έξοδα (έσοδα) φόρου, η
οντότητα μπορεί να συμφωνήσει το σύνολο των εκτιμήσεων κέρδους ή ζημίας των
τομέων με το κέρδος ή τη ζημία της οντότητας μετά από τα στοιχεία αυτά. Τα
ουσιώδη στοιχεία συμφωνίας προσδιορίζονται και περιγράφονται ξεχωριστά σε αυτή
τη συμφωνία.
(Οπως
η περίπτωση ζ και το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 16 τροποποιείται με την
παράγραφο Β7 του ΔΠΧΠ8)
(η) Σημαντικά γεγονότα
μεταγενέστερα της λήξης της ενδιάμεσης περιόδου, που δεν έχουν αντικατοπτριστεί
στις οικονομικές καταστάσεις για την ενδιάμεση περίοδο.
(θ) η
επίδραση των αλλαγών στη σύνθεση της οντότητας κατά τη διάρκεια της ενδιάμεσης
περιόδου, περιλαμβανομένων συνενώσεων επιχειρήσεων, αποκτήσεων ή διαθέσεων
θυγατρικών και μακροπρόθεσμων επενδύσεων, αναδιαρθρώσεων και διακοπτόμενων
δραστηριοτήτων. Στην περίπτωση των συνενώσεων επιχειρήσεων, η οντότητα θα
γνωστοποιεί τις πληροφορίες που απαιτούνται να γνωστοποιηθούν u963 σύμφωνα με
τις παραγράφους 66-73 του Δ.Π.Χ.Π. 3 Συνενώσεις
Επιχειρήσεων και( όπως τροποποιήθηκε με την το ΔΠΧΠ
3)
(ι) Μεταβολές σε ενδεχόμενες
υποχρεώσεις ή ενδεχόμενες απαιτήσεις από την ημερομηνία του τελευταίου ετήσιου
ισολογισμού.
17. Παραδείγματα των κατηγοριών
των γνωστοποιήσεων που απαιτούνται από την παράγραφο 16 εκτίθενται κατωτέρω. Κατ’ ιδίαν τα Πρότυπα
και οι Διερμηνείες παρέχουν οδηγίες, που αφορούν γνωστοποιήσεις για πολλά από αυτά
τα θέματα:
(α) Η υποτίμηση
αποθεμάτων στην καθαρή ρευστοποιήσιμη αξία και η αναστροφή μιας τέτοιας
υποτίμησης,
(β) αναγνώριση μιας
ζημίας από την απομείωση της αξίας ενσώματων
ακινητοποιήσεων, άϋλων περιουσιακών στοιχείων
ή άλλων περιουσιακών
στοιχείων και η αναστροφή μιας τέτοιας ζημίας απομείωσης.
(γ) η αναστροφή κάθε
πρόβλεψης για κόστη αναδιάρθρωσης.
(δ) αποκτήσεις και
πωλήσεις στοιχείων ενσώματων ακινητοποιήσεων,
(ε) δεσμεύσεις για την
αγορά ενσώματων ακινητοποιήσεων,
(στ) νομικοί
διακανονισμοί,
(ζ) Διορθώσεις λαθών
προγενέστερων περιόδων,
(η) [απαλείφθηκε]
(i) κάθε ανεξόφλητο
δάνειο και αθέτηση συμφωνίας δανεισμού που δεν έχει θεραπευθεί την ή πριν την
ημερομηνία του ισολογισμού,
και
(ι) συναλλαγές
συνδεδεμένων μερών.(όπως τροποποιήθηκε με την το ΔΛΠ
8)
18. Άλλα Πρότυπα καθορίζουν γνωστοποιήσεις που πρέπει να γίνονται στις οικονομικές
καταστάσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, ο όρος οικονομικές καταστάσεις σημαίνει πλήρεις
σειρές οικονομικών καταστάσεων του τύπου, που κανονικά περιλαμβάνονται σε μία ετήσια
οικονομική έκθεση και μερικές φορές περιλαμβάνονται σε άλλες εκθέσεις. Με εξαίρεση
τις απαιτήσεις της παραγράφου 16(θ), οι γνωστοποιήσεις που απαιτούνται από εκείνα
τα άλλα Πρότυπα δεν απαιτούνται αν η ενδιάμεση οικονομική έκθεση μιας οντότητας
περιλαμβάνει μόνο συνοπτικές οικονομικές καταστάσεις και επιλεγμένες επεξηγηματικές
σημειώσεις, παρά μία πλήρη σειρά οικονομικών καταστάσεων.(όπως τροποποιήθηκε
με την το ΔΠΧΠ 3)
19. Αν η ενδιάμεση οικονομική
έκθεση μιας επιχείρησης είναι σύμφωνη με το παρόν ΔΛΠ,
αυτό το γεγονός πρέπει να γνωστοποιείται. Μία ενδιάμεση οικονομική έκθεση δεν
πρέπει να περιγράφεται ως συμμορφούμενη με τα ΔΛΠ,
εκτός αν συμμορφώνεται με όλες τις απαιτήσεις κάθε εφαρμοστέου Προτύπου και
κάθε εφαρμοστέας Διερμηνείας της Διαρκούς Επιτροπής Διερμηνειών.
Περίοδοι για τις οποίες απαιτείται
η παρουσίαση ενδιάμεσων οικονομικών καταστάσεων
20. Οι ενδιάμεσες εκθέσεις πρέπει
να περιλαμβάνουν ενδιάμεσες οικονομικές καταστάσεις (συνοπτικές ή πλήρεις) για
περιόδους ως ακολούθως:
(α) Ισολογισμό κατά το τέλος της
τρέχουσας ενδιάμεσης περιόδου και ένα συγκριτικό ισολογισμό κατά το τέλος του
αμέσως προηγούμενου οικονομικού έτους.
(β) Καταστάσεις λογαριασμού
αποτελεσμάτων της τρέχουσας ενδιάμεσης περιόδου και σωρευτικά για το τρέχον
οικονομικό έτος μέχρι την ημερομηνία λήξης της ενδιάμεσης περιόδου με
συγκριτικές καταστάσεις λογαριασμού αποτελεσμάτων για τις συγκρίσιμες
ενδιάμεσες περιόδους (τρέχουσα και σωρευτικά μέχρι την ημερομηνία λήξης της
ενδιάμεσης περιόδου) του αμέσως προηγούμενου οικονομικού έτους.
(γ) Κατάσταση που δείχνει μεταβολές
στα ίδια κεφάλαια σωρευτικά για το τρέχον οικονομικό έτος μέχρι την ημερομηνία
λήξης της ενδιάμεσης περιόδου, με μία συγκριτική κατάσταση για τη αντίστοιχη
περίοδο του αμέσως προηγούμενου οικονομικού έτους.
(δ) Κατάσταση ταμιακών ροών
σωρευτικά για το τρέχον οικονομικό έτος μέχρι την ημερομηνία λήξης της
ενδιάμεσης περιόδου, με μία συγκριτική κατάσταση για την αντίστοιχη περίοδο του
αμέσως προηγούμενου οικονομικού έτους.
21. Για μία επιχείρηση της οποίας
οι εργασίες είναι κυρίως εποχιακές, οικονομική πληροφόρηση για τους δώδεκα
μήνες που λήγουν κατά την ημερομηνία της ενδιάμεσης έκθεσης και συγκριτική
πληροφόρηση για την προηγούμενη δωδεκάμηνη περίοδο μπορεί να είναι χρήσιμη.
Κατ' ακολουθία, επιχειρήσεις των οποίων οι εργασίες είναι κυρίως εποχιακές,
ενθαρρύνονται να απεικονίζουν τέτοια πληροφόρηση επιπρόσθετα προς την
πληροφόρηση που κατονομάζεται στην προηγούμενη παράγραφο.
22. Το Προσάρτημα Α απεικονίζει τις
περιόδους που χρειάζεται να παρουσιάζονται από μία επιχείρηση που συντάσσει
εκθέσεις εξαμηνιαίως και από μία επιχείρηση που συντάσσει εκθέσεις τριμηνιαίως.
Σπουδαιότητα
23. Για να αποφασισθεί πως θα
καταχωρείται, αποτιμάται, ταξινομείται ή γνωστοποιείται ένα στοιχείο για τους
σκοπούς της ενδιάμεσης χρηματοοικονομικής πληροφόρησης, η σπουδαιότητα πρέπει
να εκτιμάται σε σχέση με τα οικονομικά δεδομένα της ενδιάμεσης περιόδου. Όταν
γίνονται εκτιμήσεις της σπουδαιότητας, πρέπει να αναγνωρίζεται ότι οι
ενδιάμεσες αποτιμήσεις μπορεί να βασίζονται σε μεγαλύτερό βαθμό σε εκτιμήσεις
από ότι οι αποτιμήσεις των ετήσιων οικονομικών δεδομένων.
24. Το ΔΛΠ 1 Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων και το ΔΛΠ 8 Λογιστικές Πολιτικές, Μεταβολές των Λογιστικών
Εκτιμήσεων και Λάθη ορίζουν ότι ένα στοιχείο είναι σημαντικό αν η παράλειψή η κακή
διατύπωσή του θα μπορούσε να επηρεάσει τις οικονομικές αποφάσεις των χρηστών
των οικονομικών καταστάσεων. Το ΔΛΠ 1 απαιτεί
ιδιαίτερη γνωστοποίηση των σημαντικών στοιχείων, στα οποία περιλαμβάνονται (για
παράδειγμα) οι διακοπτόμενες δραστηριότητες και το ΔΛΠ
8, απαιτεί γνωστοποίηση των μεταβολών στις λογιστικές εκτιμήσεις, τα λάθη και
τις μετα βολές των λογιστικών πολιτικών, Τα δύο
Πρότυπα δεν περιέχουν ποσοτικοποιημένες οδηγίες για
την σημαντικότητα.
25. Παρόλο ότι πάντοτε
απαιτείται κρίση για τον προσδιορισμό της σημαντικότητας, αυτό το Πρότυπο
βασίζει την απόφαση αναγνώρισης και γνωστοποίησης σε δεδομένα για την ενδιάμεση
περίοδο από μόνο του, για λόγους κατανοητότητας των
ενδιάμεσων κονδυλίων. Έτσι, για παράδειγμα, ασυνήθη κονδύλια, μεταβολές σε λογιστικές
πολιτικές ή εκτιμήσεις και λάθη αναγνωρίζονται και γνωστοποιούνται βασιζόμενα
στην σημαντικότητα σε σχέση με τα δεδομένα της ενδιάμεσης περιόδου για να
αποφεύγονται παραπλανητικά συμπεράσματα που θα μπορούσαν να προέλθουν από τη μη
γνωστοποίηση. Ο απώτερος σκοπός είναι να εξασφαλίζεται ότι μία ενδιάμεση
οικονομική αναφορά περιλαμβάνει όλες τις πληροφορίες που είναι σχετικές για την
κατανόηση της οικονομικής θέσης και της επίδοσης της οντότητας κατά τη διάρκεια
της ενδιάμεσης περιόδου. (όπως τροποποιήθηκε με την το ΔΛΠ 8)
ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΙΣ ΕΤΗΣΙΕΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ
26. Αν μία εκτίμηση ενός ποσού που
απεικονίζεται σε μία ενδιάμεση περίοδο μεταβάλλεται ουσιωδώς κατά τη διάρκεια
της τελευταίας ενδιάμεσης περιόδου του οικονομικού έτους, αλλά μία ιδιαίτερη
οικονομική έκθεση δε δημοσιεύεται για αυτή την τελευταία ενδιάμεση περίοδο, η
φύση και το ποσό αυτής της μεταβολής στην εκτίμηση πρέπει να γνωστοποιείται σε
μια σημείωση στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις για αυτό το οικονομικό έτος.
27. Το ΔΛΠ 8 απαιτεί γνωστοποίηση του είδους και (αν είναι εφικτό)
του ποσού μιας μεταβολής στην εκτίμηση που είτε έχει μία σημαντική επίδραση
στην τρέχουσα περίοδο είτε αναμένεται να έχει μία ουσιαστική επίδραση στις
επόμενες περιόδους. Η παράγραφος 16(δ) αυτού του Προτύπου απαιτεί παρόμοια
γνωστοποίηση σε μία ενδιάμεση οικονομική αναφορά. Παραδείγματα περιλαμβάνουν
μεταβολές σε εκτίμηση στην τελευταία ενδιάμεση περίοδο, που αφορούν σε
υποτιμήσεις αποθεμάτων, αναδιαρθρώσεις ή ζημίες απομείωσης
που είχαν παρουσιαστεί σε προηγούμενη ενδιάμεση περίοδο του οικονομικού έτους.
Η γνωστοποίηση που απαιτείται από την προηγούμενη παράγραφο είναι συνεπής με
την απαίτηση του ΔΛΠ 8 και η έκτασή της προορίζεται
να είναι περιορισμένη μόνο στη μεταβολή της εκτίμησης. Ηοντότητα
δεν απαιτείται να συμπεριλάβει επιπρόσθετες οικονομικές πληροφορίες της
ενδιάμεσης περιόδου στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της.(όπως
τροποποιήθηκε με την το ΔΛΠ 8)
ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ
Ίδιες λογιστικές αρχές όπως στις
ετήσιες
28. Μία επιχείρηση πρέπει να
εφαρμόζει τις ίδιες λογιστικές αρχές στις ενδιάμεσες οικονομικές καταστάσεις
της, όπως εφαρμόζονται στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της, εκτός για
μεταβολές λογιστικών αρχών που έγιναν μετά την ημερομηνία των πιο πρόσφατων
ετήσιων οικονομικών καταστάσεων, οι οποίες πρέπει να απεικονίζονται στις
επόμενες ετήσιες οικονομικές καταστάσεις. Όμως, η συχνότητα σύνταξης εκθέσεων
μιας επιχείρησης (ετησίως, εξαμηνιαίως ή τριμηνιαίως)
δεν πρέπει να επηρεάζει την αποτίμηση των ετήσιων αποτελεσμάτων της. Για να
επιτευχθεί αυτός ο αντικειμενικός στόχος, οι αποτιμήσεις για τους σκοπούς της
ενδιάμεσης έκθεσης πρέπει να γίνονται πάνω σε μία βάση από την έναρξη της
χρήσης μέχρι τη λήξη της ενδιάμεσης περιόδου.
29. Θεωρώντας ότι μία επιχείρηση
πρέπει να εφαρμόζει τις ίδιες λογιστικές αρχές στις ενδιάμεσες οικονομικές
καταστάσεις της, όπως στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της, μπορεί να
φαίνεται ότι υποδηλώνει πως οι αποτιμήσεις της ενδιάμεσης περιόδου γίνονται, ως
αν κάθε ενδιάμεση περίοδος είναι αυτόνομη, ως μία ανεξάρτητη περίοδος έκθεσης.
Όμως, με την πρόβλεψη ότι η συχνότητα των εκθέσεων μιας επιχείρησης δεν πρέπει
να επηρεάζει την αποτίμηση των ετήσιων αποτελεσμάτων της, η παράγραφος 28
αναγνωρίζει ότι μία ενδιάμεση περίοδος είναι ένα τμήμα ενός ευρύτερου οικονομικού
έτους. Οι κατά την ημερομηνία λήξης της ενδιάμεσης, από έναρξης της ετήσιας
περιόδου αποτιμήσεις, μπορεί να περικλείουν μεταβολές σε εκτιμήσεις ποσών που
απεικονίζονται σε προηγούμενες ενδιάμεσες περιόδους του τρέχοντος οικονομικού
έτους. Όμως, οι αρχές για καταχώρηση περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων,
εσόδων και εξόδων σε ενδιάμεσες περιόδους είναι οι ίδιες, όπως σε ετήσιες
οικονομικές καταστάσεις.
30. Για επεξήγηση:
(α) Οι αρχές καταχώρησης και
αποτίμησης ζημιών από υποτιμήσεις αποθεμάτων, αναδιαρθρώσεις ή απομειώσεις σε μία ενδιάμεση περίοδο είναι οι ίδιες όπως
εκείνες που μία επιχείρηση θα ακολουθούσε, αν κατάρτιζε μόνο ετήσιες
οικονομικές καταστάσεις. Όμως, αν τέτοια κονδύλια καταχωρούνται και αποτιμώνται
σε μία ενδιάμεση περίοδο και η εκτίμηση αλλάζει σε μία επόμενη ενδιάμεση
περίοδο του οικονομικού έτους, η αρχική εκτίμηση μεταβάλλεται στην επόμενη
ενδιάμεση περίοδο και είτε προκύπτει ένα επιπρόσθετο ποσό ζημίας ή αναστρέφεται
ένα προηγουμένως καταχωρηθέν ποσό.
(β) Το κόστος που δεν πληρεί τον ορισμό ενός περιουσιακού στοιχείου κατά το τέλος
μιας ενδιάμεσης περιόδου, δεν παραμένει ως περιουσιακό στοιχείο στον ισολογισμό
είτε αναμένοντας μελλοντικές πληροφορίες ως προς το αν και κατά πόσο έχει
ανταποκριθεί στον ορισμό ενός περιουσιακού στοιχείου ή για να ομαλοποιήσει
κέρδη κατά τη διάρκεια ενδιάμεσων περιόδων μέσα σε ένα οικονομικό έτος.
(γ) Έξοδο φόρου εισοδήματος
καταχωρείται σε κάθε ενδιάμεση περίοδο βασιζόμενο στην ορθή εκτίμηση του μέσου
σταθμισμένου όρου του ετήσιου συντελεστή φόρου εισοδήματος που αναμένεται για
το πλήρες οικονομικό έτος. Δουλευμένα ποσά για έξοδο φόρου εισοδήματος σε μία
ενδιάμεση περίοδο μπορεί να χρειάζεται να προσαρμοστούν σε μία μεταγενέστερη
ενδιάμεση περίοδο αυτού του οικονομικού έτους, αν η εκτίμηση του ετήσιου
συντελεστή φόρου εισοδήματος αλλάζει.
31. Σύμφωνα με το Πλαίσιο
Κατάρτισης και Παρουσίασης των Οικονομικών Καταστάσεων (το Πλαίσιο), καταχώρηση
είναι η "διαδικασία ενσωμάτωσης στον ισολογισμό ή στην κατάσταση
λογαριασμού αποτελεσμάτων ενός κονδυλίου που ανταποκρίνεται στον ορισμό ενός
στοιχείου και πληρεί τα κριτήρια της
καταχώρησης". Οι ορισμοί των περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων, εσόδων
και εξόδων είναι βασικοί στην καταχώρηση, σε αμφότερες τις ημερομηνίες, των
ετήσιων και ενδιάμεσων οικονομικών εκθέσεων.
32. Για περιουσιακά στοιχεία, οι
ίδιοι έλεγχοι μελλοντικών οικονομικών οφελών εφαρμόζονται στις ενδιάμεσες
ημερομηνίες και κατά το τέλος του οικονομικού έτους μιας επιχείρησης Τα κόστη
που, από τη φύση τους, δε θα είχαν τις ιδιότητες, ως περιουσιακά στοιχεία στο
τέλος του οικονομικού έτους, δε θα είχαν αυτές τις ιδιότητες ούτε και στις
ενδιάμεσες ημερομηνίες. Ομοίως, μια υποχρέωση σε μία ημερομηνία ενδιάμεσης
έκθεσης πρέπει να αντιπροσωπεύει μία υπάρχουσα οφειλή κατά αυτή την ημερομηνία,
ακριβώς όπως πρέπει κατά την ημερομηνία της ετήσιας έκθεσης.
33. Ένα ουσιώδες χαρακτηριστικό του
εσόδου και των εξόδων είναι ότι οι σχετικές εισροές και εκροές των περιουσιακών
στοιχείων και υποχρεώσεων έχουν ήδη λάβει χώρα. Αν αυτές οι εισροές ή εκροές
έχουν λάβει χώρα, το σχετικό έσοδο και έξοδο καταχωρείται, αλλιώς δεν
καταχωρείται. Το Πλαίσιο αναφέρει ότι "έξοδα καταχωρούνται στην κατάσταση
λογαριασμού αποτελεσμάτων, όταν μία μείωση σε μελλοντικά οικονομικά οφέλη, που
σχετίζεται με μία μείωση σε ένα περιουσιακό στοιχείο ή με μία αύξηση μιας
υποχρέωσης έχει ανακύψει η οποία μπορεί να αποτιμηθεί αξιόπιστα ... [Το]
Πλαίσιο δεν επιτρέπει την καταχώρηση κονδυλίων στον ισολογισμό, τα οποία δεν
ανταποκρίνονται στον ορισμό των περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων".
34. Κατά την αποτίμηση περιουσιακών
στοιχείων, υποχρεώσεων, εσόδων, εξόδων και ταμιακών ροών, που απεικονίζονται
στις οικονομικές καταστάσεις της, μία επιχείρηση που συντάσσει εκθέσεις μόνο
ετησίως είναι σε θέση να λάβει υπόψη την πληροφόρηση που καθίσταται διαθέσιμη
δια μέσου του οικονομικού έτους. Οι αποτιμήσεις της γίνονται, στην
πραγματικότητα, πάνω σε μία βάση που διαρκεί από την έναρξη της περιόδου μέχρι
τη λήξη της.
35. Μία επιχείρηση που συντάσσει
εκθέσεις εξαμηνιαίως χρησιμοποιεί πληροφόρηση διαθέσιμη κατά το μέσο του έτους
ή βραχύτερα, ώστε μετέπειτα να κάνει τις αποτιμήσεις στις οικονομικές
καταστάσεις της για την περίοδο των πρώτων έξι μηνών καθώς και πληροφόρηση
διαθέσιμη κατά το τέλος του έτους ή βραχύτερα κατ' ακολουθίαν,
για τη δωδεκάμηνη περίοδο. Οι δωδεκάμηνες αποτιμήσεις θα αντανακλούν πιθανές
μεταβολές σε εκτιμήσεις των ποσών που απεικονίζονται για την πρώτη εξαμηνιαία
περίοδο. Τα ποσά που απεικονίζονται στην ενδιάμεση οικονομική έκθεση για την
πρώτη εξαμηνιαία περίοδο δεν προσαρμόζονται αναδρομικά. Οι παράγραφοι 16(δ) και
26 απαιτούν, όμως, η φύση και το ποσό κάθε ουσιώδους μεταβολής σε εκτιμήσεις να
γνωστοποιούνται.
36. Μία επιχείρηση που συντάσσει
εκθέσεις περισσότερο συχνά από εξαμηνιαίως, αποτιμά έσοδα και έξοδα σε μία βάση
από την έναρξη της χρήσης μέχρι την ημερομηνία λήξης της ενδιάμεσης περιόδου,
για κάθε ενδιάμεση περίοδο, χρησιμοποιώντας πληροφορίες διαθέσιμες, όταν
καταρτίζεται κάθε σειρά οικονομικών καταστάσεων. Ποσά εσόδων και εξόδων που
απεικονίζονται στην τρέχουσα ενδιάμεση περίοδο θα αντανακλούν κάθε μεταβολή σε
εκτιμήσεις ποσών που απεικονίζονται σε προηγούμενες ενδιάμεσες περιόδους του
οικονομικού έτους. Τα ποσά που απεικονίζονται σε προηγούμενες ενδιάμεσες
περιόδους δεν προσαρμόζονται αναδρομικά. Οι παράγραφοι 16(δ) και 26 απαιτούν,
όμως, η φύση και το ποσό κάθε ουσιώδους μεταβολής σε εκτιμήσεις να
γνωστοποιούνται.
Έσοδα εποχιακού, περιοδικού ή
περιπτωσιακού χαρακτήρα
37. Έσοδα εποχιακού, περιοδικού ή
περιπτωσιακού χαρακτήρα μέσα σε ένα οικονομικό έτος, πρέπει να μην προκαταλογίζονται ή αναβάλλονται σε μια ενδιάμεση
ημερομηνία, αν αυτός ο προκαταλογισμός ή η αναβολή,
δε θα ήταν ορθή κατά το τέλος του οικονομικού έτους της επιχείρησης.
38. Παραδείγματα περιλαμβάνουν
έσοδα από μερίσματα, δικαιώματα και κρατικές επιχορηγήσεις. Επιπρόσθετα,
μερικές επιχειρήσεις σταθερά κερδίζουν περισσότερα έσοδα σε ορισμένες
ενδιάμεσες περιόδους ενός οικονομικού έτους παρά σε άλλες ενδιάμεσες περιόδους,
για παράδειγμα, εποχιακά έσοδα των λιανοπωλητών. Τα έσοδα αυτού του είδους
καταχωρούνται όταν προκύπτουν.
Κόστη που αναλαμβάνονται ανώμαλα
κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους
39. Κόστη που αναλαμβάνονται
ανώμαλα κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους μιας επιχείρησης, πρέπει να προκαταλογίζονται ή αναβάλλονται για τους σκοπούς της ενδιάμεσης
πληροφόρησης αν και μόνο αν, είναι επίσης σωστό να προκαταλογίζουν
ή να αναβάλλουν αυτό το είδος του κόστους κατά το τέλος του οικονομικού έτους.
Εφαρμογή των αρχών καταχώρησης και
αποτίμησης
40. Το Προσάρτημα 2 παρέχει
παραδείγματα εφαρμογής των γενικών αρχών καταχώρησης και αποτίμησης που
τίθενται στις παραγράφους 28-39.
Χρήση εκτιμήσεων
41. Οι διαδικασίες αποτίμησης που
ακολουθούνται σε μία ενδιάμεση οικονομική έκθεση πρέπει να σχεδιάζονται για να
εξασφαλίζουν ότι η προκύπτουσα πληροφόρηση είναι
αξιόπιστη και ότι όλες οι ουσιαστικές οικονομικές πληροφορίες που είναι
σχετικές με την κατανόηση της οικονομικής θέσης ή αποδοτικότητας της
επιχείρησης γνωστοποιούνται καταλλήλως. Ενόσω αποτιμήσεις σε αμφότερες τις
ετήσιες και ενδιάμεσες οικονομικές εκθέσεις συχνά βασίζονται σε εύλογες
εκτιμήσεις, η κατάρτιση των ενδιάμεσων οικονομικών εκθέσεων γενικώς θα
απαιτούσε μία μεγαλύτερη χρήση εκτιμήσεων από ότι οι ετήσιες οικονομικές
εκθέσεις.
42. Το Προσάρτημα 3 παρέχει
παραδείγματα χρήσης εκτιμήσεων σε ενδιάμεσες περιόδους.
ΕΠΑΝΑΔΙΑΤΥΠΩΣΗ ΤΩΝ ΕΚΘΕΣΕΩΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΝ
ΕΝΔΙΑΜΕΣΩΝ ΠΕΡΙΟΔΩΝ
43. Μία μεταβολή σε
λογιστική πολιτική, άλλη εκτός από εκείνη για την οποία η μεταβατική περίοδος
καθορίζεται από ένα νέο Πρότυπο ή Διερμηνεία, πρέπει να αντικατοπτρίζεται:
(α) με επαναδιατύπωση των οικονομικών καταστάσεων των προηγούμενων
ενδιάμεσων περιόδων του τρέχοντος οικονομικού έτους και των συγκρίσιμων
ενδιάμεσων περιόδων κάθε προηγούμενου οικο νομικού
έτους που θα επαναδιατυπωθούν στις ετήσιες
οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με το ΔΛΠ 8,
ή
(β) όταν δεν είναι
εφικτό να προσδιοριστεί η σωρευτική επίδραση της εφαρμογής νέας λογιστικής πολι τικής σε κάθε προγενέστερη
περίοδο στην αρχή του οικονομικού έτους, με την επαναδιατύπωση
των οικονομικών καταστάσεων του τρέχοντος οικονομικού έτους και συγκρίσιμων
ενδιάμεσων περιόδων προγενέστερων οικονομικών ετών για τη μελλοντική εφαρμογή
από την παλαιότερη ημερομηνία που αυτό είναι δυνατό.
44. Ένας σκοπός της
προηγούμενης αρχής είναι να εξασφαλίζει ότι μία απλή λογιστική πολιτική
εφαρμόζεται σε μία ειδική κατηγορία συναλλαγών δια μέσου ενός ολόκληρου
οικονομικού έτους. Σύμφωνα με το ΔΛΠ 8, μία μεταβολή
σε λογι στική πολιτική
αντανακλάται με αναδρομική εφαρμογή και την επαναδιατύπωση
των οικονομικών δεδομένων όσο το δυνατόν περισσότερων προγενέστερων περιόδων.
Όμως, αν το ποσό της αναπροσαρμογής που αφορά σε προηγούμενα οικονομικά έτη δεν
μπορεί να προσδιοριστεί, τότε σύμφωνα με το ΔΛΠ 8 η
νέα πολιτική εφαρμόζεται μελλοντικά από την παλαιότερη ημερομηνία που αυτό
είναι εφικτό. Το αποτέλεσμα της αρχής της παραγράφου 43 είναι να απαιτεί ότι,
κάθε μεταβολή σε λογιστική πολιτική εντός του τρέχοντος οικονομικού έτους
εφαρμόζεται αναδρομικά ή, αν αυτό δεν είναι δυνατό, μελλοντικά, όχι αργότερα
από την έναρξη του οικονομικού έτους.(όπως τροποποιήθηκε με την το ΔΛΠ 8)
45. Η δυνατότητα οι λογιστικές
μεταβολές να αντανακλώνται σε μία ενδιάμεση ημερομηνία μέσα στο οικονομικό
έτος, θα ισοδυναμούσε με αναγνώριση ότι δύο διαφορετικές λογιστικές αρχές
εφαρμόζονται σε μία συγκεκριμένη κατηγορία συναλλαγών μέσα στο ίδιο οικονομικό
έτος. Το αποτέλεσμα θα ήταν ενδιάμεσες επιμεριστικές δυσχέρειες, δυσνόητα
επιχειρηματικά αποτελέσματα και πολύπλοκη ανάλυση και κατανοητότητα
των πληροφοριών της ενδιάμεσης περιόδου.
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΝΑΡΞΗΣ ΙΣΧΥΟΣ
46. Αυτό το Διεθνές Λογιστικό
Πρότυπο αρχίζει να εφαρμόζεται για τις οικονομικές καταστάσεις που καλύπτουν
τις περιόδους που αρχίζουν την ή μετά από την 1η Ιανουαρίου 1999. Συνιστάται η
εφαρμογή του και ενωρίτερα.