ΔΙΕΘΝΕΣ ΛΟΓΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΤΥΠΟ 16
Ενσώματες Ακινητοποιήσεις
Το αναθεωρημένο Πρότυπο
αντικαθιστά το ΔΛΠ 16 (1998): Ενσώματες
Ακινητοποιήσεις και θα πρέπει να εφαρμόζεται για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν
την ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2005. Η νωρίτερη
εφαρμογή ενθαρρύνεται.
ΣΚΟΠΟΣ
1. Ο σκοπός του παρόντος
Προτύπου είναι να προδιαγράψει το λογιστικό χειρισμό για τις ενσώματες
ακινητοποιήσεις ώστε οι χρήστες των οικονομικών καταστάσεων να διακρίνουν τις
σχετικές με την επένδυση σε ενσώματες ακινητοποιήσεις πληροφορίες της οντότητας
και τις μεταβολές αυτής της επένδυσης. Πρωταρχικά θέματα στη λογιστική των
ενσώματων ακινητοποιήσεων αποτελούν η αναγνώριση των περιουσιακών στοιχείων, ο
προσδιορισμός της λογιστικής αξίας τους, οι δαπάνες αποσβέσεων και οι ζημίες απομείωσης που πρέπει να αναγνωριστούν σε σχέση με τα
στοιχεία αυτά.
ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
2. Αυτό το Πρότυπο
πρέπει να εφαρμόζεται για το λογιστικό χειρισμό των ενσώματων ακινητοποιήσεων,
εκτός
όταν ένα άλλο Πρότυπο
απαιτεί ή επιτρέπει διαφορετικό λογιστικό χειρισμό.
3)Το πρότυπο αυτό δεν
εφαρμόζεται σε:
α) ενσώματες
ακινητοποιήσεις ταξινομημένες ως κατεχόμενες προς πώληση σύμφωνα με το ΔΠΧΠ 5Μη Κυκλοφορούντα
Περιουσιακά Στοιχεία που Κατέχονται προς Πώληση και Διακοπείσες Δραστηριότητες
β)βιολογικά
περιουσιακά στοιχεία που σχετίζονται με γεωργική δραστηριότητα (βλέπε ΔΛΠ 41Γεωργία)
γ) την αναγνώριση και
επιμέτρηση περιουσιακών στοιχείων που προέρχονται από έρευνα και αξιολόγηση
(βλέπε ΔΠΧΠ 6Έρευνα και Αξιολόγηση Ορυκτών Πόρων)ή
δ) μεταλλευτικά
δικαιώματα και αποθέματα ορυκτών καυσίμων όπως το πετρέλαιο,το
φυσικό αέριο και τους όμοιους μη ανανεώσιμους πόρους.
Ωστόσο,το πρότυπο αυτό εφαρμόζεται σε
ενσώματες ακινητοποιήσεις που χρησιμοποιούνται για την ανάπτυξη ή τη συντήρηση
των περιουσιακών στοιχείων που περιγράφονται στα στοιχεία β)δ)
.(ΔΠΧΠ 5)- (όπως τροπ. με τον 1910/2005 (ΔΠΧΠ 6 ))
4. Είναι πιθανό άλλα Πρότυπα να
απαιτούν αναγνώριση στοιχείου των ενσώματων ακινητοποιήσεων βασιζόμενα σε προσέγγιση
που διαφέρει από εκείνη του παρόντος Προτύπου. Για παράδειγμα, το ΔΛΠ 17: Μισθώσεις απαιτεί η οντότητα να αξιολογήσει την
αναγνώριση ενός στοιχείου μισθωμένων πάγιων περιουσιακών στοιχείων βάσει της
μεταφοράς των κινδύνων και των ωφελειών. Όμως, σε αυτές τις περιπτώσεις όλες οι
άλλες απόψεις του λογιστικού χειρισμού αυτών των περιουσιακών στοιχείων,
συμπεριλαμβανομένης και της απόσβεσης, προσδιορίζονται κατά τις απαιτήσεις
αυτού του Προτύπου.
5. Η οντότητα θα εφαρμόζει το
Πρότυπο σε ακίνητα υπό κατασκευή ή ανάπτυξη για μελλοντική χρήση ως επενδύσεις
σε ακίνητα που δεν πληρούν ακόμη τον ορισμό της
«επένδυσης σε ακίνητα» του ΔΛΠ 40: Επενδύσεις σε
Ακίνητα. Όταν η κατασκευή ή η αξιοποίηση ολοκληρώνεται, το ακίνητο θεωρείται
επένδυση και η οντότητα απαιτείται να εφαρμόσει το ΔΛΠ
40. Το ΔΛΠ 40 επίσης εφαρμόζεται στις υπάρχουσες
επενδύσεις σε ακίνητα που είναι υπό ανακατασκευή για συνεχή μελλοντική χρήση ως
επένδυση σε ακίνητα. Η οντότητα που χρησιμοποιεί τη μέθοδο του κόστους για τις
επενδύσεις σε ακίνητα σύμφωνα με το ΔΛΠ 40, θα
χρησιμοποιεί τη μέθοδο του κόστους του παρόντος Προτύπου.
ΟΡΙΣΜΟΙ
6. Οι
ακόλουθοι όροι χρησιμοποιούνται σε αυτό το Πρότυπο με τις έννοιες που
καθορίζονται:
Λογιστική
αξία είναι το ποσό στο οποίο ένα περιουσιακό στοιχείο
αναγνωρίζεται, μετά την αφαίρεση οποιωνδήποτε σωρευμένων αποσβέσεών και
σωρευμένων ζημιών απομείωσης.
Κόστος είναι
το ποσό που καταβλήθηκε σε μετρητά ή ταμιακά ισοδύναμα ή η εύλογη αξία άλλου
ανταλλάγματος που δόθηκε για να αποκτηθεί ένα περιουσιακό στοιχείο, προσδιοριζόμενη
κατά το χρόνο της απόκτησης ή της κατασκευής του στοιχείου.
Αποσβέσιμο ποσό είναι
το κόστος ενός περιουσιακού στοιχείου ή άλλο ποσό που υποκαθιστά το κόστος
μειωμένο κατά την υπολειμματική αξία του. Απόσβεση είναι η συστηματική κατανομή
του αποσβέσιμου ποσού ενός περιουσιακού στοιχείου
κατά τη διάρκεια της ωφέλιμης ζωής του. Ειδική αξία είναι η παρούσα αξία των
εκτιμώμενων μελλοντικών ταμιακών ροών, που η οντότητα αναμένει να προκύψουν από
τη συνεχή χρήση ενός περιουσιακού στοιχείου και από τη διάθεσή του στο τέλος
της ωφέλιμης ζωής του ή η αξία με την οποία αναμένει να επιβαρυνθεί κατά το
διακανονισμό μιας υποχρέωσης.
Εύλογη
αξία είναι το ποσό για το οποίο ένα περιουσιακό στοιχείο
θα μπορούσε να ανταλλαγεί μεταξύ δύο μερών που
ενεργούν με τη θέληση τους και με πλήρη γνώση των συνθηκών.
Ζημία απομείωσης είναι το ποσό κατά το οποίο η
λογιστική αξία ενός περιουσιακού στοιχείου υπερβαίνει το ανακτήσιμο ποσό του.
Ενσώματες
Ακινητοποιήσεις είναι τα ενσώματα πάγια περιουσιακά στοιχεία που:
(α)
κατέχονται για χρήση στην παραγωγή ή παροχή αγαθών ή υπηρεσιών, για εκμίσθωση
σε άλλους ή για διοικητικούς σκοπούς
και
(β)
αναμένεται να χρησιμοποιηθούν για περισσότερο από μία λογιστική περίοδο.
Ανακτήσιμο
ποσό, είναι η υψηλότερη αξία μεταξύ της καθαρής τιμής πώλησης ενός περιουσιακού
στοιχείου και της αξίας λόγω χρήσης του.
Η
υπολειμματική αξία ενός περιουσιακού στοιχείου είναι η
εκτιμώμενη αξία που η οντότητα εκτιμά ότι θα λάμβανε από την εκποίηση του
περιουσιακού στοιχείου, μετά την αφαίρεση του κόστους εκποίησης, αν το
περιουσιακό στοιχείο ήταν ήδη στην ηλικία και την κατάσταση που θα αναμενόταν
κατά το τέλος της ωφέλιμης ζωής του.
Ωφέλιμη
ζωή είναι:
(α) η
περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας ένα περιουσιακό στοιχείο αναμένεται να
είναι διαθέσιμο για χρήση από την οντότητα
ή
(β) το
πλήθος των παραγωγικών ή όμοιων μονάδων που η οντότητα ανέμενε να αποκτήσει από
το περιου σιακό στοιχείο.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ
7. Το
κόστος ενός στοιχείου των ενσώματων ακινητοποιήσεων θα αναγνωρίζεται ως
περιουσιακό στοιχείο όταν και μόνον όταν:
(α)
πιθανολογείται ότι μελλοντικά οικονομικά οφέλη που συνδέονται με το στοιχείο θα
εισρεύσουν στην οντότητα και
(β) το
κόστος του στοιχείου μπορεί να αποτιμηθεί αξιόπιστα.
8. Πολλά
ανταλλακτικά και είδη συντήρησης τηρούνται λογιστικά ως αποθέματα και
αναγνωρίζονται συνήθως στα αποτελέσματα όταν αναλώνονται. Όμως, τα μεγαλύτερης
αξίας ανταλλακτικά και ο εφεδρικός εξοπλισμός χαρακτηρίζονται ως πάγια περιου σιακά στοιχεία, όταν η
οντότητα αναμένει να τα χρησιμοποιεί για περισσότερο από μία λογιστική περίοδο.
Ομοίως, αν τα ανταλ λακτικά
και τα είδη συντήρησης μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο σε σχέση με στοιχείο των
ενσώματων ακινητοποιήσεων, λογιστικοποιούνται ως
ενσώματες ακινητοποιήσεις.
9. Το
παρόν Πρότυπο δεν προσδιορίζει τη μονάδα αποτίμησης για την αναγνώριση, ήτοι τί συνιστά στοιχείο των ενσώματων ακινητοποιήσεων. Συνεπώς,
απαιτείται κρίση στην εφαρμογή των κριτηρίων αναγνώρισης στις ιδιαίτερες
συνθήκες της οντότητας. Μπορεί να αρμόζει να συναθροιστούν τα επί μέρους
επουσιώδη στοιχεία, όπως καλούπια, εργαλεία και
μήτρες και να εφαρμοστούν τα κριτήρια στη συνολική αξία.
10.
Σύμφωνα με αυτήν την αρχή της αναγνώρισης, η οντότητα αποτιμά κάθε κόστος των
ενσώματων ακινητοποιήσεων όταν πραγματοποιείται. Στις δαπάνες αυτές
συμπεριλαμβάνονται τα κόστη που πραγματοποιήθηκαν αρχικά για την απόκτηση ή την
κατασκευή στοιχείου των ενσώματων ακινητοποιήσεων και τις δαπάνες που
πραγματοποιήθηκαν μεταγενέστερα για τη συμπλήρωση, την αντικατάσταση μέρους ή
τη συντήρηση κάποιου στοιχείου του.
Αρχικές
δαπάνες
11.
Στοιχεία των ενσώματων ακινητοποιήσεων μπορούν να αποκτηθούν για λόγους
ασφαλείας ή και για περιβαλλοντολογικούς λόγους. Η απόκτηση τέτοιων ενσώματων
ακινητοποιήσεων, μολονότι δεν αυξάνει άμεσα τα μελλοντικά οικονομικά οφέλη
κάποιου υπάρχοντος στοιχείου των ενσώματων ακινητοποιήσεων, μπορεί να είναι
αναγκαία προκειμένου να λάβει η οντότητα τα μελλοντικά οικονομικά οφέλη από
άλλα περιουσιακά τοιχεία της. Τέτοια στοιχεία των
ενσώματων ακινητοποιήσεων πληρούν τις προϋποθέσεις
για αναγνώριση ως περιουσιακά στοιχεία, δεδομένου ότι επιτρέπουν στην οντότητα
να αποκομίσει μελλοντικά οικονομικά οφέλη από σχετιζόμενα
πάγια περιουσιακά στοιχεία, επιπλέον των ωφελειών που θα μπορούσε να έχει,
χωρίς την απόκτηση των παγίων αυτών. Για παράδειγμα, μία χημική βιομηχανία ενδέχεται
να εγκαταστήσει ορισμένες νέες διαδικασίες χημικής παραγωγής, για να
συμμορφωθεί με τις περιβαλλοντολογικές απαιτήσεις παραγωγής και εναποθήκευσης
επικίνδυνων χημικών προϊόντων. Οι σχετικές εργοστασιακές επεκτάσεις
αναγνωρίζονται ως πάγιο περιουσιακό στοιχείο γιατί, χωρίς αυτές, η οντότητα δεν
μπορεί να παράγει και να πωλεί χημικά προϊόντα.
Ωστόσο, η προκύπτουσα λογιστική αξία τέτοιων
περιουσιακών στοιχείων και σχετιζόμενων παγίων
εξετάζεται για απομείωση σύμφωνα με το ΔΛΠ 36: Απομείωση Αξίας Περιουσιακών
Στοιχείων.
Μεταγενέστερες
δαπάνες
12.
Σύμφωνα με την αρχή της αναγνώρισης της παραγράφου 7, η οντότητα δεν
αναγνωρίζει τίς δαπάνες της καθημερινήςσυντήρησης
στη λογιστική αξία ενός στοιχείου των ενσώματων ακινητοποιήσεων. Μάλλον, τα
κόστη αυτά αναγνωρίζονται στα αποτελέσματα όταν πραγματοποιούνται. Οί καθημερινές δαπάνες συντήρησης αποτελούνται κυρίως από
το εργατικό κόστος και τα αναλώσιμα και μπορεί να περιλαμβάνουν το κόστος
μικρών ανταλλακτικών. Ο σκοπός των δαπανών αυτών περιγράφεται συχνά ως «επισκευή
και συντήρηση» του στοιχείου των ενσώματων ακινητοποιήσεων.
13.
Τμήματα ορισμένων στοιχείων των ενσώματων ακινητοποιήσεων μπορεί να χρειάζονται
αντικατάσταση κατά τακτά διαστήματα. Για παράδειγμα, ένας κλίβανος μπορεί να
χρειάζεται νέα εσωτερική επένδυση μετά από ορισμένες ώρες λειτουργίας ή το
εσωτερικό αεροσκάφους, όπως καθίσματα και σκεύη, μπορεί να χρειάζεται
αντικατάσταση αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της ζωής του αεροσκάφους. Στοιχεία
των ενσώματων ακινητοποιήσεων μπορεί επίσης να αγορασθούν, προκειμένου να γίνει
μία λιγότερο συχνή αντικατάσταση, όπως η αντικατάσταση των εσωτερικών τοίχων
ενός κτηρίου ή μία μη επαναλαμβανόμενη αντικατάσταση. Σύμφωνα με την αρχή της
αναγνώρισης της παραγράφου 7, η οντότητα αναγνωρίζει στη λογιστική αξία ενός
στοιχείου των ενσώματων ακινητοποιήσεων το κόστος αντικατάστασης τέτοιου
στοιχείου όταν επιβαρύνεται με αυτό, εφόσον
πληρούνται τα κριτήρια αναγνώρισης. Η λογιστική αξία των
τμημάτων που αντικαθίστανται διαγράφεται όπως προβλέπεται στο παρόν Πρότυπο
(βλέπε παραγράφους 67-72).
14. Η
συνεχιζόμενη λειτουργία ενός στοιχείου των ενσώματων ακινητοποιήσεων (για
παράδειγμα, ένα αεροσκάφος) μπορεί να προϋποθέτει τακτικές σημαντικές
επιθεωρήσεις για ελαττώματα, ανεξάρτητα αν γίνεται αντικατάσταση τμημάτων του
στοιχείου. Εφόσον πληρούνται τα κριτήρια αναγνώρισης,
το κόστος κάθε σημαντικής επιθεώρησης αναγνωρίζεται στη λογι
στική αξία του στοιχείου των ενσώματων
ακινητοποιήσεων ως αντικατάσταση. Κάθε εναπομένουσα λογιστική αξία του κόστους
της προηγούμενης επιθεώρησης (ξεχωριστά από ανταλλακτικά) διαγράφεται. Αυτό
συμβαίνει ανεξάρτητα αν το κόστος της προηγούμενης επιθεώρησης είχε
εξατομικευθεί στη συναλλαγή μέσω της οποίας το στοιχείο αποκτήθηκε ή
κατασκευάστηκε. Αν απαιτείται, το εκτιμώμενο κόστος μελλοντικής παρόμοιας
επιθεώρησης μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ένδειξη του κόστους του
υπάρχοντος
συστατικού στοιχείου της επιθεώρησης όταν το στοιχείο αυτό αποκτήθηκε ή
κατασκευάστηκε.
ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ
15. Ένα
στοιχείο των ενσώματων ακινητοποιήσεων, που καλύπτει τις προϋποθέσεις για να
αναγνωρισθεί ως περιου σιακό
στοιχείο, πρέπει να αποτιμάται στο κόστος του.
Στοιχεία
του κόστους
16. Το
κόστος ενός στοιχείου των ενσώματων ακινητοποιήσεων περιλαμβάνει:
(α) την
τιμή αγοράς του, συμπεριλαμβανομένων των εισαγωγικών δασμών και των μη
επιστρεπτέων φόρων αγοράς μετά την αφαίρεση εμπορικών εκπτώσεων και μειώσεων
τιμών.
(β) κάθε
κόστος που αφορά άμεσα τη θέση του περιουσιακού στοιχείου στην τοποθεσία και
την κατάσταση που απαιτείται για τη λειτουργία που η διοίκηση έχει
προσδιορίσει.
(γ) την
αρχική εκτίμηση του κόστους αποσυναρμολόγησης και απομάκρυνσης του στοιχείου
και αποκατάστασης του χώρου όπου έχει τοποθετηθεί, δέσμευση που αναλαμβάνει η
οντότητα είτε κατά την απόκτηση του στοιχείου είτε ως συνέπεια της χρήσης του
στοιχείου για συγκεκριμένη περίοδο για λόγους εκτός της παραγωγής αποθεμάτων,
κατά την περίοδο εκείνη.
17.
Παραδείγματα άμεσα επιρριπτέου κόστους είναι:
(α) το
κόστος των παροχών προς εργαζομένους (καθώς ορίζεται στο ΔΛΠ
19 Παροχές σε Εργαζόμενους) που προκύπτουν άμεσα από την κατασκευή ή την
απόκτηση ενός στοιχείου των ενσώματων ακινητοποιήσεων,
(β) το
κόστος τις προετοιμασίας του χώρου,
(γ) τα
αρχικά κόστη παράδοσης και μεταφοράς,
(δ) το
κόστος της εγκατάστασης και της συναρμολόγησης,
(ε) το
κόστος των δοκιμών καλής λειτουργίας του περιουσιακού στοιχείου, μετά την
αφαίρεση του καθαρού προϊόντος της πώλησης όποιων προϊόντων παράχθηκαν κατά τη
διαδικασία της θέσης του περιουσιακού στοιχείου στη συγκεκριμένη τοποθεσία και
κατάσταση (όπως τα δείγματα που παράγονται κατά τη δοκιμή του εξοπλισμού) και
(στ) οι επαγγελματικές αμοιβές.
18. Η
οντότητα εφαρμόζει το ΔΛΠ 2 Αποθέματα στο κόστος των
υποχρεώσεων για την αποσυναρμολόγηση, απομάκρυνση και αποκατάσταση της θέσεις
όπου έχει τοποθετηθεί το στοιχείο που πραγματοποιούνται σε μία συγκεκριμένη
περίοδο ως συνέπεια της χρήσης του στοιχείου για την παραγωγή αποθεμάτων κατά
την περίοδο εκείνη. Οι υποχρεώσεις που αφορούν σε κόστη που λογιστικοποιούνται
σύμφωνα με το ΔΛΠ 2 ή το ΔΛΠ
16 αναγνωρίζονται και επιμετρώνται σύμφωνα με το ΔΛΠ 37
Προβλέψεις,
Ενδεχόμενες Υποχρεώσεις και Ενδεχόμενες Απαιτήσεις.
19.
Παραδείγματα κοστών που δε θεωρούνται κόστη ενός στοιχείου των ενσώματων
ακινητοποιήσεων είναι:
(α) το
κόστος για το άνοιγμα νέας μονάδας,
(β) το
κόστος παρουσίασης νέου προϊόντος ή υπηρεσίας (συμπεριλαμβανομένου του κόστους
διαφήμισης και προώθησης),
(γ) το
κόστος διεξαγωγής εργασιών σε νέα τοποθεσία ή με νέα κατηγορία πελατών
(συμπεριλαμβανομένου του κόστους της εκπαίδευσης του προσωπικού)
και
(δ) τα
διοικητικά και τα άλλα γενικά κόστη.
20. Η
αναγνώριση του κόστους στη λογιστική αξία ενός στοιχείου των ενσώματων
ακινητοποιήσεων παύει όταν το στοιχείο βρίσκεται στη τοποθεσία και την
κατάσταση που απαιτείται για τη λειτουργία που η διοίκηση έχει προσδιορίσει.
Κατά συνέπεια, το κόστος της χρήσης ή της επανατοποθέτησης ενός στοιχείου δεν
συμπεριλαμβάνεται στη λογιστική αξία του στοιχείου. Για παράδειγμα, τα ακόλουθα
κόστη δε συμπεριλαμβάνονται στη λογιστική αξία ενός στοιχείου των ενσώματων
ακινητοποιήσεων:
(α) τα
κόστη που πραγματοποιούνται όταν ένα στοιχείο που είναι σε θέση να λειτουργήσει
με τον τρόπο που έχει προσδιορίσει η διοίκηση δεν χρησιμοποιείται ακόμα ή
λειτουργείται σε ισχύ μικρότερη της κανονικής,
(β) οι
αρχικές λειτουργικές ζημίες, όπως εκείνες που πραγματοποιούνται όταν
αναπτύσσεται η ζήτηση για την παραγωγή του στοιχείου και
(γ) το
κόστος επανεγκατάστασης ή αναδιοργάνωσης μέρος ή του συνόλου των λειτουργιών
της οντότητας.
21.
Κάποιες λειτουργίες δημιουργούνται σε σχέση με την κατασκευή ή την ανάπτυξη
ενός στοιχείου των ενσώματων ακινητοποιήσεων, αλλά δεν απαιτούνται για τη θέση
του στη τοποθεσία και την κατάσταση που απαιτείται για τη λειτουργία που η
διοίκηση έχει προσδιορίσει. Οι δευτερεύουσες αυτές λειτουργίες μπορεί να
συμβούν πριν ή κατά τη διάρκεια της διε ξαγωγής των δραστηριοτήτων για την κατασκευή ή την
ανάπτυξη. Για παράδειγμα, μπορεί να υπάρξουν έσοδα από τη χρήση του οικοπέδου
ως πάρκιν μέχρι την έναρξη της κατασκευής. Επειδή οι
δευτερεύουσες λειτουργίες δεν είναι απαραίτητες προκειμένου να τεθεί το
στοιχείο στην τοποθεσία και την κατάσταση που απαιτείται για τη λειτουργία που
η διοίκηση έχει προσδιορίσει, τα έσοδα και οι σχετικές δαπάνες των
δευτερευουσών λειτουργιών αναγνωρίζονται στα αποτελέσματα και
συμπεριλαμβάνονται στις αντίστοιχες κατατάξεις των εσόδων και των δαπανών.
22. Το
κόστος ενός ιδιοκατασκευασμένου περιουσιακού
στοιχείου προσδιορίζεται σύμφωνα με τις ίδιες αρχές που εφαρμόζονται για ένα αποκτηθέν στοιχείο. Αν η οντότητα κατασκευάζει όμοια
περιουσιακά στοιχεία προς πώληση κατά τη συνήθη πορεία των εργασιών της, το
κόστος του ιδιοκατασκευαζόμενου περιουσιακού
στοιχείου είναι συνήθως το ίδιο με το κόστος παραγωγής ενός στοιχείου προς
πώληση (βλέπε ΔΛΠ 2). Για το λόγο
αυτό, κάθε εσωτερικό κέρδος πρέπει να απαλείφεται, κατά τον προσδιορισμό του
κόστους αυτού. Επίσης, το κόστος των ασυνήθιστων ποσών φύρας,
αδράνειας ή άλλων πόρων, που πραγματοποιήθηκε κατά την παραγωγή του ιδιοκατασκευασμένου περιουσιακού στοιχείου, δεν
περιλαμβάνεται στο κόστος αυτού του στοιχείου. Το ΔΛΠ
23 Κόστος Δανεισμού, καθιερώνει κριτήρια για την αναγνώριση του τόκου ως ενός
συν θετικού στοιχείου της λογιστικής αξίας ενός ιδιοκατασκευαζόμενου
στοιχείου των ενσώματων ακινητοποιήσεων.
Αποτίμηση
του κόστους
23. Το
κόστος ενός στοιχείου των ενσώματων ακινητοποιήσεων είναι η ισοδύναμη τιμή
μετρητοίς κατά την ημερομηνία αναγνώρισης. Εάν η πληρωμή της αξίας ενός
στοιχείου των ενσώματων ακινητοποιήσεων εκτείνεται πέραν των συνήθων πιστωτικών
όρων, η διαφορά, μεταξύ του συνόλου των πληρωμών και αυτής της τιμής,
αναγνωρίζεται ως έξοδο τόκων, κατά τη διάρκεια της περιόδου της πίστωσης, εκτός
αν ο τόκος αυτός αναγνωρίζεται στη λογιστική αξία του στοιχείου σύμφωνα με τον
επιτρεπόμενο εναλλακτικό χειρισμό του ΔΛΠ 23.
24.
Μπορεί να γίνει ανταλλαγή ενός ή περισσότερων στοιχείων των ενσώματων
ακινητοποιήσεων με μη χρηματικό περιουσιακό στοιχείο ή στοιχεία ή συνδυασμό
χρηματικών και μη χρηματικών περιουσιακών στοιχείων. Το παράδειγμα που
ακολουθεί αναφέρεται απλά σε ανταλλαγή ενός μη χρηματικού στοιχείου με άλλο μη
χρηματοοικονομικό στοιχείο, αλλά εφαρμόζεται επίσης σε όλες τις ανταλλαγές που περιγράφηκαν στην προηγούμενη πρόταση. Το κόστος τέτοιου
στοιχείου των ενσώματων ακινητοποιήσεων αποτιμάται στην εύλογη αξία εκτός αν (α)
η συναλλαγή ανταλλαγής στερείται εμπορικής ουσίας ή
(β) δεν
μπορεί να αποτιμηθεί αξιόπιστα η εύλογη αξία ούτε του περιουσιακού στοιχείου
που παραλήφθηκε ούτε του περιουσιακού στοιχείου που παραχωρήθηκε. Το παραληφθέν στοιχείο αποτιμάται με αυτόν τον τρόπο έστω και
αν η οντότητα δεν μπορεί να διαγράψει άμεσα το περιουσιακό στοιχείο που
παραχωρήθηκε. Αν το παραληφθέν στοιχείο δεν
αποτιμάται στην εύλογη αξία, το κόστος του αποτιμάται στην λογιστική αξία του παραχωρηθέντος περιουσιακού στοιχείου.
25. Η
οντότητα προσδιορίζει αν η συναλλαγή ανταλλαγής έχει εμπορική ουσία εξετάζοντας
την έκταση στην οποία αναμένεται να μεταβληθούν οι ταμιακές ροές της ως
αποτέλεσμα της συναλλαγής. Μία συναλλαγή ανταλλαγής έχει εμπορική ουσία αν:
(α) η
σύνθεση (κίνδυνος, χρόνος και ποσό) των ταμιακών ροών του παραληφθέντος
περιουσιακού στοιχείου διαφέρει από τη σύνθεση των ταμιακών ροών του παραχωρηθέντος περιουσιακού στοιχείου
ή
(β) η
ειδική αξία του τμήματος των επηρεαζόμενων από τη συναλλαγή λειτουργιών της
οντότητας μεταβάλλεται ως
αποτέλεσμα
της ανταλλαγής και
(γ) η
διαφορά του (α) ή του (β) είναι σημαντική σε σχέση με την εύλογη αξία των
ανταλλασσόμενων περιουσιακών στοιχείων.
Προκειμένου
να προσδιοριστεί αν μία συναλλαγή ανταλλαγής έχει εμπορική ουσία, η ειδική αξία
του τμήματος των
επηρεαζόμενων
από τη συναλλαγή λειτουργιών της οντότητας θα αντανακλά τις μετά φόρων ταμιακές
ροές. Το αποτέλεσμα των προαναφερόμενων αναλύσεων μπορεί να είναι ξεκάθαρο
χωρίς να χρειάζεται η οντότητα να προβεί σε λεπτομερείς υπολογισμούς.
26. Η εύλογη
αξία ενός περιουσιακού στοιχείου για το οποίο δεν υπάρχουν συγκρίσιμες αγοραίες
συναλλαγές είναι δυνατό να αποτιμηθεί με αξιοπιστία εάν (α) δεν υφίσταται για
το περιουσιακό στοιχείο σημαντική διακύμανση του εύρους των ορθολογικών
εκτιμήσεων της εύλογης αξίας, ή (β) είναι δυνατός ο ορθολογικός προσδιορισμός
των πιθανοτήτων των διαφόρων εκτιμήσεων εντός του εύρους τιμών και η εφαρμογή
τους στην εκτίμηση της εύλογης αξίας. Αν η οντότητα μπορεί να αποτιμήσει
αξιόπιστα την εύλογη αξία είτε του παραληφθέντος
περιουσιακού στοιχείου είτε του παραχωρηθέντος περιουσια κού στοιχείου, τότε η
εύλογη αξία του τελευταίου χρησιμοποιείται για την αποτίμηση του παραληφθέντος περιουσιακού στοιχείου εκτός αν η εύλογη αξία
του παραληφθέντος περιουσιακού στοιχείου είναι πιο έκδηλη.
27. Το
κόστος ενός στοιχείου των ενσώματων ακινητοποιήσεων, που κατέχεται από μισθωτή
βάσει σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης, προσδιορίζεται σύμφωνα με το ΔΛΠ 17 Μισθώσεις.
28. Η
λογιστική αξία ενός στοιχείου των ενσώματων ακινητοποιήσεων μπορεί να μειωθεί
κατά τις κρατικές επιχορηγήσεις, σύμφωνα με το ΔΛΠ 20
Λογιστική των Κρατικών Επιχορηγήσεων και Γνωστοποίηση της Κρατικής Υποστήριξης.
ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ
29. Η
οντότητα θα επιλέξει είτε τη μέθοδο του κόστους της παραγράφου 30 είτε τη μέθοδο
αναπροσαρμογής της παραγράφου 31 ως λογιστική της πολιτική και θα εφαρμόζει την
πολιτική αυτή σε ολόκληρη κατηγορία των ενσώματων ακινητοποιήσεων.
Μέθοδος
κόστους
30.
Ύστερα από την αναγνώρισή του ως περιουσιακό στοιχείο, ένα στοιχείο των
ενσώματων ακινητοποιήσεων πρέπει να εμφανίζεται στο κόστος κτήσεώς του,
μειωμένο με τις σωρευμένες αποσβέσεις και οποιεσδήποτε σωρευμένες ζημίες απομείωσης.
Μέθοδος
αναπροσαρμογής
31.
Ύστερα από την αναγνώρισή του ως περιουσιακό στοιχείο, ένα στοιχείο των
ενσώματων ακινητοποιήσεων του οποίου η εύλογη αξία μπορεί να αποτιμηθεί
αξιόπιστα θα εμφανίζεται με αναπροσαρμοσμένη αξία, που αποτελείται από την
εύλογη αξία του κατά την ημέρα της αναπροσαρμογής, μειωμένη με τις
μεταγενέστερες σωρευμένες αποσβέσεις και τις μεταγενέστερες σωρευμένες ζημίες απομείωσης. Αναπροσαρμογές θα γίνονται
αρκετά
τακτικά ούτως ώστε η λογιστική αξία να μη διαφέρει σημαντικά από εκείνη που θα
προσδιοριζόταν χρησιμοποιώντας την εύλογη αξία κατά την ημερομηνία του
ισολογισμού.
32. Η
εύλογη αξία γηπέδων και κτηρίων συνήθως προσδιορίζεται από εκτιμήσεις
επαγγελματιών εκτιμητών που βασίζονται σε ενδείξεις της αγοράς. Η εύλογη αξία
των μηχανημάτων και εγκαταστάσεων είναι συνήθως η αγοραία αξία τους,
προσδιοριζόμενη με εκτίμηση.
33. Όταν
δεν υπάρχουν αγοραίες ενδείξεις στις οποίες μπορεί να βασιστεί η εύλογη αξία,
λόγω της ιδιάζουσας φύσης του στοιχείου των ενσώματων ακινητοποιήσεων και
επειδή σπάνια πωλούνται τέτοια στοιχεία, παρά μόνο ως τμήμα μιας συνεχιζόμενης
επιχείρησης, μπορεί να χρειαστεί η οντότητα να υπολογίσει την εύλογη αξία με
χειρισμό μέσω λογαριασμού αποτελεσμάτων ή αναπόσβεστου
κόστους αντικατάστασης.
34. Η
συχνότητα των αναπροσαρμογών εξαρτάται από τις μεταβολές της εύλογης αξίας των
στοιχείων των ενσώματων ακινητοποιήσεων που υπόκεινται σε αναπροσαρμογή. Όταν η
εύλογη αξία ενός περιουσιακού στοιχείου που έχει αναπροσαρ
μοστεί διαφέρει σημαντικά από τη λογιστική αξία του,
απαιτείται μια περαιτέρω αναπροσαρμογή. Μερικά από τα στοιχεία των ενσώματων
ακινητοποιήσεων υφίστανται σημαντικές και άστατες μεταβολές στην εύλογη αξία,
και συνεπώς απαιτείται η ετήσια αναπροσαρμογή τους. Τέτοιες συχνές
αναπροσαρμογές δεν είναι αναγκαίες για στοιχεία των ενσώματων ακινητοποιήσεων
με επουσιώδεις μόνο μεταβολές στην εύλογη αξία. Αντί αυτού, μπορεί να απαιτείται
η αναπροσαρμογή του στοιχείου κάθε τρία ή τέσσαρα
έτη.
35. Όταν
ένα στοιχείο των ενσώματων ακινητοποιήσεων αναπροσαρμόζεται, οι σωρευμένες
αποσβέσεις του κατά την ημέρα τηςαναπροσαρμογής
αντιμετωπίζονται με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:
(α) επαναδιατύπωση ανάλογα με τη μεταβολή στην προ αποσβέσεων
αξία του περιουσιακού στοιχείου, ούτως ώστε η λογι στική αξία του, μετά την αναπροσαρμογή, να είναι ίση με την
αναπροσαρμοσμένη αξία του. Αυτή η μέθοδος χρησιμοποιείται συχνά, όταν ένα
περιουσιακό στοιχείο αναπροσαρμόζεται, επί τη βάσει ενός δείκτη στο αναπόσβεστο κόστος αντικατάστασής του.
(β)
συμψηφισμός έναντι της προ αποσβέσεων λογιστικής αξίας του περιουσιακού
στοιχείου και το καθαρό ποσό επαναδιατυπώνεται
σύμφωνα με το αναπροσαρμοσμένο ποσό του περιουσιακού στοιχείου. Η μέθοδος αυτή
συχνά χρησιμοποιείται για κτίρια.
Το ποσό
της προσαρμογής που προκύπτει κατά την επαναδιατύπωση
ή το συμψηφισμό των σωρευμένων αποσβέσεων, αποτε λεί μέρος της αύξησης ή της μείωσης της λογιστικής αξίας
που αντιμετωπίζεται λογιστικά σύμφωνα με τις παραγράφους 39 και 40.
36. Εάν
γίνεται αναπροσαρμογή της αξίας ενός στοιχείου των ενσώματων ακινητοποιήσεων,
ολόκληρη η κατηγορία των ενσώματων ακινητοποιήσεων στην οποία ανήκει το
στοιχείο αυτό, πρέπει να αναπροσαρμόζεται.
37. Κατηγορία
ενσώματων ακινητοποιήσεων είναι μία ομάδα περιουσιακών στοιχείων, όμοιας φύσης
και χρήσης για τις λειτουργίες της οντότητας. Τα ακόλουθα αποτελούν
παραδείγματα ξεχωριστών κατηγοριών:
(α)
εδαφικές εκτάσεις,
(β)
γήπεδα και κτίρια,
(γ)
μηχανήματα,
(δ)
πλοία,
(ε)
αεροσκάφη,
(στ)
οχήματα,
(ζ)
έπιπλα και σκεύη,
και
(η)
εξοπλισμός γραφείου.
38. Τα
επί μέρους στοιχεία μιας κατηγορίας ενσώματων ακινητοποιήσεων αναπροσαρμόζονται
ταυτόχρονα, για να αποφεύγεται η επιλεκτική αναπροσαρμογή περιουσιακών στοιχείων
και η εμφάνιση στις οικονομικές καταστάσεις, ανάμεικτων ποσών κόστους και αξιών
διαφορετικών ημερομηνιών. Όμως, μια κατηγορία περιουσιακών στοιχείων μπορεί να
αναπροσαρμόζεται σταδιακά, εφόσον η αναπροσαρμογή ολόκληρης της κατηγορίας
αυτής ολοκληρώνεται μέσα σε σύντομο χρόνο και εφόσον οι αναπρο
σαρμογές συμβαδίζουν με τα εκάστοτε δεδομένα.
39. Αν η
λογιστική αξία ενός περιουσιακού στοιχείου αυξάνεται ως αποτέλεσμα μιας
αναπροσαρμογής, η αύξηση θα πιστώνεται κατευθείαν στην καθαρή θέση υπό τον
τίτλο πλεόνασμα αναπροσαρμογής. Όμως, μια αύξηση λόγω αναπροσαρμογής θα
αναγνωρίζεται στα αποτελέσματα, κατά την έκταση που αναστρέφει μία προηγούμενη
υποτίμηση του ιδίου περιουσιακού στοιχείου, η οποία είχε προηγουμένως
αναγνωριστεί στα αποτελέσματα.
40. Αν η
λογιστική αξία ενός περιουσιακού στοιχείου μειώνεται ως αποτέλεσμα μιας
αναπροσαρμογής, η μείωση πρέπει να αναγνωρίζεται στα αποτελέσματα. Όμως, η
μείωση θα χρεώνεται απευθείας στην καθαρή θέση στο πλεόνασμα αναπροσαρμογής
κατά την έκταση που υπάρχει πιστωτικό υπόλοιπο στο πλεόνασμα αναπροσαρ μογής αναφορικά με το
περιουσιακό στοιχείο αυτό.
41. Τα
πλεονάσματα αναπροσαρμογής που περιλαμβάνονται στην καθαρή θέση αναφορικά με
στοιχείο των ενσώματων ακινητοποιήσεων μπορεί να μεταφερθούν άμεσα στο υπόλοιπο
κερδών εις νέον, όταν το περιουσιακό στοιχείο
διαγράφεται. Αυτό μπορεί να συνεπάγεται τη μεταφορά ολόκληρου του πλεονάσματος
όταν το περιουσιακό στοιχείο αποσύρεται ή εκποιείται. Ωστόσο, μέρος του
πλεονάσματος μπορεί να μεταφέρεται κατά τη διάρκεια της χρήσης του περιου σιακού στοιχείου από την
οντότητα. Σε τέτοια περίπτωση, το ποσό του πλεονάσματος που μεταφέρεται θα αποτελείτο από τη διαφορά μεταξύ της βασιζόμενης στην
αναπροσαρμοσμένη λογιστική αξία απόσβεσης και της βασιζόμενης στην αρχική τιμή
του περιουσιακού στοιχείου απόσβεσης. Οι μεταφορές από τα πλεονάσματα
αναπροσαρμογής στα κέρδη εις νέον δε γίνονται μέσω
των κερδών ή των ζημιών.
42. Οι
επιδράσεις των φόρων στα έσοδα, αν υπάρχουν, που προκύπτουν από την
αναπροσαρμογή των ενσώματων ακινητοποιήσεων, αναγνωρίζονται και γνωστοποιούνται
σύμφωνα με το ΔΛΠ 12 Φόροι Εισοδήματος.
Απόσβεση
43. Κάθε
τμήμα στοιχείου των ενσώματων ακινητοποιήσεων το κόστος του οποίου είναι
σημαντικό σε σχέση με το συνολικό κόστος του στοιχείου θα αποσβένεται
ξεχωριστά.
44. Η
οντότητα κατανέμει το αρχικά αναγνωρισμένο ποσό ενός στοιχείου των ενσώματων
ακινητοποιήσεων στα σημαντικά του τμήματα και αποσβένει ξεχωριστά κάθε τέτοιο
τμήμα. Για παράδειγμα, μπορεί να αρμόζει να αποσβένεται ξεχωριστά η δομή και οι
μηχανές ενός αεροσκάφους, είτε είναι ιδιόκτητο είτε υπόκειται σε χρηματοδοτική
μίσθωση.
45. Ένα
σημαντικό τμήμα ενός στοιχείου των ενσώματων ακινητοποιήσεων μπορεί να έχει
ωφέλιμη ζωή και μέθοδο απόσβεσης που είναι ίδια με τη μέθοδο απόσβεσης και την
ωφέλιμη ζωή άλλου σημαντικού τμήματος του ίδιου στοιχείου. Τέτοια τμήματα
δύνανται να συναθροιστούν για τον προσδιορισμό της δαπάνης απόσβεσης.
46. Στη
έκταση που μία οντότητα αποσβένει ξεχωριστά κάποια τμήματα ενός στοιχείου των
ενσώματων ακινητοποιήσεων, θα αποσβένει ξεχωριστά και το υπόλοιπο στοιχείο. Το
υπόλοιπο απαρτίζεται από τα τμήματα του στοιχείου που δεν είναι σημα ντικά σε μεμονωμένη βάση. Αν
οι προσδοκίες της οντότητας για τα τμήματα αυτά ποικίλουν, μπορεί να χρειαστεί
να εφαρμοστούν προσεγγιστικές τεχνικές για την απόσβεση του υπολοίπου κατά
τρόπο που αντιπροσωπεύει αξιόπιστα τον τρόπο ανάλωσης ή/και την ωφέλιμη ζωή των
τμημάτων του στοιχείου.
47. Η
οντότητα μπορεί να επιλέξει να αποσβέσει ξεχωριστά τα τμήματα ενός στοιχείου
που δεν έχουν σημαντικό κόστος σε σύγκριση με το συνολικό κόστος του.
48. Η
δαπάνη απόσβεσης για κάθε περίοδο θα αναγνωρίζεται στα αποτελέσματα, εκτός αν
συμπεριλαμβάνεται στη λογιστική αξία ενός άλλου περιουσιακού στοιχείου.
49. Η
δαπάνη απόσβεσης για κάθε περίοδο συνήθως αναγνωρίζεται στα αποτελέσματα. Ωστόσο,
κάποιες φορές τα μελλοντικά οικο νομικά οφέλη που
ενσωματώνονται σε ένα περιουσιακό στοιχείο απορροφώνται
στην παραγωγή άλλων περιουσιακών στοιχείων. Στην περίπτωση αυτή, η δαπάνη
απόσβεσης αποτελεί τμήμα του κόστους του άλλου περιουσιακού στοιχείου και
περιλαμβάνεται στη λογιστική αξία του. Για παράδειγμα, η απόσβεση των
παραγωγικών εγκαταστάσεων περιλαμβάνεται στο κόστος μετατροπής των αποθεμάτων
(βλ. ΔΛΠ 2). Ομοίως, απόσβεση ενσώματων
ακινητοποιήσεων, που χρησιμοποιούνται σε αναπτυξιακές δραστηριότητες μπορεί να
συμπεριλαμβάνεται στο κόστος ενός άϋλου περιουσιακού
στοιχείου το οποίο αναγνωρίζεται σύμφωνα με το ΔΛΠ 38
Aϋλα Περιουσιακά Στοιχεία.
Α π ο σ
β έ σ ι μ η α ξ ί α κ α ι π ε ρ ί ο δ ο ς α π ό σ β ε σ η ς
50. Το αποσβέσιμο ποσό ενός περιουσιακού στοιχείου πρέπει να
κατανέμεται συστηματικά κατά τη διάρκεια της ωφέλιμης ζωής του.
51. Η
υπολειμματική αξία και η ωφέλιμη ζωή ενός περιουσιακού στοιχείου θα
αναθεωρούνται τουλάχιστον στη λήξη κάθε οικονομικού έτους και, αν οι προσδοκίες
διαφέρουν από τις προηγούμενες εκτιμήσεις, η μεταβολή (οι μεταβολές) θα
αντιμετωπίζονται ως μεταβολή σε λογιστική εκτίμηση σύμφωνα με το ΔΛΠ 8 Λογιστικές
Πολιτικές,
Μεταβολές των Λογιστικών Εκτιμήσεων και Λάθη.
52. Η
απόσβεση αναγνωρίζεται έστω και αν η εύλογη αξία του περιουσιακού στοιχείου
υπερβαίνει τη λογιστική αξία του, υπό τον όρο ότι η υπολειμματική αξία του
περιουσιακού στοιχείου δεν υπερβαίνει τη λογιστική αξία του. Η επισκευή και
συντήρηση ενός περιουσιακού στοιχείου δεν αναιρούν την ανάγκη απόσβεσής του.
53. Το αποσβέσιμο ποσό ενός περιουσιακού στοιχείου προσδιορίζεται
μετά την έκπτωση της υπολειμματικής αξίας του. Στην πράξη, η υπολειμματική αξία
ενός περιουσιακού στοιχείου συχνά είναι ασήμαντη και συνεπώς επουσιώδης στον υπολογισμό
του αποσβέσιμου ποσού.
54. Η
υπολειμματική αξία ενός περιουσιακού στοιχείου μπορεί να αυξηθεί σε ποσό ίσο
προς ή μεγαλύτερο της λογιστικής αξίας του. Αν αυξηθεί, η δαπάνη απόσβεσης του
περιουσιακού στοιχείο είναι μηδενική εκτός και έως ότου
η υπολειμματική αξία του μειωθεί μεταγενέστερα σε ποσό μικρότερο της λογιστικής
αξίας του.
55. Η απόσβεση ενός περιουσιακού
στοιχείου θα παύει κατά τη νωρίτερη ημερομηνία μεταξύ
εκείνης που το περιουσιακό στοιχείο κατατάσσεται ως διαθέσιμο προς πώληση (η
που συμπεριλαμβάνονται σε ομάδα διάθεσης που κατατάσσεται ως διαθέσιμη προς
πώληση) σύμφωνα με το Δ.Π.Χ.Π. 5 και εκείνης κατά την
οποία διαγράφεται το περιουσιακό στοιχείο. Συν επώς,
η απόσβεση δεν παύει όταν το περιουσιακό στοιχείο τίθεται σε αδράνεια ή όταν αποσύρεται
από την ενεργό χρήση εκτός αν το περιουσιακό στοιχείο έχει αποσβεστεί πλήρως. Ωστόσο, σύμφωνα με τις μεθόδους χρήσης
της απόσβεσης, η δαπάνη απόσβεσης μπορεί να είναι μηδε
νική ενόσω δεν υπάρχει παραγωγή.(ΔΠΧΠ
5)
56. Τα
μελλοντικά οικονομικά οφέλη που ενσωματώνονται σε ένα περιουσιακό στοιχείο
αναλώνονται από την οντότητα κυρίως δια της χρήσης του. Οπωσδήποτε όμως, άλλοι
παράγοντες, όπως η τεχνική ή εμπορική απαξίωση και η φθορά, όταν το περιου σιακό στοιχείο παραμένει
σε αδράνεια, συχνά συνεπάγονται τη μείωση των οικονομικών ωφελειών που
αναμένονταν από το στοιχείο αυτό. Συνεπώς, όλοι οι ακόλουθοι παράγοντες
λαμβάνονται υπόψη κατά τον προσδιορισμό της ωφέλιμης ζωής ενός
περιουσιακού
στοιχείου:
(α)
αναμενόμενη χρήση του περιουσιακού στοιχείου. Η χρήση εκτιμάται σε αναφορά με
την αναμενόμενη παραγωγική
δυναμικότητα
ή το παραγόμενο προϊόν του περιουσιακό στοιχείου.
(β) η
αναμενόμενη φυσιολογική φθορά, που εξαρτάται από λειτουργικούς παράγοντες, όπως
ο αριθμός των βαρδιών για τον οποίο το περιουσιακό στοιχείο πρόκειται να
χρησιμοποιηθεί και το πρόγραμμα επισκευών και συντήρησης, καθώς και η φροντίδα
και συντήρηση του περιουσιακού στοιχείου, όσο είναι σε αδράνεια.
(γ) η
τεχνική ή εμπορική απαξίωση που προκύπτει από αλλαγές ή βελτιώσεις στην
παραγωγή ή από μεταβολή στη ζήτηση της αγοράς για προϊόντα ή υπηρεσίες που
προέρχονται από το περιουσιακό στοιχείο.
και
(δ)
νομικοί ή παρόμοιοι περιορισμοί στη χρήση ενός περιουσιακού στοιχείου, όπως η
εκπνοή της διάρκειας των σχετικών μισθώσεων.
57. Η
ωφέλιμη ζωή ενός περιουσιακού στοιχείου ορίζεται με βάση την αναμενόμενη
χρησιμότητά του για την οντότητα. Η πολι τική διαχείρισης της περιουσίας της οντότητας μπορεί να
περιλαμβάνει τη διάθεση των περιουσιακών στοιχείων, ύστερα από ορισμένο χρόνο ή
μετά την ανάλωση ενός ορισμένου μέρους από τα οικονομικά οφέλη που είναι
ενσωματωμένα σε αυτά. Συν επώς, η ωφέλιμη ζωή ενός
περιουσιακού στοιχείου μπορεί να είναι βραχύτερη από ό,τι
η οικονομική ζωή του. Η εκτίμηση της ωφέλιμης ζωής ενός πάγιου περιουσιακού
στοιχείου είναι θέμα κρίσης, που βασίζεται στην εμπειρία της οντότητας από
όμοια
στοιχεία.
58. Τα
γήπεδα και τα κτίρια αποτελούν περιουσιακά στοιχεία που ξεχωρίζονται μεταξύ
τους και λογιστικοποιούνται χωριστά, έστω και αν
αποκτώνται μαζί. Με κάποιες εξαιρέσεις, όπως τα λατομεία και οι τοποθεσίες που
χρησιμοποιούνται ως χώροι ταφής,
η γη
έχει απεριόριστη ωφέλιμη ζωή και συνεπώς δεν αποσβένεται. Τα κτίρια έχουν
περιορισμένη ωφέλιμη ζωή και, συνεπώς, είναι αποσβέσιμα
περιουσιακά στοιχεία. Μια αύξηση στην αξία του εδάφους στο οποίο βρίσκεται ένα
κτίριο, δεν επηρεάζει τον προσδιορισμό του αποσβέσιμου
ποσού του κτιρίου.
59. Αν
το κόστος της γης περιλαμβάνει το κόστος αποσυναρμολόγησης, απομάκρυνσης και
αποκατάστασης, εκείνο το κόστος του οικοπέδου αποσβένεται κατά την περίοδο που
αντλούνται οφέλη μέσω της πραγματοποίησης του κόστους αυτού. Σε ορισμένες
περιπτώσεις, η ίδια η γη μπορεί να έχει περιορισμένη ωφέλιμη ζωή, οπότε
αποσβένεται κατά τρόπο που αντανακλά τα ωφέλη που
πρόκειται να αποκομιστούν από αυτή.
Μ έ θ ο
δ ο ς Α π ό σ β ε σ η ς
60. Η
χρησιμοποιούμενη μέθοδος απόσβεσης θα αντικατοπτρίζει το ρυθμό ανάλωσης των
μελλοντικών οικονομικών ωφελειών που αναμένεται να αναλωθούν από την οντότητα.
61. Η
μέθοδος απόσβεσης που εφαρμόζεται σε περιουσιακό στοιχείο πρέπει να
επανεξετάζεται τουλάχιστον στη λήξη κάθε οικονομικού έτους και, αν έχει υπάρξει
σημαντική μεταβολή στο ρυθμό της αναμενόμενης ανάλωσης των μελλοντικών
οικονομικών ωφελειών που ενσωματώνονται στο περιουσιακό στοιχείο, η μέθοδος
πρέπει να τροποποιείται ώστε να αντικατοπτρίζει το νέο ρυθμό. Τέτοια μεταβολή
θα αντιμετωπίζεται λογιστικά ως μετα βολή της
λογιστικής εκτίμησης σύμφωνα με το ΔΛΠ 8.
62. Μια
ποικιλία μεθόδων απόσβεσης μπορεί να χρησιμοποιείται για να κατανέμεται το αποσβέσιμο ποσό ενός περιουσιακού στοιχείου με τρόπο
συστηματικό κατά τη διάρκεια της ωφέλιμης ζωής του. Αυτές οι μέθοδοι
περιλαμβάνουν τη σταθερή μέθοδο, τη μέθοδο του φθίνοντος υπολοίπου και τη
μέθοδο της μονάδας παραγωγής. Κατά τη σταθερή μέθοδο, γίνεται επιβάρυνση των
αποτελεσμάτων με σταθερό ποσό καθ� όλη τη
διάρκεια της ωφέλιμης ζωής εάν η υπολειμματική αξία του περιουσιακού στοιχείου
δε μεταβάλεται. Κατά τη μέθοδο του φθίνοντος
υπολοίπου γίνεται μία φθίνουσα επιβάρυνση των αποτελεσμάτων κατά τη διάρκεια
της ωφέλιμης ζωής. Με τη μέθοδο των συνολικά παραγόμενων μονάδων γίνεται
επιβάρυνση των αποτελεσμάτων με βάση την αναμενόμενη χρήση ή παραγωγή. Η
οντότητα επιλέγει τη μέθοδο που αντανακλά καλύτερα τον αναμενόμενο ρυθμό
κατανάλωσης των μελλοντικών οικονομικών ωφελειών που ενσωματώνονται στο περιουσιακό
στοιχείο. Η μέθοδος εκείνη εφαρμόζεται σταθερά από περίοδο σε περίοδο, εκτός αν
υπάρχει μια μεταβολή στον αναμενόμενο ρυθμό των οικονομικών ωφελειών.
Απομείωση Αξίας
63. Η
οντότητα εφαρμόζει το ΔΛΠ 36 Απομείωση
Αξίας Περιουσιακών Στοιχείων για να προσδιορίσει αν η αξία ενός στοιχείου των
ενσώματων ακινητοποιήσεων έχει απομειωθεί Αυτό το
Πρότυπο εξηγεί πώς μία οντότητα αναθεωρεί τη λογιστική αξία των περιουσιακών
στοιχείων της, πώς προσδιορίζει το ανακτήσιμο ποσό ενός περιουσιακού στοιχείου
και πότε αναγνωρίζει ή αναστρέφει μια ζημία απομείωσης.
64. Το ΔΛΠ 22 Συνενώσεις Επιχειρήσεων, εξηγεί πώς λογιστικοποιείται μία ζημία απομείωσης
αναγνωρισμένη πριν από το τέλος της πρώτης ετήσιας περιόδου που αρχίζει μετά
από μία συνένωση επιχειρήσεων που είναι απόκτηση.
Αποζημίωση
για την απομείωση αξίας
65.
Αποζημίωση από τρίτα μέρη για στοιχεία ενσώματων ακινητοποιήσεων που απομειώθηκαν, χάθηκαν ή εγκαταλείφθηκαν πρέπει να
συμπεριλαμβάνεται στην κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων, όταν καθίσταται
απαιτητή η αποζημίωση.
66. Απομειώσεις ή ζημίες στοιχείων ενσώματων ακινητοποιήσεων,
σχετικές απαιτήσεις για ή πληρωμές αποζημίωσης από τρίτα μέρη και κάθε
μεταγενέστερη αγορά ή κατασκευή περιουσιακών στοιχείων αντικατάστασης είναι
ξεχωριστά οικονομικά γεγονότα και πρέπει να αντιμετωπίζονται λογιστικά ως
ακολούθως:
(α) τα
στοιχεία των ενσώματων ακινητοποιήσεων αναγνωρίζονται σύμφωνα με το ΔΛΠ 36,
(β) η
διαγραφή στοιχείων των ενσώματων ακινητοποιήσεων που αποσύρθηκαν ή διατέθηκαν
προσδιορίζεται σύμφωνα με το παρόν Πρότυπο,
(γ) η
αποζημίωση από τρίτα μέρη για στοιχεία ενσώματων ακινητοποιήσεων που απομειώθηκαν, χάθηκαν ή εγκαταλείφθηκαν συμπεριλαμβάνεται
στην κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων, όταν καθίσταται απαιτητή
και
(δ) το
κόστος στοιχείων των ενσώματων ακινητοποιήσεων που αποκαταστάθηκαν, αγοράσθηκαν
ή κατασκευάστηκαν ως αντικαταστάσεις προσδιορίζεται σύμφωνα με το παρόν
Πρότυπο.
ΔΙΑΓΡΑΦΗ
67. Η
λογιστική αξία ενός στοιχείου των ενσώματων ακινητοποιήσεων θα διαγράφεται:
(α) κατά
τη διάθεση
ή
(β) όταν
δεν αναμένονται μελλοντικά οικονομικά οφέλη από τη χρήση ή τη διάθεση του
στοιχείου.
68. Το
κέρδος ή η ζημία από τη διαγραφή στοιχείου των ενσώματων ακινητοποιήσεων θα
περιλαμβάνεται στην κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων όταν το στοιχείο
διαγράφεται (εκτός αν το ΔΛΠ 17 απαιτεί διαφο ρετικά σε συναλλαγή πώλησης
και επαναμίσθωσης). Τα κέρδη δε θα κατατάσσονται στα
έσοδα.
69. Η
διάθεση ενός στοιχείου των ενσώματων ακινητοποιήσεων μπορεί να γίνεται με
διάφορους τρόπους (π.χ. δια της πώλησης, σύναψης σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης
ή δωρεάς). Κατά τον προσδιορισμό της ημερομηνίας διάθεσης ενός στοιχείου, η
οντότητα εφαρμόζει τα κριτήρια του ΔΛΠ 18: Έσοδα για
την αναγνώριση εσόδων από την πώληση αγαθών. Το ΔΛΠ
17 εφαρμόζεται στη διάθεση μέσω πώλησης και επαναμίσθωσης.
70. Αν, σύμφωνα
με την αρχή της αναγνώρισης της παραγράφου 7, η οντότητα αναγνωρίζει στη
λογιστική αξία ενός στοιχείου των ενσώματων ακινητοποιήσεων το κόστος
αντικατάστασης τμήματος του στοιχείου, τότε διαγράφει τη λογιστική αξία του
τμήματος που αντικαταστάθηκε ασχέτως αν το αντικαθιστούμενο τμήμα είχε αποσβεστεί ξεχωριστά. Αν δεν
είναι πρακτικά δυνατό η οντότητα να προσδιορίσει τη λογιστική αξία του αντικαθιστούμενου τμήματος, μπορεί να χρησιμοποιήσει το
κόστος της αντικατάστασης ως ένδειξη του κόστους του αντικαθιστούμενου
τμήματος κατά την απόκτηση ή την κατασκευή του.
71. Το
κέρδος ή η ζημία που απορρέει από τη διαγραφή ενός στοιχείου των ενσώματων
ακινητοποιήσεων θα προσδιορίζεται ως η διαφορά μεταξύ του καθαρού προϊόντος της
διάθεσης, αν υπάρχει, και της λογιστικής αξίας του στοιχείου.
72. Το
αντάλλαγμα που πρέπει να ληφθεί κατά τη διάθεση ενός στοιχείου των ενσώματων
ακινητοποιήσεων αναγνωρίζεται αρχικώς στην εύλογη
αξία του. Ειδικότερα, αν η πληρωμή του στοιχείου αναβάλεται,
το αντάλλαγμα που λήφθηκε αναγνωρίζεται αρχικά στην ισοδύναμη τιμή μετρητοίς
του. Η διαφορά μεταξύ του ονομαστικού ποσού του ανταλλάγματος και της ταμιακής
τιμής μετρητοίς αναγνωρίζεται ως έσοδο τόκου σύμφωνα με το ΔΛΠ
18, αντανακλώντας την πραγματική απόδοση της απαίτησης.
ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ
73. Οι
οικονομικές καταστάσεις πρέπει να γνωστοποιούν για κάθε κατηγορία των ενσώματων
ακινητοποιήσεων:
(α) τις
βάσεις αποτίμησης που χρησιμοποιήθηκαν για τον προσδιορισμό της προ αποσβέσεων
λογιστικής αξίας,
(β) τις
μεθόδους απόσβεσης που χρησιμοποιήθηκαν,
(γ) τις
ωφέλιμες ζωές ή τους συντελεστές της απόσβεσης που χρησιμοποιήθηκαν,
(δ) την
προ αποσβέσεων λογιστική αξία και τη σωρευμένη απόσβεση (συναθροιζόμενων
των σωρευμένων
ζημιών απομείωσης) αρχής και τέλους περιόδου
και
(ε) μία
συμφωνία της λογιστικής αξίας κατά την αρχή και λήξη της περιόδου που δείχνει:
(i)
προσθήκες,
(ii) τα περιουσιακά στοιχεία που
κατατάσσονται ως κατεχόμενα προς πώληση ή που συμπεριλαμβάνονται σε
ομάδα διάθεσης που κατατάσσεται ως κατεχόμενη προς πώληση σύμφωνα
με το Δ.Π.Χ.Π. 5 και άλλες
διαθέσεις,(ΔΠΧΠ 5)
(iii) αποκτήσεις μέσω επιχειρηματικών συνενώσεων,
(iν) αυξήσεις ή μειώσεις που προκύπτουν από αναπροσαρμογές,
σύμφωνα με τις παραγράφους 31, 39 και 40 και από ζημίες απομείωσης
που αναγνωρίσθηκαν ή αναστράφηκαν απευθείας στην καθαρή θέση σύμφωνα με το ΔΛΠ 36,
(v)
ζημίες απομείωσης που αναγνωρίστηκαν στα αποτελέσματα
σύμφωνα με το ΔΛΠ 36,
(vi) ζημίες απομείωσης που
αναστράφηκαν στα αποτελέσματα σύμφωνα με το ΔΛΠ 36,
(νii) αποσβέσεις,
(viii) τις καθαρές συναλλαγματικές διαφορές που προκύπτουν
κατά τη μετατροπή των οικονομικών καταστάσεων από το λειτουργικό νόμισμα σε
διαφορετικό νόμισμα παρουσίασης, συμπεριλαμβανομένης της μετατροπής
συναλλάγματος της αλλοδαπής επιχείρησης στο νόμισμα παρουσίασης της αναφέρουσας
οντότητας και
(ix) άλλες μεταβολές.
74. Οι
οικονομικές καταστάσεις θα αποκαλύπτουν επίσης:
(α) την
ύπαρξη και τα ποσά περιορισμών στους τίτλους και στις ενσώματες ακινητοποιήσεις
που φέρουν βάρη για εξασφάλιση υποχρεώσεων,
(β) το
ποσό των δαπανών που αναγνωρίστηκαν στη λογιστική αξία του στοιχείου των
ενσώματων ακινητοποιήσεων κατά το στάδιο της κατασκευής του,
(γ) τα
ποσά των συμβατικών δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί για την απόκτηση ενσώματων
ακινητοποιήσεων
και
(δ) αν
δε γνωστοποιείται ξεχωριστά στην όψη της κατάστασης λογαριασμού αποτελεσμάτων,
το ποσό της αποζημίωσης από τρίτα μέρη για στοιχεία ενσώματων ακινητοποιήσεων
που απομειώθηκαν, χάθηκαν ή εγκαταλείφθηκαν που
συμπεριλαμβάνεται στα αποτελέσματα, όταν αναγνωρίζεται.
75. Η
επιλογή της μεθόδου απόσβεσης και η εκτίμηση της ωφέλιμης ζωής των περιουσιακών
στοιχείων είναι θέματα κρίσης. Συν επώς, η
γνωστοποίηση των υιοθετημένων μεθόδων και των εκτιμήσεων της ωφέλιμης ζωής ή
των συντελεστών αποσβέσεων, παρέχει στους χρήστες των οικονομικών καταστάσεων
πληροφορίες, που τους επιτρέπουν να εξετάζουν τις πολιτικές που έχει επιλέξει η
διοίκηση και να κάνουν συγκρίσεις με άλλες οντότητες. Για παρεμφερείς λόγους,
είναι απαραίτητο να γνωστοποιούνται:
(α) η
απόσβεση, είτε αναγνωρίζεται στα αποτελέσματα είτε ως μέρος του κόστους άλλων
περιουσιακών στοιχείων, κατά τη διάρκεια μιας περιόδου
και
(β) τη
σωρευμένη απόσβεση στο τέλος της περιόδου.
76.
Σύμφωνα με το ΔΛΠ 8, η οντότητα γνωστοποιεί το είδος
και την επίδραση μιας μεταβολής λογιστικής εκτίμησης που έχει επίδραση στην
τρέχουσα περίοδο ή που αναμένεται να έχει επίδραση σε μεταγενέστερες περιόδους.
Για τις ενσώματες ακινητοποιήσεις, τέτοια γνωστοποίηση μπορεί να προκύψει από
μεταβολές των εκτιμήσεων αναφορικά με:
(α) τις
υπολειμματικές αξίες,
(β) το
εκτιμώμενο κόστος αποσυναρμολόγησης, απομάκρυνσης και αποκατάστασης στοιχείων
των ενσώματων ακινητοποιήσεων,
(γ) τις
ωφέλιμες ζωές
και
(δ) τις
μεθόδους απόσβεσης.
77. Αν
στοιχεία των ενσώματων ακινητοποιήσεων εμφανίζονται με αναπροσαρμοσμένες αξίες,
θα γνωστοποιούνται τα εξής:
(α) η ημερομηνία
έναρξης ισχύος της αναπροσαρμογής,
(β) αν
χρησιμοποιήθηκε ανεξάρτητος εκτιμητής,
(γ) οι
μέθοδοι και οι σημαντικές παραδοχές που εφαρμόσθηκαν για τον προσδιορισμό των εύλογων αξιών,
(δ) η
έκταση κατά την οποία οι εύλογες αξίες των στοιχείων προσδιορίστηκαν δια
απευθείας παραπομπή σε τρέχουσες τιμές ενεργούς αγοράς ή πρόσφατες συναλλαγές
σε καθαρά εμπορική βάση ή εκτιμήθηκαν με τη χρήση άλλων τεχνικών αποτίμησης,
(ε) για
κάθε αναπροσαρμοσμένη κατηγορία των ενσώματων ακινητοποιήσεων, τη λογιστική αξία
που θα είχε αναγνωριστεί αν τα περιουσιακά στοιχεία τηρούνταν λογιστικά βάσει
της μεθόδου του κόστους
και
(στ) τα
πλεονάσματα αναπροσαρμογής, που να δείχνουν τη μεταβολή αυτών για την περίοδο
και κάθε περιο ρισμό στη
διανομή του υπολοίπου στους μετόχους.
78.
Σύμφωνα με το ΔΛΠ 36, επιπρόσθετα των πληροφοριών που
απαιτούνται από την παράγραφο 73 (ε) (iv) μέχρι (vi), η οντότητα
γνωστοποιεί
πληροφορίες σχετικά με απομειωμένες ενσώματες
ακινητοποιήσεις.
79. Οι
χρήστες των οικονομικών καταστάσεων μπορεί επίσης να θεωρήσουν χρήσιμες για τις
ανάγκες τους τις ακόλουθες πληροφορίες:
(α) τη
λογιστική αξία των ενσώματων ακινητοποιήσεων σε πρόσκαιρη αδράνεια,
(β) την
προ αποσβέσεων λογιστική αξία των ολοσχερώς αποσβεσμένων ενσώματων
ακινητοποιήσεων, που είναι ακόμη σε χρήση,
(γ) τη λογιστική αξία των ενσώματων ακινητοποιήσεων, που έχουν
αποσυρθεί από την ενεργό χρήση και κατέχονται προς πώληση σύμφωνα με το Δ.Π.Χ.Π. 5,(ΔΠΧΠ 5)
(δ) την
εύλογη αξία των ενσωμάτων ακινητοποιήσεων, όταν είναι σημαντικά διαφορετική από
τη λογιστική αξία, εφόσον χρησιμοποιείται η μέθοδος του κόστους.
Συνεπώς,
οι οντότητες ενθαρρύνονται να γνωστοποιούν τα ανωτέρω ποσά.
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
80. Οι
απαιτήσεις των παραγράφων 24-26 σχετικά με την αρχική επιμέτρηση στοιχείων των
ενσώματων ακινητοποιήσεων που αποκτήθηκαν σε συναλλαγή ανταλλαγής περιουσιακών
στοιχείων θα εφαρμόζονται μελ λοντικά
μόνο σε μελλοντικές συναλλαγές.
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
ΕΝΑΡΞΗΣ ΙΣΧΥΟΣ
81. Η
οντότητα θα εφαρμόσει το Πρότυπο αυτό για ετήσιες λογιστικές περιόδους που
ξεκινούν την ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2005. Η νωρίτερη
εφαρμογή ενθαρρύνεται. Αν η οντότητα εφαρμόσει αυτό το Πρότυπο για λογι στική περίοδο που αρχίζει
πριν την 1η Ιανουαρίου 2005, πρέπει να γνωστοποιεί το γεγονός αυτό.
ΑΝΑΚΛΗΣΗ
ΑΛΛΩΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΩΝ
82. Αυτό
το Πρότυπο αντικαθιστά το ΔΛΠ 16 Ενσώματες
Ακινητοποιήσεις (αναθεωρημένο το1998).
83. Το
παρόν Πρότυπο αντικαθιστά τις ακόλουθες Διερμηνείες:
(α) ΜΕΔ-6 Κόστη Τροποποίησης Yπάρχοντος
Λογισμικού
(β) ΜΕΔ-14 Ενσώματες Ακινητοποιήσεις �Αποζημίωση για την Απομείωση ή Ζημία Στοιχείων
και
(γ) ΜΕΔ-23 Ενσώματες Ακινητοποιήσεις�Έξοδα
Σημαντικής Επιθεώρησης ή Γενικών Επισκευών.
ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ
Τροποποιήσεις
σε άλλες Ανακοινώσεις
Οι
τροποποιήσεις αυτού του προσαρτήματος θα εφαρμόζονται σε ετήσιες λογιστικές
περιόδους που αρχίζουν την ή μετά από την 1η Ιανουαρίου 2005. Αν η οντότητα
εφαρμόσει το Πρότυπο αυτό για προγενέστερη λογιστική περίοδο, οι τροποποιήσεις
αυτές θα εφαρμόζονται για εκείνη την προγενέστερη λογιστική περίοδο.
A1. Το Δ.Π.Χ.Α. 1 Πρώτη Υιοθέτηση των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής
Αναφοράς και τα συνοδευτικά του έγγραφα τροποποιούνται όπως περιγράφεται
κατωτέρω:
Στο Δ.Π.Χ.Α., η παράγραφος 24 τροποποιείται ως εξής:
24
Εφόσον μία θυγατρική καταστεί υιοθετούσα για πρώτη φορά μετά τη μητρική
εταιρία, η θυγατρική θα αποτιμά τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις της
στις ιδιαίτερες οικονομικές καταστάσεις της, είτε σύμφωνα με:
�
(β) τις
λογιστικές αξίες που απαιτούνται από το υπόλοιπο Δ.Π.Χ.Α.
αυτό, βάσει της ημερομηνίας μετάβασης της θυγα τρικής εταιρίας στα Δ.Π.Χ.Α. Οι
λογιστικές αξίες αυτές μπορεί να διαφέρουν από εκείνες που περιγράφονται στο
(α):
�
(ii) όταν οι λογιστικές πολιτικές που χρησιμοποιήθηκαν στις
οικονομικές καταστάσεις της θυγατρικής διαφέρουν από εκείνες των ενοποιημένων
οικονομικών καταστάσεων. Για παράδειγμα, η θυγατρική μπορεί να χρησιμο ποιεί ως λογιστική πολιτική της τη μέθοδο του
κόστους του ΔΛΠ 16: Ενσώματες Ακινητοποιήσεις, ενώ ο
όμιλος
μπορεί να χρησιμοποιεί τη μέθοδο αναπροσαρμογής.
A2. Στο ΔΛΠ 14: Οικονομικές Πληροφορίες κατά Τομέα, η παράγραφος 21
τροποποιείται ως εξής:
21. Οι
αποτιμήσεις των περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων του τομέα περιλαμβάνουν
προσαρμογές των προηγούμενων λογιστικών αξιών των αναγνωρίσιμων περιουσιακών
στοιχείων και υποχρεώσεων του τομέα μιας οντότητας που αποκτήθηκε σε συνένωση
επιχειρήσεων, η οποία λογιστικοποιήθηκε ως αγορά,
ακόμη και αν αυτές οι προσαρμογές γίνονται μόνο για το σκοπό κατάρτισης
ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων και δεν απεικονίζονται είτε στις
ξεχωριστές οικονομικές καταστάσεις της μητρικής εταιρίας είτε της θυγατρικής.
Ομοίως, αν ενσώματες ακινητοποιήσεις έχουν αναπροσαρμοσθεί ύστερα από την
απόκτηση, σύμφωνα με τη μέθοδο της αναπροσαρμογής που προβλέπεται από το ΔΛΠ 16, τότε οι αποτιμήσεις των περιουσιακών στοιχείων του
τομέα αντανακλούν αυτές τις αναπροσαρμογές.
A3. [Η
τροποποίηση δεν εφαρμόζεται σε Πρότυπα που παρουσιάζονται με στοιχειώδη μορφή].
A4. Το ΔΛΠ 36 Απομείωση Αξίας
Περιουσιακών Στοιχείων τροποποιείται ως ακολούθως:
Στο
Πρότυπο, οι παράγραφοι 4, 9, 37, 38, 41, 42, 59, 96 και 104 τροποποιούνται ως
εξής:
4. Το
παρόν Πρότυπο εφαρμόζεται σε περιουσιακά στοιχεία που απεικονίζονται στο
αναπροσαρμοσμένο ποσό (εύλογη αξία) σύμφωνα με άλλα Πρότυπα, όπως τη μέθοδο της
αναπροσαρμογής του ΔΛΠ 16 Ενσώματες Ακινητοποιήσεις.
Όμως, η διαπίστωση αν και κατά πόσο ένα αναπροσαρμοσμένο περιουσιακό στοιχείο
μπορεί να είναι απομειωμένο, εξαρτάται από τη βάση
που χρησιμοποιείται για να προσδιορισθεί η εύλογη αξία:
�
9. Κατά
την εκτίμηση, αν και κατά πόσο υπάρχει οποιαδήποτε ένδειξη ότι ένα περιουσιακό
στοιχείο μπο ρεί να είναι απομειωμένο, η οντότητα πρέπει να λαμβάνει υπόψη, κατ� ελάχιστο, τις ακόλουθες ενδείξεις:
�
Εσωτερικές
πηγές πληροφόρησης
�
(στ)
σημαντικές μεταβολές, με δυσμενές αποτέλεσμα για την οντότητα, έχουν λάβει χώρα
κατά τη διάρκεια της περιόδου ή αναμένονται να συμβούν στο εγγύς μέλλον, κατά
την έκταση ή κατά τον τρόπο που ένα περιουσιακό στοιχείο χρησιμοποιείται ή
αναμένεται να χρησιμοποιηθεί. Αυτές οι μεταβολές περιλαμβάνουν την αδρανοποίηση
του στοιχείου, προγράμματα για διακοπή ή αναδιάρθρωση της εκμετάλλευσης στην
οποία το περιουσιακό στοιχείο ανήκει ή προγράμματα για διάθεση ενός
περιουσιακού στοιχείου πριν από την προηγουμένως αναμενόμενη ημερομηνία
και
�
37. Οι
μελλοντικές ταμιακές ροές θα εκτιμώνται για το περιουσιακό στοιχείο στην τρέχουσα
κατάσταση του.
Οι
εκτιμήσεις μελλοντικών ταμιακών ροών δε θα περιλαμβάνουν εκτιμώμενες
μελλοντικές ταμιακές εισ ροές ή εκροές που
αναμένονται να προκύψουν από:
�
(β)
μελλοντικά κόστη για τη συμπλήρωση, την αντικατάσταση τμήματος ή τη συντήρηση
του περιου σιακού
στοιχείου.
38.
Επειδή οι μελλοντικές ταμιακές ροές εκτιμώνται για το περιουσιακό στοιχείο στην
τρέχουσα κατάστασή του, η αξία λόγω χρήσης δεν αντανακλά:
�
(β)
μελλοντικά κόστη για τη συμπλήρωση, την αντικατάσταση τμήματος ή τη συντήρηση
του περιουσιακού στοιχείου ή τα σχετικά μελλοντικά οφέλη που θα απορρεύσουν από
το μελλοντικό κόστος αυτό.
41. Έως ότου η οντότητα πραγματοποιήσει κόστη για τη συμπλήρωση,
αντικατάσταση τμήματος ή συντήρηση του περιου σιακού στοιχείου, οι εκτιμήσεις των μελλοντικών ταμιακών
ροών δεν περιλαμβάνουν τις εκτιμώμενες μελλοντικές ταμιακές εισροές που
αναμένονται να προκύψουν από αυτά τα κόστη (βλ. Προσάρτημα Α, Παράδειγμα 6).
42. Οι
εκτιμήσεις των μελλοντικών ταμιακών ροών περιλαμβάνουν τα αναγκαία κόστη της
καθημερινής συντήρησης του περιουσιακού στοιχείου.
59. Μία
ζημία απομείωσης θα αναγνωρίζεται ως έξοδο στην
κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων αμέσως, εκτός αν το περιουσιακό στοιχείο
απεικονίζεται σε αναπροσαρμοσμένη αξία σύμφωνα με άλλο Πρότυπο (για παράδειγμα,
σύμφωνα με τη μέθοδο της αναπροσαρμογής του ΔΛΠ 16
Ενσώματες Ακινητοποιήσεις). Κάθε ζημία απομείωσης
ενός αναπροσαρμοσμένου περιουσιακού στοιχείου πρέπει να
αντιμετωπίζεται
ως μία μείωση αναπροσαρμογής, σύμφωνα με εκείνο το Πρότυπο.
96. Κατά
την εκτίμηση, αν υπάρχει κάποια ένδειξη ότι μία ζημία απομείωσης
που αναγνωρίστηκε για ένα περιουσιακό στοιχείο σε προηγούμενα έτη, μπορεί να
μην υπάρχει πλέον ή μπορεί να έχει μειωθεί, η οντότητα θα εξετάζει, κατ� ελάχιστον, τις
ακόλουθες ενδείξεις:
�
Εσωτερικές
πηγές πληροφόρησης
(δ)
σημαντικές μεταβολές, με ευνοϊκό αποτέλεσμα για την οντότητα έχουν λάβει χώρα
κατά τη διάρκεια της περιόδου ή αναμένεται να λάβουν χώρα στο εγγύς μέλλον,
κατά την έκταση στην οποία ή κατά τρόπο με τον οποίο, το περιουσιακό στοιχείο
χρησιμοποιείται ή αναμένεται να χρησι μοποιηθεί. Στις μεταβολές αυτές περιλαμβάνονται τα κόστη
που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου προκειμένου να συμπληρωθεί,
να αντικατασταθεί τμήμα ή να συντηρηθεί περιουσιακό
στοιχείο ή μία δέσμευση να διακοπεί ή να αναδιαρθρωθεί η λειτουργία στην οποία
ανήκει στο περιουσιακό στοιχείο
και
�
104. Μία
αναστροφή ζημίας απομείωσης περιουσιακού στοιχείου,
θα αναγνωρίζεται ως έσοδο άμεσα στην κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων, εκτός
αν το περιουσιακό στοιχείο απεικονίζεται σε αναπροσαρμοσμένη αξία, σύμφωνα με
ένα άλλο Πρότυπο (για παράδειγμα, σύμφωνα με τη μέθοδο ανα
προσαρμογής του ΔΛΠ 16: Ενσώματες Ακινητοποιήσεις).
Κάθε αναστροφή ζημίας απομείωσης αναπροσαρμοσμένου
περιουσιακού στοιχείου πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μία αύξηση αναπροσαρ μογής, σύμφωνα με
εκείνο το Πρότυπο.
A5. Στο ΔΛΠ 37: Προβλέψεις, Ενδεχόμενες Υποχρεώσεις και Ενδεχόμενες
Απαιτήσεις, η υποσημείωση της παραγράφου 14(α) απαλείφεται.
A6. Το ΔΛΠ 38: ’ϋλα
Περιουσιακά Στοιχεία τροποποιείται ως ακολούθως:
Eισαγωγή
Η
παράγραφος 7 απαλείφεται.
Πρότυπο
Στην
παράγραφο 7 προστίθεται ο ακόλουθος ορισμός:
Ειδική
αξία είναι η παρούσα αξία των ταμιακών ροών, που η οντότητα αναμένει να
προκύψουν από τη συνεχιζόμενη χρήση ενός περιουσιακού στοιχείου και από τη
διάθεσή του στο τέλος της ωφέλιμης ζωής του ή του ποσού με το οποίο αναμένει να
επιβαρυνθεί κατά το διακανονισμό μιας υποχρέωσης. Στην παράγραφο 7
τροποποιούνται οι ακόλουθοι ορισμοί:
Αποσβέσιμο ποσό είναι το κόστος ενός περιουσιακού στοιχείου ή
άλλο ποσό που υποκαθιστά το κόστος μειωμένο κατά την υπολειμματική αξία του.
Κόστος
είναι το ποσό που καταβλήθηκε σε μετρητά ή ταμιακά ισοδύναμα ή η εύλογη αξία
άλλου ανταλλάγματος που δόθηκε για να αποκτηθεί ένα περιουσιακό στοιχείο,
προσδιοριζόμενη κατά το χρόνο της απόκτησης ή της κατασκευής του στοιχείου.
Η
υπολειμματική αξία ενός άϋλου περιουσιακού στοιχείου
είναι η εκτιμώμενη αξία που η οντότητα εκτιμά ότι θα λάμβανε από την εκποίηση
του περιουσιακού στοιχείου, μετά την αφαίρεση του κόστους εκποίησης, αν το
περιουσιακό στοιχείο ήταν ήδη στην ηλικία και την κατάσταση που θα αναμενόταν
κατά το τέλος της ωφέλιμης ζωής του.
Ωφέλιμη
ζωή είναι:
(α) η
περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας ένα περιουσιακό στοιχείο αναμένεται να
είναι διαθέσιμο για χρήση από την οντότητα
ή
(β) το πλήθος
των παραγωγικών ή όμοιων μονάδων που η οντότητα ανέμενε να αποκτήσει από το
περιουσιακό στοιχείο.
Η
παράγραφος 18 και ο τίτλος που προηγείται τροποποιούνται ως εξής:
Αναγνώριση
και Επιμέτρηση
18. Η
αναγνώριση ενός στοιχείου ως άϋλο περιουσιακό στοιχείο
απαιτεί όπως μία οντότητα αποδεικνύει ότι το στοιχείο πληροί:
(α) τον
ορισμό του άϋλου περιουσιακού στοιχείου (βλέπε
παραγράφους 7 - 17)
και
(β) τα
κριτήρια αναγνώρισης που τίθενται στο παρόν Πρότυπο (βλέπε παραγράφους 19 � 55).
Αυτή
ισχύει για τα κόστη που πραγματοποιήθηκαν αρχικά για την απόκτηση ή την
εσωτερική δημιουργία άϋλου περιου
σιακού στοιχείου και τα κόστη που πραγματοποιήθηκαν
μεταγενέστερα για τη συμπλήρωση, την αντικατάσταση μέρους ή τη συντήρηση του.
Προστίθεται
η παράγραφος 18:
18A. Η φύση
των άϋλων περιουσιακών στοιχείων είναι τέτοια που, σε
πολλές περιπτώσεις, δεν υπάρχουν συμπληρώσεις του στοιχείου ή αντικαταστάσεις
τμημάτων του. Συνεπώς, οι περισσότερες μεταγενέστερες δαπάνες είναι πιθανό να
διατηρήσουν τα μελλοντικά οικονομικά οφέλη που ενσωματώνονται σε υπάρχον άϋλο περιουσιακό στοιχείο αντί να
πληρούν τον ορισμό του άϋλου
περιουσιακού στοιχείου και τα κριτήρια αναγνώρισης που τίθενται στο παρόν
Πρότυπο. Επιπρόσθετα, είναι συχνά δύσκολο να αποδίδονται τέτοιες μεταγενέστερες
δαπάνες απευθείας σε ένα ορισμένο άϋλο περιουσιακό
στοιχείο, παρά στην επιχείρηση ως ένα σύνολο. Συνεπώς, μόνο σπανίως
οι μεταγενέστερες δαπάνες που πραγματοποιούνται μετά την αρχική αναγνώριση ενός
αγορασμένου άϋλου περιουσιακού στοιχείου ή μετά την
ολοκλήρωση ενός εσωτερικώς δημιουργούμενου άϋλου περιουσιακού στοιχείου � θα
αναγνωρίζονται στη λογι στική
αξία του περιουσιακού στοιχείου. Με συνέπεια προς την παράγραφο 51,
μεταγενέστερες δαπάνες σε σήματα, τίτλους εφημερίδων και περιοδικών, τίτλους
εκδόσεων, πελατολόγια και στοιχεία όμοια σε ουσία (είτε εξωτερικώς αγορασμένα
είτε εσωτερικώς δημιουργούμενα) αναγνωρίζονται
πάντοτε στα αποτελέσματα όταν πραγματοποιούνται για να αποφεύγεται η αναγνώριση
της εσωτερικώς δημιουργούμενης υπεραξίας.
Η
παράγραφος 24 τροποποιείται ως εξής:
24. Το
κόστος ενός άϋλου περιουσιακού στοιχείο εμπεριέχει:
(α) την
τιμή αγοράς του, συμπεριλαμβανομένων των εισαγωγικών δασμών και των μη
επιστρεπτέων φόρων αγοράς μετά την αφαίρεση εμπορικών εκπτώσεων και μειώσεων
τιμών
και
(β) κάθε
άμεσα επιρριπτέο κόστος προετοιμασίας του
περιουσιακού στοιχείου για την προοριζόμενη χρήση
του.
Οι
παράγραφοι 24Α-24Δ προστίθενται:
24A.
Παραδείγματα άμεσα επιρριπτέου κόστους είναι:
(α) το
κόστος των παροχών προς εργαζομένους (καθώς ορίζεται στο ΔΛΠ
19 Παροχές σε Εργαζόμενους) που προκύπτουν άμεσα από την αποκατάσταση της
λειτουργίας του περιουσιακού στοιχείου
και
(β) οι
επαγγελματικές αμοιβές.
24B.
Παραδείγματα κοστών που δεν αποτελούν κόστος ενός άϋλου
περιουσιακού στοιχείου είναι:
(α) το
κόστος παρουσίασης νέου προϊόντος ή υπηρεσίας (συμπεριλαμβανομένου του κόστους
διαφήμισης και δραστηριοτήτων προώθησης),
(β) το
κόστος διεξαγωγής εργασιών σε νέα τοποθεσία ή με νέα κατηγορία πελατών
(συμπεριλαμβανομένου του κόστους της εκπαίδευσης του προσωπικού)
και
(γ) τα
διοικητικά και τα άλλα γενικά κόστη.
24Γ. Η
αναγνώριση του κόστους στη λογιστική αξία ενός άϋλου
περιουσιακού στοιχείου παύει όταν το στοιχείο βρίσκεται στην κατάσταση που
απαιτείται για τη λειτουργία που η διοίκηση έχει προσδιορίσει. Κατά συνέπεια,
το κόστος της χρήσης ή της επανατοποθέτησης ενός άϋλου
περιουσιακού στοιχείου δε συμπεριλαμβάνεται στη λογιστική αξία εκείνου του
στοιχείου. Για παράδειγμα, τα ακόλουθα κόστη δε συμπεριλαμβάνονται στη
λογιστική αξία ενός άϋλου περιου
σιακού στοιχείου.:
(α) τα
κόστη που πραγματοποιούνται όταν ένα στοιχείο που είναι σε θέση να λειτουργήσει
με τον τρόπο που έχει
προσδιορίσει
η διοίκηση δεν χρησιμοποιείται ακόμα
και
(β) οι
αρχικές λειτουργικές ζημίες, όπως εκείνες που πραγματοποιούνται καθώς
αναπτύσσεται η ζήτηση για την παρα γωγή του περιουσιακού στοιχείου.
24Δ.
Κάποιες δραστηριότητες δημιουργούνται σε σχέση με την ανάπτυξη ενός άϋλου περιουσιακού στοιχείου, αλλά δεν απαιτούνται για τη
θέση του στην κατάσταση που απαιτείται για τη λειτουργία που η διοίκηση έχει
προσδιορίσει. Οι δευτερεύουσες αυτές λειτουργίες μπορεί να συμβούν πριν ή κατά
τις δραστηριότητες για την ανάπτυξη. Επειδή οι δευτερεύουσες λειτουργίες δεν
είναι απαραίτητες προκειμένου να τεθεί το στοιχείο στην κατάσταση που
απαιτείται για τη λειτουργία που η διοίκηση έχει προσδιορίσει, τα έσοδα και οι
σχετικές δαπάνες των δευτερευουσών λειτουργιών αναγνωρίζονται στα αποτελέσματα
και συμπεριλαμβάνονται στις αντίστοιχες κατατάξεις των εσόδων και των δαπανών.
Η
παράγραφος 34 τροποποιείται ως εξής:
34.
Μπορεί να γίνει ανταλλαγή ενός ή περισσότερων άϋλων
περιουσιακών στοιχείων με μη χρηματικό περιουσιακό στοιχείο ή στοιχεία ή
συνδυασμό χρηματικών και μη χρηματικών περιουσιακών στοιχείων. Το παράδειγμα
που ακολουθεί αναφέρεται απλά σε ανταλλαγή ενός μη χρηματικού στοιχείου με άλλο
μη χρηματοοικονομικό στοιχείο, αλλά εφαρμόζεται επίσης σε όλες τις ανταλλαγές
που περιγράφηκαν στην προηγούμενη πρόταση. Το κόστος
τέτοιου άϋλου περιουσιακού στοιχείου αποτιμάται στην
εύλογη αξία εκτός αν (α) η συναλλαγή ανταλλαγής στερείται εμπορικής ουσίας ή
(β) δεν μπορεί να αποτιμηθεί αξιόπιστα η εύλογη αξία ούτε του περιουσιακού
στοιχείου που παραλήφθηκε ούτε του περιουσιακού στοιχείου που παραχωρήθηκε. Το παραληφθέν περιουσιακό στοιχείο αποτιμάται με αυτόν τον
τρόπο έστω και αν η οντότητα δεν μπορεί να διαγράψει άμεσα το περιουσιακό
στοιχείο που παραχωρήθηκε. Αν το παραληφθέν
περιουσιακό στοιχείο δεν αποτιμάται στην εύλογη αξία, το κόστος του αποτιμάται
στη λογιστική αξία του παραχωρηθέντος περιουσιακού
στοιχείου.
Οι
παράγραφοι 34Α-34Δ προστίθενται:
34A. Η
οντότητα προσδιορίζει αν η συναλλαγή ανταλλαγής έχει εμπορική ουσία εξετάζοντας
την έκταση στην οποία αναμένεται να μεταβληθούν οι ταμιακές ροές της ως
αποτέλεσμα της συναλλαγής. Μία συναλλαγή ανταλλαγής έχει εμπορική ουσία αν:
(α) η
σύνθεση (κίνδυνος, χρόνος και ποσό) των ταμιακών ροών του παραληφθέντος
περιουσιακού στοιχείου διαφέρει από τη σύνθεση των ταμιακών ροών του παραχωρηθέντος περιουσιακού στοιχείου
ή
(β) η
ειδική αξία του τμήματος των επηρεαζόμενων από τη συναλλαγή λειτουργιών της
οντότητας μεταβάλλεται ως
αποτέλεσμα
της ανταλλαγής
και
(γ) η
διαφορά του (α) ή του (β) είναι σημαντική σε σχέση με την εύλογη αξία των
ανταλλασσόμενων περιουσιακών στοιχείων. Προκειμένου να προσδιοριστεί αν μία
συναλλαγή ανταλλαγής έχει εμπορική ουσία, η ειδική αξία του τμήματος των
επηρεαζόμενων από τη συναλλαγή λειτουργιών της οντότητας θα αντανακλά τις μετά
φόρων ταμιακές ροές. Το αποτέλεσμα των προαναφερόμενων αναλύσεων μπορεί να
είναι ξεκάθαρο χωρίς να χρειάζεται η οντότητα να προβεί σε λεπτομερείς υπολογισμούς.
34B. Η
παράγραφος 19(β) ορίζει ειδικώς ότι προϋπόθεση της αναγνώρισης άϋλου περιουσιακού στοιχείου είναι το κόστος του
περιουσιακού στοιχείου να αποτιμάται αξιόπιστα. Η εύλογη αξία ενός άϋλου περιουσιακού στοιχείου για το οποίο δεν υπάρχουν συγκρίσιμες
αγοραίες συναλλαγές είναι δυνατό να αποτιμηθεί με αξιοπιστία εάν (α) δεν
υφίσταται για το περιουσιακό στοιχείο σημαντική διακύμανση του εύρους των
ορθολογικών εκτιμήσεων της εύλογης αξίας, ή (β) είναι δυνατός ο ορθολογικός
προσδιορισμός των πιθανοτήτων των διαφόρων εκτιμήσεων εντός του εύρους τιμών
και η εφαρ μογή τους στην
εκτίμηση της εύλογης αξίας. Αν η οντότητα μπορεί να αποτιμήσει αξιόπιστα την
εύλογη αξία είτε του παραληφθέντος περιουσιακού
στοιχείου είτε του παραχωρηθέντος περιουσιακού στοιχείου,
τότε η εύλογη αξία του τελευταίου χρησιμοποιείται για την αποτίμηση του κόστους
εκτός αν η εύλογη αξία του παραληφθέντος περιουσιακού
στοιχείου είναι πιο έκδηλη.
Η
παράγραφος 35 απαλείφεται.
Η
παράγραφος 54 τροποποιείται ως εξής:
54. Το
κόστος ενός εσωτερικώς δημιουργούμενου άϋλου περιουσιακού στοιχείου εμπεριέχει κάθε άμεσα επιρριπτέο κόστος που απαιτείται για τη δημιουργία, την
παραγωγή και την προετοιμασίά του περιουσιακού
στοιχείου για τη λειτουργία που έχει προσδιορίσει η διοίκηση. Παραδείγματα
άμεσα επιρριπτέου κόστους είναι:
(α) Το
κόστος υλικών και υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται ή αναλίσκονται για τη
δημιουργία του άϋλου περιουσια
κού στοιχείου,
(β) το
κόστος των παροχών προς εργαζομένους (καθώς ορίζεται στο ΔΛΠ
19 Παροχές σε Εργαζόμενους) που προκύπτουν άμεσα από την δημιουργία του
περιουσιακού στοιχείου,
και
(γ) οι
εισφορές για την αναγνώριση νομικών δικαιωμάτων
και
(δ) η
απόσβεση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και αδειών που χρησιμοποιούνται για τη
δημιουργία του άϋλου περιου
σιακού στοιχείου.
Το ΔΛΠ 23 Κόστος Δανεισμού, καθορίζει κριτήρια για την
αναγνώριση του τόκου ως στοιχείο του κόστους ενός εσω
τερικώς δημιουργούμενου άϋλου περιουσιακού στοιχείου.
Ο τίτλος
που προηγείται των παραγράφων 60-62 απαλείφεται.
Οι
παράγραφοι 60 και 61 απαλείφονται.
Η
παράγραφος 62 απαλείφεται και τα περιεχόμενα της έχουν μεταφερθεί στην
παράγραφο 18Α.
Ο τίτλος
που προηγείται της παραγράφου 63 τροποποιείται ως εξής:
Επιμέτρηση
Μετά Την Επιμέτρηση
Οι
παράγραφοι 76 και 77 τροποποιούνται ως εξής:
76. Αν η
λογιστική αξία ενός άϋλου περιουσιακού στοιχείου
αυξάνεται ως αποτέλεσμα μιας αναπροσαρ μογής, η αύξηση θα πιστώνεται κατευθείαν στην καθαρή θέση
στο πλεόνασμα αναπροσαρμογής. Όμως, μια αύξηση λόγω αναπροσαρμογής θα
αναγνωρίζεται στα αποτελέσματα, κατά την έκταση που αναστρέφει μία προηγούμενη
υποτίμηση του ιδίου περιουσιακού στοιχείου, η οποία είχε προηγουμένως
αναγνωριστεί στα αποτελέσματα.
77. Αν η
λογιστική αξία ενός άϋλου περιουσιακού στοιχείου
μειώνεται ως αποτέλεσμα μιας αναπροσαρμογής, η μείωση πρέπει να αναγνωρίζεται
στα αποτελέσματα. Όμως, η μείωση θα χρεώνεται απευθείας στην καθαρή θέση στο
πλεόνασμα αναπροσαρμογής κατά την έκταση που υπάρχει πιστωτικό υπόλοιπο στο
πλεόνασμα αναπροσαρμογής αναφορικά με το περιουσιακό στοιχείο αυτό.
Οι
παράγραφοι 79 και 80 τροποποιούνται ως εξής:
79. Το αποσβέσιμο ποσό ενός άϋλου
περιουσιακού στοιχείου θα κατανέμεται συστηματικά κατά τη διάρκεια της ωφέλιμης
ζωής του. Υπάρχει ένα μαχητό τεκμήριο ότι η ωφέλιμη
ζωή ενός άϋλου περιουσιακού στοιχείου δε θα υπερβεί
τα είκοσι χρόνια από την ημερομηνία που το περιουσιακό στοιχείο είναι διαθέσιμο
για χρήση. Η απόσβεση θα αρχίζει, όταν το περιουσιακό στοιχείο είναι διαθέσιμο
για χρήση.
Η
απόσβεση θα παύει, όταν το περιουσιακό διαγραφεί.
80. Η
απόσβεση αναγνωρίζεται έστω και αν έχει υπάρξει μία αύξηση στην, για
παράδειγμα, εύλογη αξία του περιουσιακού στοιχείου ή στο ανακτήσιμο ποσό του.
Πολλοί παράγοντες λαμβάνονται υπόψη κατά τον προσδιορισμό της ωφέλιμης ζωής
ενός άϋλου περιουσιακού στοιχείου
συμπεριλαμβανομένων:
(α) της προσδοκώμενης χρήσης του περιουσιακού στοιχείου από την
οντότητα και αν το περιουσιακό στοιχείο θα μπορούσε να διαχειρίζεται
αποτελεσματικά από μία άλλη διευθυντική ομάδα,
(β) των
συνηθισμένων κύκλων παραγωγικής ζωής για το περιουσιακό στοιχείο βασιζόμενων σε
πληροφορίες ευρέως διαθέσιμες που αφορούν σε εκτιμήσεις ωφέλιμης ζωής παρόμοιων
περιουσιακών στοιχείων, που χρησιμοποιούνται με παρόμοιο τρόπο,
(γ) της
τεχνικής, τεχνολογικής ή άλλων τύπων απαξίωσης,
(δ) της
σταθερότητας του κλάδου στον οποίο το περιουσιακό στοιχείο λειτουργεί και των
μεταβολών στη ζήτηση της αγοράς για προϊόντα ή υπηρεσίες προερχόμενες από το
περιουσιακό στοιχείο,
(ε) τις
αναμενόμενες ενέργειες των ανταγωνιστών ή δυνητικών ανταγωνιστών,
(στ) του
επιπέδου των δαπανών συντήρησης που απαιτείται για να λαμβάνονται τα
αναμενόμενα μελλοντικά οικονο μικά
οφέλη από το περιουσιακό στοιχείο και την ικανότητα και πρόθεση της οντότητας
να φθάσει σε τέτοιο
επίπεδο,
(ζ) της
περιόδου ελέγχου του περιουσιακού στοιχείου και τα νομικά ή όμοια όρια που
τίθενται στη χρήση του περιου σιακού
στοιχείου, όπως οι ημερομηνίες λήξης σχετικών μισθώσεων
και
(η) αν η
ωφέλιμη ζωή του περιουσιακού στοιχείου εξαρτάται από την ωφέλιμη ζωή άλλων
περιουσιακών στοιχείων της
οντότητας.
Οι
παράγραφοι 88-90 τροποποιούνται ως εξής:
88. Η
χρησιμοποιούμενη μέθοδος απόσβεσης θα αντικατοπτρίζει το ρυθμό ανάλωσης των
μελλοντικών οικονομικών ωφελειών που αναμένεται να αναλωθούν από την οντότητα.
Αν αυτός ο ρυθμός δεν μπορεί να καθοριστεί αξιόπιστα, η σταθερή μέθοδος θα
χρησιμοποιείται. Η δαπάνη της απόσβεσης για κάθε περίοδο θα αναγνωρίζεται στα
αποτελέσματα, εκτός αν άλλο Πρότυπο επιτρέπει ή απαιτεί αυτή να
συμπεριλαμβάνεται στη λογιστική αξία ενός άλλου περιουσιακού στοιχείου.
89. Μία
ποικιλία μεθόδων απόσβεσης μπορεί να χρησιμοποιείται για να κατανέμεται το αποσβέσιμο ποσό ενός περιουσια κού στοιχείου σε συστηματική βάση κατά τη διάρκεια της
ωφέλιμης ζωής του. Αυτές οι μέθοδοι περιλαμβάνουν τη στα θερή
μέθοδο, τη μέθοδο του φθίνοντος υπολοίπου και τη μέθοδο της μονάδας παραγωγής.
Η μέθοδος που
χρησιμοποιείται
για ένα περιουσιακό στοιχείο επιλέγεται βασιζόμενη στο προσδοκώμενο
ρυθμό ανάλωσης των μελλοντικών οικονομικών ωφελειών που ενσωματώνονται στο
περιουσιακό στοιχείο και εφαρμόζεται σταθερά από περίοδο σε περίοδο, εκτός αν
υπάρχει μία μεταβολή στον προσδοκώμενο ρυθμό ανάλωσης
αυτών των μελλοντικών οικονομικών ωφελειών. Θα υπάρξουν σπάνια, αν υπάρξουν
ποτέ, πειστικές ενδείξεις που να στηρίζουν μία μέθοδο απόσβεσης για άϋλα περιουσιακά στοιχεία η οποία να καταλήγει σε ένα
χαμηλότερο ποσό σωρευμένης απόσβεσης σε σχέση με τη σταθερή μέθοδο.
90. Η
απόσβεση συνήθως αναγνωρίζεται στα αποτελέσματα. Ωστόσο, κάποιες φορές τα
μελλοντικά οικονομικά οφέλη που ενσωματώνονται σε ένα περιουσιακό στοιχείο απορροφώνται στην παραγωγή άλλων περιουσιακών στοιχείων.
Στην
περίπτωση
αυτή, η δαπάνη απόσβεσης αποτελεί τμήμα του κόστους του άλλου περιουσιακού
στοιχείου και περιλαμβάνεται στη λογιστική αξία του. Για παράδειγμα, η απόσβεση
των άϋλων περιουσιακών στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν
σε μία παραγωγική διαδικασία περιλαμβάνεται στη λογιστική αξία των αποθεμάτων
(βλ. ΔΛΠ 2 Αποθέματα).
Η
παράγραφος 93 τροποποιείται ως εξής:
93. Μία
εκτίμηση της υπολειμματικής αξίας ενός περιουσιακού στοιχείου βασίζεται στο
ποσό που είναι ανακτήσιμο από την εκποίηση με τη χρήση τιμών που επικρατούν
κατά την ημερομηνία της εκτίμησης για την πώληση ενός παρόμοιου περιουσιακού
στοιχείου που έχει φθάσει στο τέλος της ωφέλιμης ζωής του και που έχει
χρησιμοποιηθεί υπό συνθήκες παρόμοιες με αυτές, που θα χρησιμοποιηθεί το
περιουσιακό στοιχείο. Η υπολειμματική αξία αναθεωρείται τουλάχιστον στη λήξη
κάθε οικονομικού έτους. Μία μεταβολή της υπολειμματικής αξίας του περιουσιακού
στοιχείου αντιμετωπίζεται ως μεταβολή λογιστικής εκτίμησης σύμφωνα με το ΔΛΠ 8 Λογιστικές Πολιτικές, Μεταβολές των Λογιστικών
Εκτιμήσεων
και Λάθη.
Προστίθεται
η παράγραφος 93Α:
93A. Η
υπολειμματική αξία ενός άϋλου περιουσιακού στοιχείου
μπορεί να αυξηθεί σε ποσό ίσο προς ή μεγαλύτερο της λογι
στικής αξίας του. Αν αυξηθεί, η δαπάνη απόσβεσης του
περιουσιακού στοιχείο είναι μηδενική εκτός και έως ότου
η υπολειμματική αξία του μειωθεί μεταγενέστερα σε ποσό μικρότερο της λογιστικής
αξίας του.
Οι
παράγραφοι 94 και 95 τροποποιούνται ως εξής:
94. Η
περίοδος απόσβεσης και η μέθοδος απόσβεσης θα επανεξετάζονται τουλάχιστον στο
τέλος κάθε οικο νομικού έτους. Αν η αναμενόμενη
ωφέλιμη ζωή του περιουσιακού στοιχείου είναι διαφορετική από προηγούμενες
εκτιμήσεις, η περίοδος απόσβεσης θα μεταβάλεται κατ� ακολουθία. Αν έχει υπάρξει μία ουσιώδης μεταβολή
στον προσδοκώμενο ρυθμό των μελλοντικών οικονομικών
ωφελειών που ενσωματώνονται στο περιουσιακό στοιχείο, η μέθοδος απόσβεσης
πρέπει να μεταβάλεται έτσι ώστε να αντανακλά το
διαμορφωμένο ρυθμό. Τέτοιες μεταβολές θα λογιστικοποιούται
ως μεταβολές της λογι στικής
εκτίμησης σύμφωνα με το ΔΛΠ 8.
95. Κατά
τη διάρκεια της ζωής ενός άϋλου περιουσιακού
στοιχείου, μπορεί να καταστεί εμφανές ότι η εκτίμηση της ωφέλιμης ζωής του δεν
είναι ορθή. Για παράδειγμα, η αναγνώριση μιας ζημίας απομείωσης
μπορεί
να δείχνει ότι η περίοδος απόσβεσης χρειάζεται να τροποποιηθεί.
Οι
παράγραφοι 103 και 104 τροποποιούνται ως εξής:
103. Ένα
άϋλο περιουσιακό στοιχείο θα διαγράφεται:
(α) κατά
τη διάθεση
ή
(β) όταν
δεν αναμένονται μελλοντικά οικονομικά οφέλη από τη χρήση ή τη διάθεση του
στοιχείου.
104. Το
κέρδος ή η ζημία που απορρέει από τη διαγραφή ενός άϋλου
περιουσιακού στοιχείου θα
προσδιορίζεται
ως η διαφορά μεταξύ του καθαρού προϊόντος της διάθεσης, αν υπάρχει, και της λογι στικής αξίας του
περιουσιακού στοιχείου. Θα συμπεριλαμβάνεται στα αποτελέσματα όταν το περιου σιακό στοιχείο διαγράφεται
(εκτός αν το ΔΛΠ 17 απαιτεί διαφορετικά σε συναλλαγή
πώλησης και επαναμίσθωσης). Τα κέρδη δε θα
κατατάσσονται στα έσοδα.
Οι
παράγραφοι 104A � 104Γ προστίθενται:
104A. Η
διάθεση ενός άϋλου περιουσιακού στοιχείου μπορεί να
γίνεται με διάφορους τρόπους (π.χ. δια της πώλησης, της σύναψης σύμβασης
χρηματοδοτικής μίσθωσης ή της δωρεάς). Κατά τον προσδιορισμό της ημερομηνίας
διάθεσης τέτοιου στοιχείου, η οντότητα εφαρμόζει τα κριτήρια του ΔΛΠ 18 Έσοδα για την αναγνώριση εσόδων από την πώληση αγαθών.
Το ΔΛΠ 17 εφαρμόζεται στη διάθεση μέσω πώλησης και επαναμίσθωσης.
104B. Αν
σύμφωνα με την αρχή της αναγνώρισης της παραγράφου 19 η οντότητα αναγνωρίζει το
κόστος ανταλλακτικού τμήματος ενός άϋλου περιουσιακού
στοιχείου στη λογιστική αξία του περιουσιακού στοιχείου, τότε διαγράφει τη
λογιστική αξία του αντικαθιστούμενου τμήματος. Αν δεν
είναι πρακτικά δυνατό η οντότητα να προσδιορίσει τη λογι
στική αξία του αντικαθιστούμενου
τμήματος, μπορεί να χρησιμοποιήσει το κόστος της αντικατάστασης ως ένδειξη του κόστους
του αντικαθιστούμενου τμήματος όταν αποκτήθηκε ή
δημιουργήθηκε εσωτερικώς.
104Γ. Το
αντάλλαγμα που πρέπει να ληφθεί κατά τη διάθεση άϋλου
περιουσιακού στοιχείου αναγνωρίζεται αρχικώς στην
εύλογη αξία. Αν η πληρωμή του άϋλου περιουσιακού
στοιχείου αναβληθεί, το αντάλλαγμα που λήφθηκε αναγνωρίζεται αρχικά στην
ισοδύναμη τιμή μετρητοίς του. Η διαφορά μεταξύ του ονομαστικού ποσού του
ανταλλάγματος και της ταμιακής τιμής μετρητοίς αναγνωρίζεται ως έσοδο τόκου
σύμφωνα με το ΔΛΠ 18,
αντανακλώντας
την πραγματική απόδοση της απαίτησης.
Η
παράγραφος 105 απαλείφεται.
Η
παράγραφος 106 τροποποιείται ως εξής:
106. Η
απόσβεση δεν παύει όταν το άϋλο περιουσιακό στοιχείο
τίθεται σε αδράνεια ή όταν παραμένει για πώληση εκτός αν το περιουσιακό
στοιχείο έχει αποσβεστεί πλήρως.
Στην
παράγραφο 107, η φράση «Συγκριτικές πληροφορίες δεν απαιτούνται» απαλείφεται.
Η
παράγραφος 111 (ε) τροποποιείται ως εξής:
(ε) το
ποσό των συμβατικών δεσμεύσεων για την απόκτηση άϋλων
περιουσιακών στοιχείων.
Η
παράγραφος 113 (α) (iii) τροποποιείται ως εξής:
(iii) η λογιστική αξία που θα είχε αναγνωριστεί αν είχε
απεικονιστεί η αναπροσαρμοσμένη κατηγορία άϋλων
περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με το συγκριτικό χειρισμό της παραγράφου 63
και
Η
παράγραφος 113 (β) τροποποιείται ως εξής και η παράγραφος 113(γ) προστίθεται:
(β) το
ποσό του «πλεονάσματος αναπροσαρμογής» που αφορά στα άϋλα
περιουσιακά στοιχεία κατά την έναρξη και λήξη της λογιστικής περιόδου,
υποδεικνύοντας τις μεταβολές κατά τη διάρκεια της λογιστικής περιόδου και
οποιοδήποτε περιορισμό στη διανομή του υπολοίπου στους μετόχους
και
(γ) τις
μεθόδους και τις σημαντικές παραδοχές που εφαρμόσθηκαν για την εκτίμηση των εύλογων αξιών των περιουσιακών στοιχείων. Προστίθεται η
παράγραφος 121Α.
121A. Οι
απαιτήσεις των παραγράφων 34-34Β σχετικά με την αρχική επιμέτρηση άϋλων περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν σε συναλλαγή
ανταλλαγής περιουσιακών στοιχείων θα εφαρμόζεται μελλοντικά μόνο σε μελλοντικές
συναλλαγές.
A7. Η ΜΕΔ-13 Από Κοινού Ελεγχόμενες Οικονομικές Επιχειρήσεις-Μη
Χρηματικές Συνεισφορές από Κοινοπρακτούντες
τροποποιείται ως εξής:
Οι
παράγραφοι 5 και 6 τροποποιούνται ως εξής:
5.
Εφαρμόζοντας το ΔΛΠ 31,48 σε μη χρηματικές εισφορές
σε μία από Κ.Ε.Ο.Ο. σε αντάλλαγμα συμμετοχής στην
καθαρή θέση της από Κ.Ε.Ο.Ο., ένας κοινοπρακτών θα αναγνωρίζει στην στα αποτελέσματα για την
περίοδο, την αναλογία του κέρδους ή ζημίας που αποδίδεται στις συμμετοχές στην
καθαρή θέση των άλλων κοινοπρακτούντων εκτός όταν:
(α) οι
ουσιαστικοί κίνδυνοι και ωφέλειες της ιδιοκτησίας των εισφερομένων
μη χρηματικών περιουσιακών στοιχείων δεν έχουν μεταβιβαστεί στην από Κ.Ε.Ο.Ο.
ή
(β) (β)
το κέρδος ή η ζημία από τη μη χρηματική εισφορά δεν μπορεί να αποτιμηθεί
αξιόπιστα
ή
(γ) η
συναλλαγή της εισφοράς στερείται εμπορικής ουσίας, καθώς ορίζεται ο όρος αυτός
στο ΔΛΠ 16 Ενσώματες
Ακινητοποιήσεις.
Αν
εφαρμόζεται η εξαίρεση (α), (β) ή (γ) το κέρδος ή η ζημία θεωρείται μη πραγματοποιηθείσα και συνεπώς δεν
αναγνωρίζεται
στα αποτελέσματα εκτός αν εφαρμόζεται και η παράγραφος 6.
6. Αν,
επιπρόσθετα με τη λήψη συμμετοχής στην καθαρή θέση της από κοινού ελεγχόμενης
οικονομικής επιχείρησης, ένας κοινοπρακτών λάβει
χρηματικά ή μη χρηματικά περιουσιακά στοιχεία θα αναγνωρισθεί από τον κοινοπρακτούντα στα αποτελέσματα μία κατάλληλη αναλογία
κέρδους ή ζημίας στην συναλλαγή.
Μετά την
παράγραφο της Ημερομηνίας Έναρξης Ισχύος, εισάγονται οι παράγραφοι 14 και 15,
ως εξής:
14. Οι
τροποποιήσεις που αφορούν τη λογιστική αντιμετώπιση των συναλλαγών με μη
χρηματικές εισφορές που καθορίζονται στην παράγραφο 5 θα εφαρμόζονται
μελλοντικά σε μελλοντικές συναλλαγές.
15. Η
οντότητα θα εφαρμόζει τις τροποποιήσεις του ΔΛΠ 16
Ενσώματες Ακινητοποιήσεις στην παρούσα Διερμηνεία για ετήσιες περιόδους που
ξεκινούν την ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2005. Αν η οντότητα εφαρμόσει το Πρότυπο
αυτό για προγενέστερη περίοδο, θα εφαρμόζει τις τροποποιήσεις αυτές και για
εκείνη την προγενέστερη περίοδο.
A8. Στη ΜΕΔ-21 Φόροι Εισοδήματος �
Ανάκτηση Αναπροσαρμοσμένων Μη Αποσβέσιμων
Περιουσιακών Στοιχείων οι
παράγραφοι
3-5 τροποποιούνται ως εξής:
3. Το
θέμα είναι πώς να ερμηνευθεί ο όρος «ανάκτηση» σε σχέση με ένα περιουσιακό
στοιχείο που δεν αποσβένεται (μη αποσβέσιμο
περιουσιακό στοιχείο) και αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με την παράγραφο 31 του ΔΛΠ 16.
4. Η
Διερμηνεία αυτή εφαρμόζεται και σε επενδύσεις σε ακίνητα που τηρούνται λογιστικά
σε αναπροσαρμοσμένα ποσά σύμφωνα με το ΔΛΠ 40 παρ. 33
αλλά που θα θεωρούνταν μη αποσβέσιμα αν εφαρμοζόταν
το ΔΛΠ 16.
5. Η
αναβαλλόμενη φορολογική υποχρέωση ή απαίτηση που ανακύπτει από την
αναπροσαρμογή ενός μη αποσβέσιμου περιουσιακού
στοιχείου σύμφωνα με το ΔΛΠ 16.31 πρέπει να
αποτιμάται βασιζόμενη στις φορολογικές συνέπειες που θα επακολουθούσαν από την
ανάκτηση της λογιστικής αξίας αυτού του περιουσιακού στοιχείου μέσω πώλησης,
ανεξάρτητα από την αποτίμηση της λογιστικής αξίας του περιουσιακού στοιχείου.
Κατά συνέπεια, αν ο φορολογικός νόμος ορίζει ένα φορολογικό συντελεστή
εφαρμοστέο στο φορολογητέο ποσό που προέρχεται από την πώληση ενός περιουσιακού
στοιχείου, ο οποίος διαφέρει από το φορολογικό συντελεστή που εφαρμόζεται στο
φορολογητέο ποσό που προέρχεται από τη χρησιμοποίηση ενός περιουσιακού
στοιχείου, ο πρώτος συντελεστής εφαρμόζεται στην αποτίμηση της αναβαλλόμενης
φορολογικής υποχρέωσης ή απαίτησης που συνδέεται προς ένα μη αποσβέσιμο περιου σιακό στοιχείο.
A9. [Η
τροποποίηση δεν εφαρμόζεται σε Πρότυπα που παρουσιάζονται με στοιχειώδη μορφή].
A10. Η
παράγραφος 9(δ) της ΜΕΔ - 32 ’ϋλα Περιουσιακά Στοιχεία �Κόστη Δικτυακού Τόπου τροποποιείται
ως εξής:
(δ) Tο στάδιο της Λειτουργίας ξεκινά όταν η ανάπτυξη ενός
δικτυακού τόπου έχει ολοκληρωθεί. Η δαπάνη που
πραγματοποιείται
στο στάδιο αυτό θα πρέπει να αναγνωρίζεται ως έξοδο όταν πραγματοποιείται εκτός
αν ανταποκρίνεται στα κριτήρια του ΔΛΠ 38 παρ.19.
A11. Το
Δεκέμβριο 2002, το Συμβούλιο δημοσίευσε Προσχέδιο Βελτιώσεων των Προτεινόμενων
Τροποποιήσεων του ΔΛΠ 36 Απομείωση
Αξίας Περιουσιακών Στοιχείων και του ΔΛΠ 38 ’ϋλα Περιουσιακά Στοιχεία. Οι προτεινόμενες βελτιώσεις
του ΔΛΠ 36 και του ΔΛΠ 38
αντανακλούν τις αλλαγές που σχετίζονται με τις αποφάσεις που αφορούν την
εργασία του Συμβουλίου για τις Συνενώσεις Επιχειρήσεων. Επειδή η εργασία αυτή
δεν έχει ολοκληρωθεί, οι προτεινόμενες εκείνες αλλαγές δεν αντανακλώνται στις
τροποποιήσεις του ΔΛΠ 36 και του ΔΛΠ
38 που περιλαμβάνονται στο παρόν προσάρτημα.
A12. Τον
Ιούλιο του 2003, το Συμβούλιο δημοσίευσε το ΠΡ 4
Διάθεση Μη Κυκλοφορούντων Περιουσιακών Στοιχείων και
Παρουσίαση Διακοπτόμενων Δραστηριοτήτων, στο οποίο πρότεινε τροποποιήσεις του ΔΛΠ 38 και του ΔΛΠ 40 Επενδύσεις
σε Ακίνητα. Οι προτεινόμενες εκείνες αλλαγές δεν αντανακλώνται στις
τροποποιήσεις του ΔΛΠ 38 και του ΔΛΠ
40 που περιλαμβάνονται στο παρόν προσάρτημα