ΔΙΕΘΝΕΣ ΛΟΓΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΤΥΠΟ 1
Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων
Ανάκληση του ΔΛΠ 1 (αναθεωρημένο
το 1997) 128
Το αναθεωρημένο αυτό πρότυπο αντικαθιστά
το ΔΛΠ 1 (αναθεωρημένο το 1997): Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων και θα
πρέπει να εφαρμόζεται για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την ή μετά την 1η
Ιανουαρίου 2005. Η εφαρμογή νωρίτερα ενθαρρύνεται.
ΣΚΟΠΟΣ
1.
Σκοπός αυτού του Προτύπου είναι να περιγράψει τη βάση παρουσίασης των γενικού
σκοπού οικονομικών καταστάσεων, ώστε να εξασφαλίζεται συγκρισιμότητα τόσο με
τις οικονομικές καταστάσεις των προηγούμενων περιόδων της οντότητας όσο και με
τις οικονομικές καταστάσεις άλλων οντοτήτων. Για να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός
το Πρότυπο θέτει γενικές απαιτήσεις για την παρουσίαση των οικονομικών
καταστάσεων, κατευθυντήριες γραμμές για τη δομή τους και τις ελάχιστες
απαιτήσεις για τοπεριεχόμενό τους. Η αναγνώριση, η αποτίμηση και η γνωστοποίηση
συγκεκριμένων συναλλαγών και γεγονότων εξετάζεται σε άλλα Πρότυπα και
Διερμηνείες.
ΠΕΔΙΟ
ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
2. Αυτό
το Πρότυπο θα εφαρμόζεται σε όλες τις γενικού σκοπού οικονομικές καταστάσεις
που καταρτίζονται και
παρουσιάζονται
σύμφωνα με τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (Δ.Π.Χ.Α.).
3. Οι
γενικού σκοπού οικονομικές καταστάσεις είναι εκείνες που προορίζονται να
εξυπηρετούν τις ανάγκες των χρηστών, που δεν είναι σε θέση να ζητήσουν
οικονομικές αναφορές ειδικά καταρτιζόμενες ώστε να καλύπτουν τις δικές τους
συγκεκριμένες ανάγκες πληροφόρησης. Οι γενικού σκοπού οικονομικές καταστάσεις
συμπεριλαμβάνουν εκείνες που παρουσιάζονται ξεχω ριστά ή εντός άλλου δημόσιου
εγγράφου, όπως μια ετήσια έκθεση ή ένα ενημερωτικό δελτίο. Το παρόν Πρότυπο δεν
εφαρμόζεται στη δομή και το περιεχόμενο συνοπτικών ενδιάμεσων οικονομικών
καταστάσεων που καταρτίζονται σύμφωνα με το ΔΛΠ 34 Ενδιάμεση Οικονομική
Αναφορά. Ωστόσο, οι παράγραφοι 13-41 εφαρμόζονται σε τέτοιες χρηματοοικονομικές
αναφορές. Το παρόν Πρότυπο εφαρμόζεται εξ'ίσου σε όλες τις οντότητες και
ανεξάρτητα αν αυτές πρέπει να παρουσιάζουν
συνοπτικές
οικονομικές καταστάσεις ή ιδιαίτερες οικονομικές καταστάσεις, καθώς ορίζεται
στο ΔΛΠ 27 Ενοποιημένες και Ιδιαίτερες Οικονομικές Καταστάσεις.
(Διαγράφεται με το ΔΠΧΠ 7 κανονισμός 108/2006 )
4. Το ΔΛΠ 30 Γνωστοποιήσεις στις Οικονομικές Καταστάσεις των
Τραπεζών και των Ομοίων Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων προσδιορίζει επιπρόσθετες
απαιτήσεις για τις τράπεζες και τα παρόμοια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, συναφείς
με τις απαιτήσεις αυτού του Προτύπου.
5. Αυτό
το Πρότυπο χρησιμοποιεί ορολογία που είναι κατάλληλη για μία επιχείρηση με
σκοπό το κέρδος, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρηματικών μονάδων του δημόσιου
τομέα. Οντότητες με μη κερδοσκοπικές δραστηριότητες του ιδιωτικού τομέα,
δημόσιες ή κρατικές επιχειρήσεις, που επιδιώκουν να εφαρμόσουν αυτό το Πρότυπο,
μπορεί να χρειάζεται να αλλάξουν τις περιγραφές που χρησιμοποιούνται για
ορισμένα συγκεκριμένα κονδύλια των οικονομικών καταστάσεων αλλά και για τις ίδιες
τις οικονομικές καταστάσεις.
6.
Ομοίως, οντότητες που δε διαθέτουν ίδια κεφάλαια όπως ορίζονται στο ΔΛΠ 32
Χρηματοοικονομικά Μέσα:Γνωστοποίηση και Παρουσίαση (ήτοι κάποια αμοιβαία
κεφάλαια) και οντότητες των οποίων το μετοχικό κεφάλαιο δεν αποτελείται από
ίδια κεφάλαια (ήτοι κάποιες συλλογικές οντότητες) μπορεί να χρειαστεί να
προσαρμόσουν την παρουσίαση στις οικονομικές καταστάσεις των μελών ή των
μεριδιούχων.
ΣΚΟΠΟΣ
ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ
7. Οι
οικονομικές καταστάσεις είναι μία δομημένη απεικόνιση της οικονομικής θέσης και
επίδοσης μιας οντότητας. Επιδίωξη των γενικού σκοπού οικονομικών καταστάσεων
είναι να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με την οικονομική θέση, την επίδοση και
τις ταμιακές ροές της οντότητας, που είναι χρήσιμες για τις οικονομικές αποφάσεις
ενός ευρύ κύκλου χρηστών. Οι οικονο μικές καταστάσεις παρουσιάζουν επίσης τα
αποτελέσματα της διαχείρισης, από τη Διοίκηση, των πόρων που της εμπιστεύθηκαν.
Για να επιτύχουν αυτό το σκοπό, οι οικονομικές καταστάσεις παρέχουν πληροφορίες
σχετικές με τα ακόλουθα στοιχεία της οντότητας:
(α) τα
περιουσιακά στοιχεία,
(β) τις
υποχρεώσεις,
(γ) τα
ίδια κεφάλαια,
(δ) τα
έσοδα και τις δαπάνες, συμπεριλαμβανομένων των κερδών και ζημιών και,
(ε)
άλλες μεταβολές των ιδίων κεφαλαίων,
και
(στ) τις
ταμιακές ροές.
Αυτές οι
πληροφορίες, παράλληλα με άλλες πληροφορίες στις σημειώσεις, βοηθούν τους
χρήστες να προεκτιμήσουν τις μελ λοντικές ταμιακές ροές της οντότητας και
ειδικότερα το χρόνο και τη βεβαιότητα αυτών.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ
ΠΟΥ ΣΥΝΘΕΤΟΥΝ ΤΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ
8. Μια
πλήρης σειρά οικονομικών καταστάσεων περιλαμβάνει:
(α)
ισολογισμό,
(β)
κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων,
(γ)
κατάσταση μεταβολών των ίδιων κεφαλαίων που να παρουσιάζει είτε:
(i) όλες
τις μεταβολές των ιδίων κεφαλαίων,
είτε
(ii) τις
μεταβολές των ιδίων κεφαλαίων, εκτός από εκείνες που προκύπτουν από συναλλαγές
με τους
κατόχους
μετοχών που δρουν υπό την ιδιότητα του μετόχου,
(δ)
κατάσταση ταμιακών ροών
και,
(ε)
σημειώσεις που περιλαμβάνουν περίληψη των σημαντικών λογιστικών πολιτικών και
άλλες επεξηγημα τικές σημειώσεις
9.
Πολλές οντότητες παρουσιάζουν, πέραν των οικονομικών καταστάσεων, μια
χρηματοοικονομική επισκόπηση της διοίκησής τους, που περιγράφει και επεξηγεί τα
κύρια χαρακτηριστικά της χρηματοοικονομικής επίδοσης και της οικονομικής θέσης
της οντότητας, καθώς και τις κύριες αβεβαιότητες που αντιμετωπίζει. Η αναφορά
αυτή μπορεί να περιλαμβάνει μια επισκόπηση:
(α) των
κύριων παραγόντων και επιδράσεων που προσδιορίζουν την χρηματοοικονομική
επίδοση, συμπεριλαμβανομένων των μεταβολών στο περιβάλλον στο οποίο η οντότητα
λειτουργεί, της ανταπόκρισης της οντότητας σε αυτές τις μεταβολές και την
επίδρασή τους, καθώς και την επενδυτική πολιτική της οντότητας για τη διατήρηση
και ενίσχυση της χρηματοοι κονομικής επίδοσης, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής
της για τα μερίσματα,
(β) οι
πηγές χρηματοδότησης της οντότητας και η στοχευόμενη αναλογία υποχρεώσεων προς
ίδια κεφάλαια
και
(γ) οι
πόροι της οντότητας που δεν αναγνωρίζονται στον ισολογισμό σύμφωνα με τα
Δ.Π.Χ.Α.
10.
Πέραν από τις οικονομικές καταστάσεις, πολλές οντότητες επίσης παρουσιάζουν
αναφορές και καταστάσεις, όπως περιβαλ λοντολογικές αναφορές και καταστάσεις
προστιθέμενης αξίας, ειδικά σε βιομηχανίες όπου οι περιβαλλοντικοί παράγοντες
είναι σημαντικοί και όπου οι εργαζόμενοι θεωρούνται ότι είναι μια σημαντική
ομάδα χρηστών. Αναφορές και καταστάσεις που παρουσιάζονται εκτός των
οικονομικών καταστάσεων είναι εκτός του πεδίου εφαρμογής των Δ.Π.Χ.Α.
ΟΡΙΣΜΟΙ
11. Οι
ακόλουθοι όροι χρησιμοποιούνται σε αυτό το Πρότυπο με τις έννοιες που
καθορίζονται:
Ανέφικτος
Η εφαρμογή μιας απαίτησης είναι ανέφικτη όταν η οντότητα δεν μπορεί να
την εφαρμόσει έχοντας καταβάλει κάθε εύλογη προσπάθεια προς αυτήν την
κατεύθυνση.
Διεθνή
Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (Δ.Π.Χ.Α.) είναι Πρότυπα και
Διερμηνείες που έχουν υιοθε τηθεί από το Συμβούλιο των Διεθνών Λογιστικών
Προτύπων (Σ.Δ.Λ.Π.). Περιλαμβάνουν:
(α)
Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς,
(β)
Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα
και,
(γ)
Διερμηνείες που δημιουργήθηκαν από την Επιτροπή Διερμηνειών των Διεθνών
Προτύπων Χρηματοοικο νομικής Αναφοράς (Ε.Δ.Δ.Π.Χ.Α.), ή την πρώην Μόνιμη
Επιτροπή Διερμηνειών (ΜΕΔ).
Σημαντικός Οι
παραλείψεις και οι ανακρίβειες είναι σημαντικές αν θα μπορούσαν, μεμονωμένα ή
συλλογικά, να επηρεάσουν τις οικονομικές αποφάσεις των χρηστών, που λαμβάνονται
βάσει των οικονομικών καταστάσεων. Η σημαντικότητα εξαρτάται από το μέγεθος και
το είδος της παράλειψης ή της κακής διατύπωσης, κρινόμενη βάσει των συνθηκών
που την περιστοιχίζουν. Το είδος ή το μέγεθος του στοιχείου ή ένας συνδυασμός
των δύο, θα μπορούσε να είναι ο καθοριστικός παράγοντας. Οι σημειώσεις (το
προσάρτημα) εμπεριέχουν πληροφορίες πέραν όσων παρουσιάζονται στον ισολογισμό,
την κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων, την κατάσταση μεταβολών των ίδιων
κεφαλαίων και την κατάσταση ταμιακών ροών. Οι σημειώσεις παρέχουν αφηγηματικές
περιγραφές ή αναλύσεις των στοιχείων που γνωστοποιούνται στις καταστάσεις αυτές
και πληροφορίες για στοιχεία που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για
αναγνώριση
στις καταστάσεις.
12. Η
αξιολόγηση αν μία παράλειψη ή ανακρίβεια θα μπορούσε να επηρεάσει τις
οικονομικές αποφάσεις των χρηστών και συνεπώς να καταστεί σημαντική, απαιτεί
εξέταση των χαρακτηριστικών των εν λόγω χρηστών. Το Πλαίσιο για την Κατάρτιση
και Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων δηλώνει στην παράγραφο 25 ότι «οι
χρήστες υποτίθεται ότι διαθέτουν τις απαραίτητες γνώσεις των επιχειρηματικών
και οικονομικών δραστηριοτήτων και της λογιστικής, καθώς και τη θέληση να
μελετήσουν τις πληροφορίες με εύλογη επιμέλεια» Συνεπώς, η αξιολόγηση πρέπει να
λάβει υπόψη τον τρόπο με τον οποίο χρήστες με τέτοιες ιδιότητες θα μπορούσε
εύλογα να αναμένεται ότι θα επηρεαστούν στη λήψη οικονομικών αποφάσεων.
ΓΕΝΙΚΕΣ
ΑΡΧΕΣ
Ακριβοδίκαιη
παρουσίαση και συμμόρφωση προς τα Δ.Π.Χ.Α.
13. Οι
οικονομικές καταστάσεις θα παρουσιάζουν ακριβοδίκαια την οικονομική θέση, τη
χρηματοοικονομική επίδοση και τις ταμιακές ροές μιας επιχείρησης. Η
ακριβοδίκαιη παρουσίαση απαιτεί την διαβεβαίωση με καλή πίστη των επιδράσεων
των συναλλαγών, άλλων γεγονότων και συνθηκών σύμφωνα με τους ορισμούς και τα κριτήρια
αναγνώρισης για περιουσιακά στοιχεία, υποχρεώσεις, έσοδα και δαπάνες καθώς
τίθενται στο
Πλαίσιο.
Θεωρείται ότι από την εφαρμογή των Δ.Π.Χ.Α., με επιπρόσθετες γνωστοποιήσεις
όταν είναι αναγκαίες, προκύπτουν οικονομικές καταστάσεις που επιτυγχάνουν μία
ακριβοδίκαιη παρουσίαση.
14. Μία
οντότητα της οποίας οι οικονομικές καταστάσεις έχουν συνταχθεί σύμφωνα με τα
Δ.Π. ΧΑ. θα προβεί σε ρητή και ανεπιφύλακτη δήλωση συμμόρφωσης εντός των
σημειώσεων. Οι οικονομικές καταστάσεις δε θα απεικονίζονται ως σύμμορφες με τα
Δ.Π. ΧΑ. εκτός αν πληρούν όλες τις απαιτήσεις των Δ.Π.Χ.Α.
15. Σε
όλες σχεδόν τις περιστάσεις, μια ακριβοδίκαιη παρουσίαση επιτυγχάνεται με
συμμόρφωση προς τα εφαρμοστέα Δ.Π.Χ.Α. Μια ακριβοδίκαιη παρουσίαση επίσης
προϋποθέτει ότι μία οντότητα:
(α)
επιλέγει και εφαρμόζει λογιστικές πολιτικές σύμφωνα με το ΔΛΠ 8 Λογιστικές
Πολιτικές, Μεταβολές των Λογιστικών Εκτιμήσεων και Λάθη Το ΔΛΠ 8 θέτει μία
ιεραρχία έγκυρης καθοδήγησης την οποία λαμβάνει υπόψη η διοίκηση εν απουσία
Προτύπου ή Διερμηνείας που εφαρμόζεται ειδικώς σε ένα στοιχείο,
(β)
παρουσιάζει πληροφόρηση, που περιλαμβάνει και τις λογιστικές πολιτικές, κατά
τρόπο που παρέχει συναφή, αξιόπιστη, συγκρίσιμη και κατανοητή πληροφόρηση,
(γ)
παρέχει επιπρόσθετες γνωστοποιήσεις, όταν η συμμόρφωση με τις ειδικές
απαιτήσεις των Δ.Π.Χ.Α. είναι ανεπαρκής για να καταστήσει τους χρήστες ικανούς
να αντιληφθούν την επίδραση των συναλλαγών, ή άλλων γεγονότων και συνθηκών στη
χρηματοοικονομική θέση και επίδοση της οντότητας.
16.
Ακατάλληλες λογιστικές πολιτικές δεν αποκαθίστανται είτε με τη γνωστοποίηση των
λογιστικών πολιτικών που χρησιμοποιήθηκαν είτε με σημειώσεις ή επεξηγηματικό
υλικό.
17. Στην
εξαιρετικά σπάνια περίπτωση κατά την οποία η διοίκηση διαπιστώνει ότι η
συμμόρφωση με απαίτηση σε Πρότυπο ή Διερμηνεία θα ήταν τόσο παραπλανητική ώστε
να είναι αντίθετη με το σκοπό των οικονομικών καταστάσεων που παρατίθεται στο
Πλαίσιο, η οντότητα θα παρεκκλίνει από την απαίτηση εκείνη με τον τρόπο που
καθορίζεται στην παράγραφο 18 αν έτσι απαιτεί, ή άλλως δεν απαγορεύει, το
σχετικό κανονιστικό πλαίσιο.
18. Όταν
μία οντότητα παρεκκλίνει από απαίτηση ενός Προτύπου ή Διερμηνείας σύμφωνα με
την παράγραφο 17, θα γνωστοποιεί:
(α) ότι
η διοίκηση έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι οικονομικές καταστάσεις
παρουσιάζουν ακριβοδίκαια την οικονομική θέση, τη χρηματοοικονομική επίδοση και
τις ταμιακές ροές της οντότητας,
(β) ότι
έχει συμμορφωθεί με τα εφαρμοστέα Πρότυπα και Διερμηνείες, με εξαίρεση την
παρέκκλιση από μία συγκεκριμένη απαίτηση προκειμένου να επιτύχει την
ακριβοδίκαιη παρουσίαση,
(γ) τον
τίτλο του Προτύπου ή της Διερμηνείας από την οποία η οντότητα έχει παρεκκλίνει,
το είδος της παρέκκλισης, συμπεριλαμβανόμενου του χειρισμού που το Πρότυπο ή η
Διερμηνεία θα απαιτούσε, το λόγο για τον οποίο αυτός ο χειρισμός θα ερχόταν σε
σύγκρουση με το σκοπό των οικονομικών καταστάσεων καθώς τίθεται στο Πλαίσιο και
το χειρισμό που υιοθετήθηκε και
(δ) για
κάθε παρουσιαζόμενη περίοδο, την οικονομική επίδραση της παρέκκλισης σε κάθε
στοιχείο των οικονομικών καταστάσεων που θα είχε παρουσιαστεί σύμφωνα με την
απαίτηση.
19. Όταν
μία οντότητα έχει παρεκκλίνει από απαίτηση Προτύπου ή Διερμηνείας σε
προγενέστερη περίοδο, και η παρέκκλιση αυτή επιδρά στα ποσά που αναγνωρίστηκαν
στις οικονομικές καταστάσεις για την τρέχουσα περίοδο, θα προβαίνει στις
γνωστοποιήσεις που τίθενται στις παραγράφους 18(γ) και (δ).
20. Η
παράγραφος 19 εφαρμόζεται, για παράδειγμα, όταν μία οντότητα παρέκκλινε σε
προγενέστερη περίοδο από απαίτηση Προτύπου ή Διερμηνείας περί αποτίμησης
περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων και η παρέκκλιση αυτή επηρεάζει την
αποτίμηση των μεταβολών των περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων που
αναγνωρίστηκαν στις οικονομικές καταστάσεις της τρέχουσας περιόδου.
21. Στην
εξαιρετικά σπάνια περίπτωση κατά την οποία η διοίκηση διαπιστώνει ότι η
συμμόρφωση με απαίτηση σε Πρότυπο ή Διερμηνεία θα ήταν τόσο παραπλανητική ώστε
να είναι αντίθετη με το σκοπό των οικονομικών καταστάσεων που παρατίθεται στο
Πλαίσιο, αλλά το σχετικό κανονιστικό πλαίσιο απαγορεύει την παρέκκλιση από την
απαίτηση, η οντότητα στη μέγιστη δυνατή έκταση θα μειώσει τις απόψεις της
συμμόρφωσης με το πλαίσιο που αντιλαμβάνεται ως παραπλανητικές γνωστοποιώντας:
(α) τον
τίτλο του εν λόγω Προτύπου ή Διερμηνείας, το είδος της απαίτησης και το λόγο
για τον οποίο η διοίκηση έχει συμπεράνει ότι η συμμόρφωση με την απαίτηση αυτή
είναι τόσο παραπλανητική υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες που έρχεται σε
σύγκρουση με το σκοπό των οικονομικών καταστάσεων καθώς τίθεται στο Πλαίσιο
και
(β) για
κάθε παρουσιαζόμενη περίοδο, τις προσαρμογές σε κάθε στοιχείο των οικονομικών
καταστάσεων που η διοίκηση έχει συμπεράνει θα ήταν απαραίτητες προκειμένου να
επιτευχθεί μία ακριβοδίκαιη παρουσίαση.
22. Για
τον σκοπό των παραγράφων 17-21, ένα στοιχείο πληροφόρησης θα αντέβαινε προς το
σκοπό των οικονομικών καταστάσεων όταν δεν παρουσιάζει ακριβοδίκαια τις
συναλλαγές, άλλα γεγονότα ή συνθήκες που είτε εμφανίζεται να αντιπροσωπεύει ή
που θα μπορούσε εύλογα να αναμένεται ότι αντιπροσωπεύει και συνεπώς, θα ήταν
πιθανό να επηρεάσει τις οικονομικές αποφάσεις των χρηστών των οικονομικών
καταστάσεων. Κατά την αξιολόγηση αν η συμμόρφωση με συγκεκριμένη απαίτηση
Προτύπου ή Διερμηνείας θα ήταν τόσο παραπλανητική ώστε να αντιβαίνει προς το
σκοπό των οικονομικών καταστάσεων καθώς τίθεται από το Πλαίσιο, η διοίκηση
λαμβάνει υπόψη:
(α)
γιατί ο σκοπός των οικονομικών καταστάσεων δεν επιτυγχάνεται υπό τις
συγκεκριμένες συνθήκες
και
(β) πώς
οι περιστάσεις της οντότητας διαφέρουν από εκείνες άλλων οντοτήτων, οι οποίες
συμμορφώνονται με την
απαίτηση.
Αν άλλες οντότητες σε παρόμοιες συνθήκες συμμορφώνονται με την απαίτηση,
υπάρχει μαχητό τεκμήριο ότι η συμμόρφωση της οντότητας με την απαίτηση δε θα
ήταν τόσο παραπλανητική ώστε να αντιβαίνει προς το σκοπό των οικονομικών
καταστάσεων καθώς τίθεται στο Πλαίσιο.
Συνεχιζόμενη
δραστηριότητα
23. Όταν
καταρτίζονται οι οικονομικές καταστάσεις, η διοίκηση θα προβαίνει σε εκτίμηση
της δυνατότητας της οντότητας να διατηρηθεί ως συνεχιζόμενη δραστηριότητα. Οι
οικονομικές καταστάσεις θα καταρτίζονται στη βάση της συνεχιζόμενης
δραστηριότητας, εκτός αν η διοίκηση είτε προτίθεται να ρευστοποιήσει την
οντότητα είτε να παύσει τις εμπορικές συναλλαγές είτε δεν έχει καμία πραγματική
εναλλακτική επιλογή απ το να πράξει έτσι. Όταν κατά την πραγματοποίηση της
εκτίμησής της, η διοίκηση γνωρίζει την ύπαρξη σημαντικών αβεβαιοτήτων, οι
οποίες σχετίζονται με γεγονότα ή συνθήκες, που μπορεί να δημιουργήσουν σοβαρή
αμφιβολία σχετικά με τη δυνατότητα της οντότητας να διατηρηθεί ως συνεχιζόμενη
δραστηριότητα, αυτές οι αβεβαιότητες πρέπει να γνωστοποιούνται. Όταν οι οικονομικές
καταστάσεις δεν καταρτίζονται στη βάση της συνεχιζόμενης δραστηριότητας, το
γεγονός αυτό πρέπει να γνωστοποιείται, μαζί με τη βάση στην οποία οι οικο
νομικές καταστάσεις καταρτίζονται και το λόγο για τον οποίο η οντότητα δε
θεωρείται συνεχιζόμενη δραστηριότητα.
24. Κατά
την εκτίμηση για το αν συντρέχει η παραδοχή της συνεχιζόμενης δραστηριότητας, η
διοίκηση λαμβάνει υπόψη όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες για το μέλλον, το οποίο
πρέπει να εκτείνεται σε χρονικό διάστημα τουλάχιστον δώδεκα μηνών από την
ημερομηνία του ισολογισμού, χωρίς να περιορίζεται στο διάστημα αυτό. Το βάθος
της σχετικής έρευνας εξαρτάται από τα δεδομένα σε κάθε περίπτωση. Όταν μια
επιχείρηση έχει ένα παρελθόν κερδοφόρων δραστηριοτήτων και άμεση πρόσβαση σε
οικονομικούς πόρους, δε χρειάζεται μεγάλη ανάλυση για να εξαχθεί το συμπέρασμα
ότι η λογιστική βάση της συνεχιζόμενης δραστηριότητας είναι ορθή. Σε άλλες
περιπτώσεις η διοίκηση μπορεί να χρειάζεται να λάβει υπόψη έναν ευρύ κύκλο
παραγόντων, που σχετίζονται με την τρέχουσα και την αναμενόμενη κερδοφορία, τα
προγράμματα εξόφλησης χρεών και τις πιθανές εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης,
πριν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η βάση της συνεχιζόμενης δραστηριότητας είναι
η ορθή.
Λογιστικός
χειρισμός με βάση την αρχή των δεδουλευμένων εσόδων/εξόδων
25. Η
οντότητα θα καταρτίζει τις οικονομικές καταστάσεις της τηρώντας το λογιστικό
χειρισμό με βάση την αρχή των δεδουλευμένων εσόδων/εξόδων, με εξαίρεση τις
πληροφορίες των ταμιακών ροών.
26. Όταν
γίνεται χρήση του λογιστικού χειρισμού με βάση την αρχή των δεδουλευμένων
εσόδων/εξόδων, τα στοιχεία αναγνωρίζονται ως περιουσιακά στοιχεία, υποχρεώσεις,
ίδια κεφάλαια, έσοδα και δαπάνες (τα στοιχεία των οικονομικών καταστάσεων) όταν
πληρούν τους όρους και τα κριτήρια αναγνώρισης για τα στοιχεία εκείνα στο
Πλαίσιο.
Ομοιομορφία
της παρουσίασης
27. Η
εμφάνιση και η κατάταξη των στοιχείων στις οικονομικές καταστάσεις πρέπει να
διατηρείται όμοια από περίοδο σε περίοδο, εκτός αν:
(α)
είναι φανερό, μετά από σημαντική αλλαγή στο είδος των δραστηριοτήτων της οντότητας
ή επανεξέταση των οικονομικών καταστάσεών της, ότι άλλη παρουσίαση ή κατάταξη
θα ήταν πιο κατάλληλη βάσει των κριτηρίων για την επιλογή και εφαρμογή των
λογιστικών πολιτικών του ΔΛΠ 8 ή (β) ένα Πρότυπο ή μία Διερμηνεία απαιτεί
αλλαγή στην παρουσίαση.
28. Μια
σημαντική απόκτηση ή διάθεση ή μια επανεξέταση του τρόπου παρουσίασης των
οικονομικών καταστάσεων ενδέχεται να υπαγορεύει την ανάγκη διαφορετικής
παρουσίασης των καταστάσεων αυτών. Μία οντότητα αλλάζει την παρουσίαση των
οικονομικών της καταστάσεων μόνον εφόσον η νέα παρουσίαση παρέχει αξιόπιστη
πληροφόρηση που είναι περισσότερο ρήσιμη στους χρήστες των οικονομικών
καταστάσεων και η αναθεωρημένη δομή πιθανολογείται ότι θα συνεχιστεί, ώστε να
μη φθείρεται η συγκρισιμότητα. Όταν γίνονται τέτοιες αλλαγές στην παρουσίαση,
μία οντότητα επανακατατάσσει τη συγκριτική πληροφόρησή της σύμφωνα με τις
παραγράφους 38 και 39.
Ουσιαστικότητα
και ολότητα
29. Κάθε
σημαντική κατηγορία παρομοίων στοιχείων πρέπει να απεικονίζεται ξεχωριστά στις
οικονομικές
καταστάσεις.
Στοιχεία διαφορετικού είδους ή λειτουργίας θα απεικονίζονται ξεχωριστά εκτός αν
είναι
επουσιώδη.
30. Οι
οικονομικές καταστάσεις είναι αποτέλεσμα της επεξεργασίας μεγάλου αριθμού
συναλλαγών ή άλλων γεγονότων που συγκεντρώνονται σε κατηγορίες σύμφωνα με τη
φύση ή τη λειτουργία τους. Το τελικό στάδιο στη διαδικασία της συγκέντρωσης και
κατάταξης είναι η παρουσίαση των συμπυκνωμένων και ταξινομημένων στοιχείων, που
σχηματίζει συγκεκριμένα κονδύλια στην όψη του ισολογισμού, της κατάστασης
λογαριασμού αποτελεσμάτων, της κατάστασης ταμιακών ροών και τις κατάστασης
μεταβολών των ιδίων κεφαλαίων ή στις σημειώσεις. Αν ένα συγκεκριμένο στοιχείο
δεν είναι εξατομικευμένα σημαντικό, αυτό συγκεντρώνεται μαζί με άλλα στοιχεία
είτε στην όψη των καταστάσεων εκείνων είτε στις σημειώσεις. Ένα στοιχείο που
δεν είναι επαρκώς σημαντικό ώστε να δικαιολογεί ξεχωριστή παρουσίαση στην όψη
των καταστάσεων αυτών μπορεί παρόλα αυτά να είναι επαρκώς σημαντικό, ώστε να
πρέπει να παρουσιαστεί ξεχωριστά στις σημειώσεις.
31. Η
εφαρμογή της έννοιας της σημαντικότητας σημαίνει ότι μία συγκεκριμένη απαίτηση
γνωστοποίησης σε Πρότυπο ή Διερμηνεία δεν χρειάζεται να καλυφθεί εφόσον η
πληροφορία δεν είναι σημαντική.
Συμψηφισμός
32. Τα
περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις καθώς και τα έσοδα και οι δαπάνες, δε
θα συμψηφίζονται εκτός αν απαιτείται ή επιτρέπεται από Πρότυπο ή Διερμηνεία.
33.
Είναι σημαντικό τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις, καθώς και τα έσοδα
και οι δαπάνες, να απεικονίζονται ξεχω ριστά. Ο συμψηφισμός στην κατάσταση λογαριασμού
αποτελεσμάτων ή στον ισολογισμό, εκτός αν αυτός αντικατοπτρίζει την ουσία της
συναλλαγής ή άλλου γεγονότος, αποστερεί από τους χρήστες τη δυνατότητα να
αντιλαμβάνονται τις συναλλαγές που αναλήφθηκαν και να εκτιμούν τις μελλοντικές
ταμιακές ροές της επιχείρησης. Η αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων μετά την
αφαίρεση υποτιμήσεων - για παράδειγμα λόγω απαξίωσης αποθεμάτων και επισφάλειας
απαιτήσεων - δεν είναι συμψηφισμός.
34. Το
ΔΛΠ 18, Έσοδα, προσδιορίζει τα έσοδα και απαιτεί να προσμετρώνται στην εύλογη
αξία του τιμήματος που εισπράχθηκε ή είναι εισπρακτέο, αφού ληφθούν υπόψη τα
ποσά των εμπορικών εκπτώσεων ή εκπτώσεων τζίρου που παραχωρεί η οντότητα. Μια
οντότητα αναλαμβάνει, κατά την πορεία των συνηθισμένων δραστηριοτήτων της,
άλλες συναλλαγές που δε δημιουργούν έσοδα, αλλά οι οποίες είναι συναφείς των
κύριων δραστηριοτήτων που δημιουργούν έσοδα. Τα αποτελέσματα τέτοιων συναλλαγών
παρουσιάζονται, όταν αυτή η παρουσίαση αντανακλά την ουσία της συναλλαγής ή
άλλου γεγονότος, ύστερα από τον συμψηφισμό κάθε εσόδου με τις σχετικές δαπάνες
που προκύπτουν από την ίδια συναλλαγή. Για παράδειγμα:
(α)
κέρδη και ζημίες από τη διάθεση μη κυκλοφορούντων περιουσιακών στοιχείων,
συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων και των λειτουργικών περιουσιακών στοιχείων,
εμφανίζονται αφού από το προϊόν της διάθεσης αφαιρεθεί η λογιστική αξία του
περιουσιακού στοιχείου και οι σχετικές δαπάνες πώλησης
και
(β)
δαπάνη που σχετίζεται με πρόβλεψη που αναγνωρίζεται σύμφωνα με το ΔΛΠ 37
Προβλέψεις, Ενδεχόμενες Υποχρεώσεις και Ενδεχόμενες Απαιτήσεις και
αποζημιώνεται με συμβατικό διακανονισμό με τρίτο μέρος (για παράδειγμα μία
εγγύηση προμηθευτή) μπορεί να συμψηφιστεί με τη σχετική αποζημίωση.
35.
Επιπροσθέτως, κέρδη και ζημίες που προκύπτουν από μία ομάδα ομοίων συναλλαγών
απεικονίζονται σε καθαρή βάση, όπως για παράδειγμα τα συναλλαγματικά κέρδη και
ζημίες ή τα κέρδη και ζημίες που προκύπτουν από χρηματοοικονομικά μέσα που
προορίζονται για εμπορική εκμετάλλευση. Τέτοια κέρδη και ζημίες ωστόσο
απεικονίζονται ξεχωριστά αν είναι σημαντικά.
Συγκριτική
πληροφόρηση
36.
Εκτός όταν ένα Πρότυπο ή μία Διερμηνεία επιτρέπει ή απαιτεί διαφορετικά, η
συγκριτική πληροφόρηση θα γνωστοποιείται σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο
για όλα τα ποσά που απεικονίζονται στις οικονομικές καταστάσεις. Η συγκριτική
πληροφόρηση θα συμπεριλαμβάνεται στην αφηγηματική και περιγραφική πληροφόρηση,
όταν είναι απαραίτητη για την κατανόηση των οικονομικών καταστάσεων της
τρέχουσας περιόδου.
37. Σε
μερικές περιπτώσεις η αφηγηματική πληροφόρηση που παρέχεται στις οικονομικές
καταστάσεις για την προηγούμενη περίοδο (προηγούμενες περιόδους), συνεχίζει να
αφορά και την τρέχουσα περίοδο. Για παράδειγμα, οι λεπτομέρειες για μία
δικαστική διένεξη, το αποτέλεσμα της οποίας ήταν αβέβαιο κατά την ημερομηνία
του τελευταίου ισολογισμού και η οποία εξα κολουθεί να εκκρεμεί,
γνωστοποιούνται στην τρέχουσα περίοδο. Οι χρήστες ωφελούνται από τις
πληροφορίες για το ότι η αβεβαιότητα υπήρχε κατά την ημερομηνία του τελευταίου
ισολογισμού και για τα μέτρα που έχουν ληφθεί κατά τη διάρκεια της περιόδου για
τη λύση της αβεβαιότητας.
38. Όταν
η παρουσίαση ή κατάταξη των στοιχείων στις οικονομικές καταστάσεις
τροποποιείται, τα συγκριτικά ποσά θα επαναταξινομηθούν εκτός αν αυτό είναι
ανέφικτο: Όταν επανακατατάσσονται συγκριτικά ποσά, η οντότητα θα γνωστοποιεί:
(α) το
είδος της επανακατάταξης,
(β) το
ποσό κάθε στοιχείου ή κατηγορία στοιχείων που επανακατατάσσεται
και
(γ) τους
λόγους της επανακατάταξης.
39. Όταν
είναι ανέφικτο να επαναταξινομηθεί η συγκριτική πληροφόρηση, η οντότητα θα
γνωστοποιεί:
(α) τους
λόγους για τους οποίους δεν έγινε η επανακατάταξη
και
(β) το
είδος των προσαρμογών που θα είχαν γίνει εάν είχαν επαναταξινομηθεί τα ποσά.
40. Η
αναβάθμιση της συγκρισιμότητας των πληροφοριών μεταξύ των περιόδων βοηθάει τους
χρήστες στις οικονομικές τους αποφάσεις, επειδή επιτρέπει την εκτίμηση των
τάσεων της οικονομικής πληροφόρησης για προγνωστικούς σκοπούς. Σε ορισμένες
περιπτώσεις, δεν είναι εφικτό να γίνει ανακατάταξη των συγκριτικών πληροφοριών
για μία συγκεκριμένη περίοδο ώστε να επιτευχθεί η συγκρισιμότητα με την
τρέχουσα περίοδο. Για παράδειγμα, μπορεί σε προηγούμενη περίοδο (προηγούμενες
περιόδους) να μην έχουν συγκεντρωθεί στοιχεία κατά τρόπο που να επιτρέπει την
ανακατάταξη και μπορεί να μην είναι εφικτό να αναπαραχθούν οι πληροφορίες.
41. Το
ΔΛΠ 8 αναφέρεται στις προσαρμογές που απαιτούνται για τη συγκριτική
πληροφόρηση, όταν η οντότητα αλλάζει μία λογι στική πολιτική ή διορθώνει ένα
λάθος.
ΔΟΜΗ ΚΑΙ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ
Eισαγωγή
42. Το
παρόν Πρότυπο απαιτεί συγκεκριμένες γνωστοποιήσεις στην όψη του ισολογισμού,
της κατάστασης λογαριασμού αποτελεσμάτων ή της κατάστασης μεταβολών των ίδιων
κεφαλαίων και απαιτεί γνωστοποίηση άλλων συγκεκριμένων κονδυλίων είτε στην όψη
των καταστάσεων αυτών είτε στις σημειώσεις. Το ΔΛΠ 7 θέτει τις απαιτήσεις για την
παρουσίαση της κατάστασης ταμιακών ροών.
43.
Κάποιες φορές αυτό το Πρότυπο χρησιμοποιεί τον όρο «γνωστοποίηση» με τη γενική
έννοια, που εμπερικλείει στοιχεία τα οποία παρουσιάζονται στην όψη του
ισολογισμού, της κατάστασης λογαριασμού αποτελεσμάτων, της κατάστασης μεταβολών
των ίδιων κεφαλαίων και της κατάστασης ταμιακών ροών, όπως επίσης και στις
σημειώσεις. Άλλα Πρότυπα και Διερμηνείες επίσης απαιτούν γνωστοποιήσεις. Έκτός
αν προσδιορίζεται διαφορετικά σε άλλο σημείο του παρόντος Πρότύπου ή σε άλλο Πρότυπο
ή Διερμηνεία, οι γνωστοποιήσεις αυτές θα εμφανίζονται είτε στην όψη του
ισολογισμού, της κατάστασης λογαριασμού αποτελεσμάτων, της κατάστασης μεταβολών
των ίδιων κεφαλαίων και της κατάστασης ταμιακών ροών (αναλόγως), είτε στις
σημειώσεις.
Eξατομίκευση
των οικονομικών καταστάσεων
44. Οι
οικονομικές καταστάσεις θα εξατομικεύονται σαφώς και θα διακρίνονται από άλλες
πληροφορίες στα ίδιο δημοσιευόμενο έντυπο.
45. Τα
Δ.Π.Χ.Α. εφαρμόζονται μόνο στις οικονομικές καταστάσεις και όχι σε άλλες
πληροφορίες που παρουσιάζονται σε ετήσια αναφορά ή σε άλλο έγγραφο. Συνεπώς,
είναι σημαντικό οι χρήστες να είναι σε θέση να διακρίνουν τις πληροφορίες που
καταρτίστηκαν με βάση τα Δ.Π.Χ.Α. από άλλες πληροφορίες που μπορεί να είναι
χρήσιμες στους χρήστες, αλλά δεν αποτελούν αντικείμενο των απαιτήσεων αυτών.
46. Κάθε
στοιχείο που συγκροτεί τις οικονομικές καταστάσεις πρέπει να εξατομικεύεται
σαφώς. Επιπρόσθετα, οι ακόλουθες πληροφορίες πρέπει προεχόντως να εκτίθενται με
εμφανή τρόπο και να επαναλαμβάνονται, όταν είναι αναγκαίο για την πρέπουσα
κατανόηση των πληροφοριών που παρουσιάζονται:
(α) το
όνομα της αναφέρουσας οντότητας ή άλλος προσδιορισμός της ταυτότητας και κάθε
αλλαγή των πληροφοριών αυτών συγκριτικά με την προηγούμενη ημερομηνία
ισολογισμού,
(β) αν
οι οικονομικές καταστάσεις καλύπτουν την οντότητα μεμονωμένα ή όμιλο οντοτήτων,
(γ) την
ημερομηνία του ισολογισμού ή της περιόδου που καλύπτεται από τις οικονομικές
καταστάσεις, ανάλογα με εκείνο το στοιχείο των οικονομικών καταστάσεων,
(δ) το
νόμισμα παρουσίασης καθώς προσδιορίζεται στο ΔΛΠ 21, Οι Επιδράσεις Μεταβολών
των Τιμών Συναλλάγματος,
(ε) ο
βαθμός της στρογγυλοποίησης που χρησιμοποιήθηκε στην παρουσίαση των ποσών στις
οικονομικές καταστάσεις.
47. Οι
απαιτήσεις της παραγράφου 46 αντιμετωπίζονται συνήθως με την παρουσίαση των
κατά σελίδα επικεφαλίδων και των
συντετμημένων
επικεφαλίδων των στηλών σε κάθε σελίδα των οικονομικών καταστάσεων. Απαιτείται
κρίση για να προσδιορι στεί ο καλύτερος τρόπος παρουσίασης τέτοιων πληροφοριών.
Για παράδειγμα, όταν οι οικονομικές καταστάσεις παρουσιάζονται ηλεκτρονικά,
μπορεί να μη χρησιμοποιούνται πάντα χωριστές σελιδοποιήσεις, οπότε τα ανωτέρω
στοιχεία παρουσιάζονται αρκετά συχνά για να εξασφαλίζουν μια κατάλληλη
κατανόηση των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στις οικονομικές καταστάσεις.
48. Οι
οικονομικές καταστάσεις συχνά γίνονται περισσότερο κατανοητές με την παρουσίαση
πληροφοριών σε χιλιάδες ή εκατομμύρια μονάδων του νομίσματος παρουσίασης. Αυτό
είναι αποδεκτό εφόσον γνωστοποιείται ο βαθμός στρογγυλοποίησης στην παρουσίαση
και δεν παραλείπονται απαραίτητες πληροφορίες.
Καλυπτόμενη
περίοδος αναφοράς
49. Οι
οικονομικές καταστάσεις θα παρουσιάζονται τουλάχιστον ετησίως. Όταν η
ημερομηνία του ισολογισμού μιας οντότητας αλλάζει και οι ετήσιες οικονομικές
καταστάσεις παρουσιάζονται για μια περίοδο μεγαλύτερη ή μικρότερη του ενός
έτος, η οντότητα πρέπει να γνωστοποιεί, επιπροσθέτως της περιόδου που
καλύπτεται από τις οικονομικές καταστάσεις:
(α) Το
λόγο που χρησιμοποιείται μεγαλύτερη ή μικρότερη περίοδος
και
(β) το
γεγονός ότι τα συγκριτικά ποσά της κατάστασης λογαριασμού αποτελεσμάτων, της
κατάστασης
μεταβολών
των ίδιων κεφαλαίων, της κατάστασης ταμιακών ροών και των σχετικών σημειώσεων
δεν είναι
εξ�ολοκλήρου συγκρίσιμα.
50.
Κανονικά, οι οικονομικές καταστάσεις καταρτίζονται με συνέπεια για να καλύπτουν
περίοδο ενός έτους. Όμως, μερικές οντότητες προτιμούν για πρακτικούς λόγους να
παρέχουν πληροφόρηση παραδείγματος χάρη για μια περίοδο 52 εβδομάδων. Αυτό το
Πρότυπο δεν αποκλείει αυτήν την πρακτική, επειδή οι προκύπτουσες οικονομικές
καταστάσεις δεν είναι πιθανό να διαφέρουν ουσιωδώς από εκείνες που θα
παρουσιάζονταν για ένα έτος.
Ισολογισμός
Δ ι α χ
ω ρ ι σ μ ό ς κ υ κ λ ο φ ο ρ ο ύ ν τ ω ν / μ η κ υ κ λ ο φ ο ρ ο ύ ν τ ω ν σ τ
ο ι χ ε ί ω ν
51. Η
οντότητα θα παρουσιάζει κυκλοφορούντα και μη κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία
και βραχυπρόθεσμες και μη βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις, ως ξεχωριστές κατατάξεις
στην όψη του ισολογισμού της σύμφωνα με τις παραγράφους 56-67 εκτός όταν μία
παρουσίαση που βασίζεται στη ρευστότητα παρέχει πληροφόρηση που είναι αξιόπιστη
και περισσότερο σχετική. Όταν εφαρμόζεται η εξαίρεση αυτή, όλα τα περιουσιακά
στοιχεία και οι υποχρεώσεις θα παρουσιάζονται γενικά κατά σειρά ρευστότητας.
52.
Ανεξάρτητα από την υιοθετημένη μέθοδο παρουσίασης, για κάθε συγκεκριμένο
κονδύλιο των περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων που συνδυάζει ποσά που
αναμένεται να εισπραχθούν ή να διακανονιστούν εντός
α)
δώδεκα μηνών από την ημερομηνία του ισολογισμού και β) περισσότερο από δώδεκα
μήνες μετά την ημερομηνία του ισολογισμού, η οντότητα θα γνωστοποιεί το ποσό
που αναμένεται να εισπραχθεί ή να διακα νονιστεί μετά την πάροδο των δώδεκα
μηνών.
53. Όταν
η οντότητα παρέχει εμπορεύματα ή υπηρεσίες μέσα σε ένα σαφώς εξατομικευμένο
κύκλο εκμετάλλευσης, η χωριστή κατάταξη των κυκλοφορούντων και των μη
κυκλοφορούντων περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, στην όψη του ισο
λογισμού, παρέχει χρήσιμες πληροφορίες με το διαχωρισμό των καθαρών
περιουσιακών στοιχείων που συνεχώς ανακυκλώνονται ως κεφάλαιο κίνησης, από
εκείνα τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία χρησιμοποιούνται στις μακροπρόθεσμες
δραστηριότητες της οντότητας. Αυτή η κατάταξη επίσης φανερώνει τα περιουσιακά
στοιχεία που αναμένεται να ρευστοποιηθούν μέσα στον τρέχοντα κύκλο
εκμετάλλευσης και τις υποχρεώσεις που οφείλεται να διακανονιστούν μέσα στην
ίδια περίοδο.
54. Για
κάποιες οντότητες, όπως είναι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, η παρουσίαση
περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων κατά αύξουσα ή φθίνουσα σειρά ρευστότητας
παρέχει πληροφόρηση που είναι αξιόπιστη και περισσότερο σχετική από την
παρουσίαση κυκλοφορούντων/μη κυκλοφορούντων διότι η οντότητα δεν παρέχει
εμπορεύματα ή υπηρεσίες μέσα σε καθαρά εξατομικευμένο κύκλο εκμετάλλευσης.
55. Με
την εφαρμογή της παραγράφου 51, η οντότητα επιτρέπεται να παρουσιάσει κάποια
περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις με τη χρήση της κατάταξης
κυκλοφορούντων/μη κυκλοφορούτων στοιχείων και κάποια άλλα με τη σειρά
ρευστότητάς τους όταν αυτό εξασφαλίζει την αξιόπιστη και περισσότερο σχετική
πληροφόρηση. Η ανάγκη μιας μικτής βάσης για τους σκοπούς της παρουσίασης μπορεί
να προκύψει όταν η οντότητα έχει διαφοροποιημένες δραστηριότητες.
56.
Πληροφορίες για τις αναμενόμενες ημερομηνίες λήξης των περιουσιακών στοιχείων
και των υποχρεώσεων είναι χρήσιμες για την εκτίμηση της ρευστότητας και της
φερεγγυότητας μιας οντότητας. Το ΔΠΧΠ 7
Χρηματοοικονομικά Μέσα: Γνωστοποιήσεις (Οπως τροποποιήθηκε με το ΔΠΧΠ 7
κανονισμός 108/2006 ) απαιτεί γνωστοποίηση των ημερομηνιών λήξης των
χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και των χρηματοοικονομικών
υποχρεώσεων. Τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία περιλαμβάνουν τις
εμπορικές και άλλες απαιτήσεις και οι χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις
περιλαμβάνουν τις εμπορικές υποχρεώσεις και άλλους πληρωτέους λογαριασμούς.
Ασχετα αν τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις κατατάσσονται ως
κυκλοφορούντα ή μη κυκλοφορούντα στοιχεία, είναι επίσης χρήσιμη η παροχή
πληροφοριών για την αναμενόμενη ημερομηνία ρευστοποίησης και διακανονισμού των
μη χρηματικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, όπως είναι τα αποθέματα
και οι προβλέψεις. Για παράδειγμα, μια οντότητα γνωστοποιεί το ποσό των
αποθεμάτων, που αναμένεται να ρευστοποιηθεί σε χρόνο των δώδεκα μηνών από την
ημερομηνία του ισολογισμού.
Κ υ κ λ
ο φ ο ρ ο ύ ν τ α π ε ρ ι ο υ σ ι α κ ά σ τ ο ι χ ε ί α
57. Ένα
περιουσιακό στοιχείο κατατάσσεται ως κυκλοφορούν όταν καλύπτει οποιοδήποτε από
τα ακόλουθα στοιχεία:
(α)
αναμένεται να ρευστοποιηθεί ή προορίζεται για πώληση ή ανάλωση, κατά τη συνήθη
πορεία του κύκλου εκμετάλλευσης της οντότητας,
(β)
κατέχεται κυρίως για εμπορικούς σκοπούς,
(γ)
αναμένεται να διακανονιστεί μέσα σε δώδεκα μήνες από την ημερομηνία του
ισολογισμού
ή
(δ)
είναι μετρητά ή ταμιακά ισοδύναμα (καθώς προσδιορίζει το ΔΛΠ 7 Καταστάσεις
Ταμιακών Ροών) εκτός αν υπάρχει περιορισμός ανταλλαγής ή χρήσης του για το
διακανονισμό υποχρέωσης για τουλάχιστον δώδεκα μήνες μετά την ημερομηνία τους
ισολογισμού.
Όλα τα
υπόλοιπα περιουσιακά στοιχεία πρέπει να κατατάσσονται ως μη κυκλοφορούντα.
58. Αυτό
το Πρότυπο χρησιμοποιεί τον όρο «μη κυκλοφορούντα» για να συμπεριλάβει
ενσώματα, άϋλα και μακροπρόθεσμα χρη ματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία. Δεν
απαγορεύεται η χρήση εναλλακτικών περιγραφών, εφόσον η έννοια είναι σαφής.
59. Ο
κύκλος εκμετάλλευσης της οντότητας είναι ο χρόνος μεταξύ της απόκτησης των
περιουσιακών στοιχείων για επεξεργασία και της ρευστοποίησής τους σε μετρητά ή
ταμιακά ισοδύναμα. Όταν ο κανονικός κύκλος εκμετάλλευσης της οντότητας δεν
είναι σαφώς εξατομικευμένος, η διάρκεια του υποτίθεται ότι είναι δώδεκα μηνών.
Τα κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία περιλαμβάνουν περιουσιακά στοιχεία (όπως
αποθέματα και εμπορικές απαιτήσεις) που πωλούνται, αναλώνονται ή
ρευστοποιούνται στο πλαίσιο του κανονικού κύκλου εκμετάλλευσης, ακόμη και όταν
δεν αναμένεται η ρευστοποίησή τους μέσα σε δώδεκα μήνες από την ημερομηνία του
ισολογισμού. Στα κυκλοφορούντα περιουσιακά στοιχεία περιλαμβάνονται περιουσιακά
στοιχεία που κατέχονται κυρίως για εμπορικούς σκοπούς (τα χρηματοοικονομικά
περιουσιακά στοιχεία της κατηγορίας αυτής κατατάσσονται ως προοριζόμενα για
εμπορική εκμετάλλευση σύμφωνα με το ΔΛΠ 39 Χρηματοοικονομικά
Μέσα:Αναγνώριση
και Αποτίμηση) και το κυκλοφορών τμήμα των μη κυκλοφορούντων χρηματοοικονομικών
μέσων.
Β ρ α χ
υ π ρ ό θ ε σ μ ε ς γ π ο χ ρ ε ώ σ ε ι ς
60. Μία
υποχρέωση κατατάσσεται ως βραχυπρόθεσμη όταν καλύπτει οποιοδήποτε από τα
ακόλουθα κριτήρια:
(α)
αναμένεται να διακανονιστεί κατά την κανονική πορεία του κύκλου εκμετάλλευσης
της οντότητας,
(β)
κατέχεται κυρίως για εμπορικούς σκοπούς,
(γ)
αναμένεται να διακανονιστεί εντός δώδεκα μηνών από την ημερομηνία του
ισολογισμού
ή
(δ) η
οντότητα δεν κατέχει ανεπιφύλακτο δικαίωμα αναβολής του διακανονισμού για
τουλάχιστον δώδεκα μήνες μετά την ημερομηνία του ισολογισμού.
Όλα οι
λοιπές υποχρεώσεις πρέπει να κατατάσσονται ως μη βραχυπρόθεσμες.
61.
Μερικές βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις, όπως οι εμπορικοί πληρωτέοι λογαριασμοί και
κάποια δεδουλευμένα κόστη μισθοδοσίας και λοιπές δαπάνες εκμετάλλευσης,
συνιστούν τμήμα του κεφαλαίου κίνησης που χρησιμοποιείται στον κανο νικό κύκλο
εκμετάλλευσης της οντότητας. Τέτοια στοιχεία της εκμετάλλευσης κατατάσσονται ως
βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις, ακόμη και αν οφείλεται να διακανονιστούν σε χρόνο
μεγαλύτερο των δώδεκα μηνών από την ημερομηνία του ισολογισμού. Ο ίδιος
κανονικός κύκλος εκμετάλλευσης ισχύει για την κατάταξη των περιουσιακών
στοιχείων και υποχρεώσεων της οντότητας. Όταν ο κανονικός κύκλος εκμετάλλευσης
της οντότητας δεν είναι σαφώς εξατομικευμένος, η διάρκεια του υποτίθεται ότι
είναι δώδεκα μηνών.
62.
Άλλες βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις δε διακανονίζονται ως μέρος του κανονικού
κύκλου εκμετάλλευσης, αλλά πρέπει να διακανονιστούν εντός δώδεκα μηνών από την
ημερομηνία του ισολογισμού ή διακατέχονται κυρίως για εμπορικούς σκο πούς.
Παραδείγματα αποτελούν οι χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις που κατατάσσονται ως
προοριζόμενες για εμπορική εκμετάλλευση σύμφωνα με το ΔΛΠ 39, οι τραπεζικές
υπεραναλήψεις και το βραχυοπρόθεσμο τμήμα των μη βραχυπρόθεσμων
χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων, τα πληρωτέα μερίσματα, οι φόροι εισοδήματος και
άλλοι μη εμπορικοί πληρωτέοι λογα ριασμοί. Οι χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις
που παρέχουν χρηματοδότηση σε μακροπρόθεσμη βάση (ήτοι δεν αποτελούν μέρος του
κεφαλαίου κίνησης που χρησιμοποιείται στον κανονικό κύκλο εκμετάλλευσης της
οντότητας) και δεν πρέπει να διακανονιστούν εντός δώδεκα μηνών από την
ημερομηνία του ισολογισμού είναι μη βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις, σύμφωνα
με τις
παραγράφους 65 και 66.
63. Η
οντότητα κατατάσσει τις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις αυτές ως βραχυπρόθεσμες
υποχρεώσεις, όταν πρέπει να διακανονιστούν εντός δώδεκα μηνών από την
ημερομηνία του ισολογισμού, ακόμη και στην περίπτωση που:
(α) η
αρχική προθεσμία ήταν για περίοδο μεγαλύτερη των δώδεκα μηνών
και
(β)
ολοκληρώνεται συμφωνία αναχρηματοδότησης ή επαναδιαπραγμάτευσης των όρων εξόφλησης
σε μακροπρόθεσμη βάση, μετά την ημερομηνία του ισολογισμού και πριν εγκριθούν
για έκδοση οι οικονομικές καταστάσεις.
64. Αν
μία οντότητα αναμένει και έχει την ευχέρεια να αναχρηματοδοτήσει ή να
μετακυλήσει μία υποχρέωση για τουλάχιστον δώδεκα μήνες μετά την ημερομηνία του
ισολογισμού σύμφωνα με υφιστάμενο πιστοδοτικό όριο, κατατάσσει την υποχρέωση ως
μη βραχυπρόθεσμη, ακόμη και αν θα έληγε σε μικρότερο χρονικό διάστημα
διαφορετικά. Ωστόσο, όταν η αναχρηματοδότηση ή η μετακύλιση δεν είναι στην ευχέρεια
της οντότητας (για παράδειγμα, δεν υπάρχει συμφωνία αναχρηματοδότησης), η
δυνατότητα αναχρηματοδότησης δε λαμβάνεται υπόψη και η υποχρέωση κατατάσσεται
ως βραχυπρόθεσμη.
65. Όταν
μία οντότητα αθετεί μία δέσμευση που απορρέει από μακροπρόθεσμη συμφωνία δανεισμού
την ή πριν την ημερομηνία του ισολογισμού ώστε η υποχρέωση να καθίσταται άμεσα
εξοφλήσιμη, η υποχρέωση κατατάσσεται ως βραχυπρόθεσμη, έστω και αν ο δανειστής
έχει συμφωνήσει, μετά την ημερομηνία του ισολογισμού και πριν την έγκριση των
οικονομικών καταστάσεων για έκδοση, να μην απαιτήσει την πληρωμή εξαιτίας της
αθέτησης. Η υποχρέωση κατατάσσεται ως βραχυπρόθεσμη επειδή, κατά την ημερομηνία
του ισολογισμού, η οντότητα δεν κατέχει ανεπιφύλακτο δικαίωμα αναβολής του
διακανονισμού για
τουλάχιστον
δώδεκα μήνες μετά την ημερομηνία αυτή.
66.
Όμως, η υποχρέωση κατατάσσεται ως μη βραχυπρόθεσμη αν ο δανειστής συμφωνήσει
μέχρι την ημερομηνία του ισολογισμού να παράσχει περίοδο χάριτος που λήγει
τουλάχιστον δώδεκα μήνες μετά την ημερομηνία του ισολογισμού, στη διάρκεια της
οποίας η οντότητα μπορεί να αποκαταστήσει την αθέτηση και κατά τη διάρκεια της
οποίας ο δανειστής δε δύναται να απαιτήσει την άμεση εξόφληση.
67.
Αναφορικά με δάνεια που κατατάσσονται ως βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις, εάν τα
ακόλουθα γεγονότα λάβουν χώρα μεταξύ της ημερομηνίας του ισολογισμού και της
ημερομηνίας έγκρισης των οικονομικών καταστάσεων, τα γεγονότα εκείνα πληρούν
τις προϋποθέσεις για γνωστοποίηση ως μη διορθωτικά γεγονότα σύμφωνα με το ΔΛΠ
10: Γεγονότα μετά την Ημερομηνία του Ισολογισμού:
(α)
αναχρηματοδότηση σε μακροπρόθεσμη βάση,
(β)
αποκατάσταση αθέτησης μακροπρόθεσμης συμφωνίας δανεισμού
και
(γ) η
παροχή περιόδου χάριτος από δανειστή προκειμένου να διορθωθεί η αθέτηση
μακροπρόθεσμης συμφωνίας δανεισμού που λήγει τουλάχιστον δώδεκα μήνες μετά την
ημερομηνία του ισολογισμού.
Π λ η ρ
ο φ ο ρ ί ε ς π ο υ π α ρ ο υ σ ι ά ζ ο ν τ α ι σ τ η ν ό ψ η τ ο υ ι σ ο λ ο γ
ι σ μ ο ύ
68. Η όψη του ισολογισμού θα περιλαμβάνει, κατ� ελάχιστον, συγκεκριμένα κονδύλια
που παρουσιάζουν τα ακόλουθα ποσά στο βαθμό που δεν παρουσιάζονται σύμφωνα με
την παράγραφο 68Α:
(α)
προστίθενται θέσεις, όταν ένα άλλο Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο απαιτεί ξεχωριστή
παρουσίαση στον πίνακα του ισολογισμού ή όταν το μέγεθος, η φύση ή η λειτουργία
ενός στοιχείου είναι τέτοια, ώστε μία ξεχωριστή εμφάνιση θα βοηθούσε στην
παρουσίαση της οικονομικής θέσης της επιχείρησης με τρόπο ακριβοδίκαιο και
(β) οι
περιγραφές που χρησιμοποιούνται και η διάταξη των στοιχείων μπορεί να
τροποποιηθούν ανάλογα με το είδος της επιχείρησης και των συναλλαγών της, για
να παρέχουν πληροφορίες που είναι αναγκαίες για μια συνολική αντίληψη της
οικονομικής θέσης της επιχείρησης. Για παράδειγμα, μία Τράπεζα τροποποιεί τις
ανωτέρω περιγραφές, για να εφαρμόσει τις ειδικότερες απαιτήσεις των παραγράφων 18
μέχρι 25 του ΔΛΠ 30
68Α. Η όψη του ισολογισμού θα περιλαμβάνει επίσης συγκεκριμένα
κονδύλια που παρουσιάζουν τα ακόλουθα ποσά:
(α) Τα συνολικά περιουσιακά στοιχεία που κατατάσσονται ως
κατεχόμενα προς πώληση και τα περιου σιακά στοιχεία που περιλαμβάνονται σε
ομάδες διάθεσης που κατατάσσονται ως κατεχόμενες προς πώληση σύμφωνα με το
Δ.Π.Χ.Π. 5 Μη Κυκλοφορούντα Περιουσιακά Στοιχεία που Κατέχονται προς Πώληση και
Διακοπείσες Δραστηριότητες και
(β) υποχρεώσεις που περιλαμβάνονται σε ομάδες διάθεσης που κατατάσσονται
ως κατεχόμενες προς πώληση σύμφωνα με το Δ.Π.Χ.Π. 5. (ΔΠΧΠ5)
69.
Επιπρόσθετα συγκεκριμένα κονδύλια, επικεφαλίδες και μερικά αθροίσματα πρέπει να
παρουσιάζονται στην όψη του ισολογισμού όταν μία τέτοια εμφάνιση είναι αναγκαία
για την κατανόηση της οικονομικής θέσης της οντότητας.
70. Όταν
μία οντότητα παρουσιάζει κυκλοφορούντα και μη κυκλοφορούντα περιουσιακά
στοιχεία και βραχυπρόθεσμες και μη βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις ως ξεχωριστές
κατατάξεις στην όψη του ισολογισμού της, δεν θα εντάσσει τις αναβαλλόμενες
φορολογικές απαιτήσεις (υποχρεώσεις), στην κατηγορία των κυκλοφορούντων
περιουσιακών στοιχείων (υποχρεώσεων).
71. Αυτό
το Πρότυπο δεν περιγράφει την τάξη ή τη μορφή με την οποία τα στοιχεία πρέπει
να παρουσιάζονται. Η παράγραφος
68
παρέχει απλώς έναν κατάλογο στοιχείων, που είναι επαρκώς διαφορετικά στο είδος
ή στη λειτουργία, ώστε να δικαιολογούν ιδιαίτερη παρουσίαση στην όψη του
ισολογισμού. Επιπρόσθετα:
(α)
συγκεκριμένα κονδύλια συμπεριλαμβάνονται όταν το μέγεθος, το είδος ή η
λειτουργία ενός στοιχείου ή συνάθροιση ομοίων στοιχείων είναι τέτοια που η
ιδιαίτερη παρουσίαση είναι συναφής προς μία κατανόηση της οικονομικής θέσης της
οντότητας και
(β) οι
περιγραφές που χρησιμοποιούνται και η διάταξη ή συνάθροιση των όμοιων στοιχείων
μπορεί να τροποποιηθούν ανάλογα με το είδος της οντότητας και των συναλλαγών
της, για να παρέχουν πληροφορίες που είναι συναφείς για την κατανόηση της
οικονομικής θέσης της οντότητας.Για παράδειγμα, ένα
χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δύναται να τροποποιήσει τις προαναφερόμενες περιγραφές
ώστε να παρέχει πληροφορίες σχετικές προς τις δραστηριότητες ενός
χρηματοπιστωτικού ιδρύματος.(Οπως τροποποιήθηκε με το ΔΠΧΠ 7 κανονισμός
108/2006 )
72. Η
απόφαση αν τα πρόσθετα στοιχεία θα παρουσιάζονται ιδιαίτερα βασίζεται σε μία
εκτίμηση:
(α) του
είδους και της ρευστότητας των περιουσιακών στοιχείων,
(β) της
λειτουργίας των περιουσιακών στοιχείων εντός της οντότητας
και
(γ) των
ποσών, του είδους και του χρονοδιαγράμματος των υποχρεώσεων.
73. Η
χρήση διαφορετικών βάσεων αποτίμησης για διαφορετικές κατηγορίες περιουσιακών
στοιχείων υποδηλώνει ότι διαφέρει το είδος ή η λειτουργία τους και συνεπώς ότι
πρέπει να παρουσιάζονται ως ξεχωριστά συγκεκριμένα κονδύλια. Για παράδειγμα,
διαφορετικές κατηγορίες ενσώματων ακινητοποιήσεων μπορεί να τηρούνται λογιστικά
στο κόστος ή σε αναπροσαρμοσμένα ποσά σύμφωνα με το ΔΛΠ 16 Ενσώματες
Ακινητοποιήσεις.
Π λ η ρ
ο φ ο ρ ί ε ς π ο υ π α ρ ο υ σ ι ά ζ ο ν τ α ι ε ί τ ε σ τ η ν ό ψ η τ ο υ ι σ
ο λ ο γ ι σ μ ο ύ ε ί τ ε σ τ ι ς σ η μ ε ι ώ σ ε ι ς
74. Η
επιχείρηση πρέπει να γνωστοποιεί, είτε στην όψη του ισολογισμού είτε στις
σημειώσεις, περαιτέρω υποκατηγορίες των συγκεκριμένων κονδυλίων που
παρουσιάσθηκαν, ταξινομημένες με τρόπο που αρμόζει στις δραστηριότητες της
οντότητας.
75. Η
λεπτομέρεια που παρέχεται στις υποταξινομήσεις εξαρτάται από τις απαιτήσεις των
Δ.Π.Χ.Α. και το μέγεθος, το είδος και τη λειτουργία των εμπλεκόμενων ποσών. Οι
παράγοντες που εκτίθενται στην παράγραφο 72 χρησιμοποιούνται επίσης για να απο
φασιστεί η βάση της υποταξινόμησης. Οι γνωστοποιήσεις θα ποικίλουν για κάθε
στοιχείο, π.χ.:
(α)
στοιχεία των ενσώματων ακινητοποιήσεων διαχωρίζονται σε κατηγορίες σύμφωνα με
το ΔΛΠ 16,
(β) οι
απαιτήσεις διαχωρίζονται σε ποσά εισπρακτέα από πελάτες, σε εισπρακτέους
λογαριασμούς συνδεδεμένων μερών, σε προπληρωμές και άλλα ποσά,
(γ) τα
αποθέματα υποταξινομούνται, σύμφωνα με το ΔΛΠ 2 Αποθέματα, σε ταξινομήσεις όπως
εμπορεύματα, προμήθειες παραγωγής, υλικά, παραγωγή σε εξέλιξη και τελικά
προϊόντα,
(δ) οι
προβλέψεις διαχωρίζονται σε προβλέψεις για παροχές σε εργαζομένους και άλλα
στοιχεία
και
(ε) το
μετοχικό κεφάλαιο και τα αποθεματικά διαχωρίζονται σε διάφορες κατηγορίες όπως
εκείνες του καταβεβλημένου κεφαλαίου, της διαφοράς υπέρ το άρτιο και του
αποθεματικού.
76. Η
οντότητα θα γνωστοποιεί τα ακόλουθα, είτε στην όψη του ισολογισμού είτε στις
σημειώσεις:
(α) για
κάθε κατηγορία μετοχικού κεφαλαίου:
(i) τον
αριθμό των εγκεκριμένων μετοχών,
(ii) τον
αριθμό των μετοχών που εκδόθηκαν και έχουν ολοσχερώς εξοφληθεί και των μετοχών
που
εκδόθηκαν
αλλά δεν έχουν εξοφληθεί,
(iii)
την αξία στο άρτιο ανά μετοχή ή ότι οι μετοχές δεν έχουν αξία στο άρτιο,
(iv)
συμφωνία του αριθμού των μετοχών που κυκλοφορούν στην αρχή και το τέλος της
περιόδου,
(v) τα
δικαιώματα, τα προνόμια και τους περιορισμούς που αφορούν σε εκείνη την κατηγορία
μετοχών, συμπεριλαμβανομένων των περιορισμών στη διανομή των μερισμάτων και την
αποπληρωμή του κεφαλαίου,
(vi)
μετοχές της οντότητας, που κατέχονται από την ίδια ή από θυγατρικές ή συγγενείς
και
(vii)
μετοχές που διατηρούνται προς έκδοση, σύμφωνα με δικαιώματα προαίρεσης και
συμβάσεις για την πώληση μετοχών, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών όρων και των
ποσών
και
(β)
περιγραφή του είδους και του σκοπού κάθε αποθεματικού που περιλαμβάνεται στα
ίδια κεφάλαια.
77. Μια
οντότητα χωρίς μετοχικό κεφάλαιο, όπως ένας συνεταιρισμός ή ένα καταπίστευμα,
θα γνωστοποιεί πληροφορίες ισοδύναμες προς εκείνες που απαιτούνται από την
παράγραφο 76(α), που δείχνουν τις μεταβολές κατά τη διάρκεια της περιόδου σε
κάθε κατηγορία συμμετοχής καθώς και τα δικαιώματα, τα προνόμια και τους
περιορισμούς που αφορούν στην κάθε κατηγορία δικαιωμάτων.
Κατάσταση
λογαριασμού αποτελεσμάτων
Κ έ ρ δ
ο ς ή ζ η μ ί α π ε ρ ι ό δ ο υ
78. Κάθε
στοιχείο των εσόδων και των δαπανών που αναγνωρίζεται σε μία περίοδο θα
περιλαμβάνεται στο κέρδος
ή τη
ζημία εκτός αν κάποιο Πρότυπο ή Διερμηνεία απαιτεί διαφορετικά.
79.
Κανονικά, όλα τα στοιχεία των εσόδων και των δαπανών που αναγνωρίζονται σε μία
περίοδο συμπεριλαμβάνονται στο κέρδος ή τη ζημία. Σε αυτό περιλαμβάνονται οι
επιδράσεις των μεταβολών στις λογιστικές εκτιμήσεις. Όμως, μπορεί να υπάρχουν
περιπτώσεις όπου ειδικά στοιχεία αποκλείονται από το κέρδος ή τη ζημία της
τρέχουσας περιόδου. Το ΔΛΠ 8 ασχολείται με δύο τέτοιες περιπτώσεις: τη διόρθωση
των λαθών και την επίδραση των μεταβολών των λογιστικών πολιτικών.
80. Αλλα
Πρότυπα ασχολούνται με στοιχεία τα οποία μπορούν να ικανοποιούν τους
προσδιορισμούς του Πλαισίου, για το τι είναι έσοδο ή δαπάνη αλλά συνήθως
αποκλείονται από τα αποτελέσματα. Παραδείγματα αποτελούν τα πλεονάσματα
αναπροσαρ μογής παγίων στοιχείων (βλέπε ΔΛΠ 16), συγκεκριμένα κέρδη ή ζημίες
που απορρέουν από μετατροπές των οικονομικών καταστάσεων αλλοδαπής επιχείρησης
(βλέπε ΔΛΠ 21) και κέρδη η ζημίες από την επαναποτίμηση των διαθεσίμων προς
πώληση χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων (βλέπε ΔΛΠ 39).
Π λ η ρ
ο φ ο ρ ί ε ς π ο υ π α ρ ο υ σ ι ά ζ ο ν τ α ι σ τ η ν ό ψ η τ η ς κ α τ ά σ τ
α σ η ς λ ο γ α ρ ι α σ μ ο ύ α π ο τ ε λ ε σ μ ά τ ω ν
81. Η όψη της κατάστασης λογαριασμού αποτελεσμάτων θα
περιλαμβάνει, κατ�ελάχιστον, συγκεκριμένα
κονδύλια που παρουσιάζουν τα ακόλουθα ποσά για την περίοδο:
(α)
έσοδα,
(β)
χρηματοοικονομικά κόστη,
(γ)
μερίδιο των κερδών ή ζημιών από συγγενείς επιχειρήσεις και κοινοπραξίες που
λογιστικοποιούνται με τη
μέθοδο
της καθαρής θέσης,
(δ) έξοδο φόρου,
(ε) ένα ενιαίο ποσό που αποτελείται από το σύνολο (i) του μετά
φόρων κέρδους ή ζημίας των διακοπεισών δραστηριοτήτων και (ii) του μετά φόρων
κέρδους ή ζημίας που αναγνωρίστηκε κατά την επιμέτρηση της εύλογης αξίας
απομειωμένης κατά τα κόστη πώλησης ή κατά τη διάθεση περιουσιακών στοιχείων ή
ομάδων διάθεσης που συνιστούσαν τη διακοπείσα δραστηριότητα
και (στ) κέρδος ή ζημία.
82.
Τα ακόλουθα ποσά θα γνωστοποιούνται στην όψη της κατάστασης λογαριασμού
αποτελεσμάτων ως επιμερι σμοί του κέρδους ή της ζημίας της περιόδου:
(α)
κέρδη ή ζημίες που αναλογούν στα συμφέροντα μειοψηφίας
και
(β)
κέρδος ή ζημία που αναλογεί σε κατόχους μετοχών της μητρικής εταιρίας.
83.
Επιπρόσθετα συγκεκριμένα κονδύλια, επικεφαλίδες και μερικά αθροίσματα θα
παρουσιάζονται στην όψη της
κατάστασης
λογαριασμού αποτελεσμάτων όταν μία τέτοια παρουσίαση είναι αναγκαία για την
κατανόηση της
οικονομικής
επίδοσης της οντότητας.
84.
Επειδή τα αποτελέσματα των διάφορων δραστηριοτήτων της οντότητας, οι συναλλαγές
και άλλα γεγονότα διαφέρουν σε συχνότητα, πιθανότητα κέρδους ή ζημίας και
προβλεψιμότητα, η γνωστοποίηση των στοιχείων της χρηματοοικονομικής επίδοσης
βοηθά στην κατανόηση της επιτευχθείσας χρηματοοικονομικής επίδοσης και στην
εκτίμηση των μελλοντικών αποτελεσμάτων. Πρόσθετα συγκεκριμένα κονδύλια
περιλαμβάνονται στην όψη της κατάστασης λογαριασμού αποτελεσμάτων και οι
περιγραφές που χρησιμοποιούνται και η διάταξη των στοιχείων τροποποιούνται,
όταν αυτό είναι απαραίτητο για να αποσαφηνιστούν οι παράγοντες της
χρηματοοικονομικής επίδοσης. Οι παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη
περιλαμβάνουν την σημαντικότητα και το είδος και τη λειτουργία των συνθετικών
στοιχείων των εσόδων και των δαπανών. Για παράδειγμα,
ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δύναται να τροποποιήσει τις προαναφερόμενες
περιγραφές ώστε να παρέχει πληροφορίες σχετικές προς τις δραστηριότητες ενός
χρηματοπιστωτικού ιδρύματος.(Οπως τροποποιήθηκε με το ΔΠΧΠ 7 κανονισμός
108/2006 )
85. Η
οντότητα δε θα παρουσιάζει στοιχεία των εσόδων και των δαπανών ως έκτακτα
κονδύλια, είτε στην όψη της κατάστασης λογαριασμού αποτελεσμάτων είτε στις
σημειώσεις.
Π λ η ρ
ο φ ο ρ ί ε ς π ο υ π α ρ ο υ σ ι ά ζ ο ν τ α ι ε ί τ ε σ τ η ν ό ψ η τ η ς κ α
τ ά σ τ α σ η ς λ ο γ α ρ ι α σ μ ο ύ α π ο τ ε λ ε σ μ ά τ ω ν
ε ί τ ε
σ τ ι ς σ η μ ε ι ώ σ ε ι ς ( π ρ ο σ ά ρ τ η μ α )
86. Όταν
τα στοιχεία των εσόδων και των δαπανών είναι σημαντικά, το είδος και τα ποσά
τους θα γνωστοποιούνται ξεχωριστά.
87. Οι
περιπτώσεις που θα έδιναν αφορμή για ξεχωριστή γνωστοποίηση των στοιχείων των
εσόδων και των δαπανών περιλαμβάνουν:
(α) την
υποτίμηση των αποθεμάτων στην καθαρή ρευστοποιήσιμη αξία ή των ενσώματων
ακινητοποιήσεων στο ανακτήσιμο ποσό, όπως επίσης και τις αναστροφές τέτοιων
υποτιμήσεων,
(β) την
αναδιάρθρωση των δραστηριοτήτων μιας οντότητας και την αντιστροφή των
οποιωνδήποτε προβλέψεων για κόστη αναδιάρθρωσης,
(γ)
διαθέσεις στοιχείων των ενσώματων ακινητοποιήσεων,
(δ)
διαθέσεις επενδύσεων,
(ε) διακοπείσες δραστηριότητες(ΔΠΧΠ5)
(στ)
νομικοί διακανονισμοί
και
(ζ) άλλες
αναστροφές προβλέψεων.
88. Η
οντότητα θα παρουσιάζει ανάλυση των δαπανών με τη χρήση ταξινόμησης που
βασίζεται είτε στο είδος των δαπανών είτε στη λειτουργία τους στην οντότητα,
αναλόγως της ταξινόμησης που παρέχει πληροφόρηση που είναι αξιόπιστη και περισσότερο
σχετική.
89.
Συνιστάται στις οντότητες να παρουσιάζουν την ανάλυση της παραγράφου 88 στην
όψη της κατάστασης λογαριασμού αποτελεσμάτων.
90. Οι
δαπάνες υποταξινομούνται ώστε να επισημάνουν μία σειρά στοιχείων της
χρηματοοικονομικής επίδοσης, τα οποία μπορεί να διαφέρουν σε σταθερότητα,
πιθανότητα κέρδους ή ζημίας και προβλεψιμότητα. Η ανάλυση αυτή παρέχεται σε μία
εκ των δύο κατωτέρων μορφών.
91. Η
πρώτη μορφή ανάλυσης είναι η μέθοδος των κατά είδος εξόδων. Οι δαπάνες
συναθροίζονται στην κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων, σύμφωνα με το είδος
τους (για παράδειγμα αποσβέσεις, αγορές υλών, κόστη μεταφοράς, παροχές σε
εργαζομένους και κόστη διαφήμισης) και δεν ανακατανέμονται μεταξύ των διαφόρων
λειτουργιών εντός της οντότητας. Η μέθοδος αυτή δύναται να είναι απλή στην
εφαρμογή της επειδή δεν απαιτείται επιμερισμός των δαπανών στις λειτουργικές
κατατάξεις. Ένα παράδειγμα κατάταξης, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο των κατά είδος
εξόδων, έχει ως ακολούθως:
Έσοδα Χ
Αλλα
έσοδα, Χ
Μεταβολές
στα αποθέματα ετοίμων προϊόντων και στην παραγωγή σε εξέλιξη Χ
Αναλώσεις
πρώτων υλών και υλικών Χ
Κόστος
παροχών σε εργαζόμενους Χ
Δαπάνες
αποσβέσεων Χ
Αλλες
δαπάνες, Χ
Σύνολο
δαπανών (Χ)
Κέρδος Χ
92. Η
δεύτερη μορφή ανάλυσης είναι η μέθοδος κατηγορίας εξόδου ή του «κόστους
πωληθέντων» και κατατάσσει τις δαπάνες σύμφωνα με τη λειτουργία τους ως μέρος
του κόστους πωλήσεων, ή για παράδειγμα του κόστους διάθεσης ή διοικητικών
λειτουργιών. Κατ�ελάχιστο, με τη χρήση αυτής της
μεθόδου η οντότητα γνωστοποιεί το κόστος πωληθέντων της ξεχωριστά από άλλες
δαπάνες. Αυτή η μέθοδος συχνά παρέχει στους χρήστες πιο σχετικές πληροφορίες
από ότι η μέθοδος των κατά είδος εξόδων, αλλά ο επιμερισμός του κόστους στις
λειτουργίες μπορεί να είναι αυθαίρετη και απαιτεί σημαντικό βαθμό κρίσης. Ένα
παράδειγμα κατάταξης με τη μέθοδο της κατηγορίας εξόδου έχει ως ακολούθως:
Έσοδα Χ
Κόστος
πωληθέντων (Χ)
Μικτό
κέρδος Χ
Αλλα
έσοδα, Χ
Κόστος
διάθεσης (Χ)
Έξοδα
διοικητικής λειτουργίας (Χ)
Αλλες
δαπάνες, (Χ)
Κέρδος Χ
93. Οι
οντότητες που κατατάσσουν τις δαπάνες κατά λειτουργία πρέπει να γνωστοποιούν
πρόσθετες πληροφορίες ως προς το είδος των δαπανών, συμπεριλαμβάνοντας τις
δαπάνες αποσβέσεων και το κόστος των παροχών σε εργαζομένους.
94. Η
επιλογή της ανάλυσης με μία από τις μεθόδους της κατηγορίας εξόδου ή των κατά
είδος δαπανών εξαρτάται τόσο από ιστο ρικούς και κλαδικούς παράγοντες όσο και
από το είδος της οντότητας. Αμφότερες οι μέθοδοι παρέχουν μια ένδειξη του
κόστους εκείνου που αναμένεται να επηρεάζεται, άμεσα ή έμμεσα, από το επίπεδο
των πωλήσεων ή της παραγωγής της οντότητας. Επειδή κάθε μέθοδος παρουσίασης
έχει πλεονεκτήματα για διαφορετικούς τύπους οντοτήτων, το παρόν Πρότυπο απαιτεί
από τη διοίκηση να επιλέξει την περισσότερο σχετική και αξιόπιστη παρουσίαση.
Όμως, επειδή οι πληροφορίες ως προς το είδος των δαπανών είναι χρήσιμες για την
πρόβλεψη των μελλοντικών ταμιακών ροών, απαιτούνται πρόσθετες
γνωστοποιήσεις,
όταν χρησιμοποιείται η κατάταξη με τη μέθοδο της κατηγορίας εξόδου. Στην
παράγραφο 93, ο όρος «πα ροχές σε εργαζομένους» έχει την ίδια έννοια με το ΔΛΠ
19: Παροχές σε Εργαζόμενους.
95. Η
οντότητα θα γνωστοποιεί, στην όψη της κατάστασης λογαριασμού αποτελεσμάτων ή
την κατάσταση μεταβολών των ίδιων κεφαλαίων ή στις σημειώσεις, το ποσό των
μερισμάτων που αναγνωρίστηκε ως διανομή σε κατόχους μετοχών κατά τη διάρκεια
της περιόδου και το αναλογούν ποσό ανά μετοχή
.
Κατάσταση
μεταβολών των ιδίων κεφαλαίων
96. Η
οντότητα θα παρουσιάσει κατάσταση μεταβολών των ίδιων κεφαλαίων η οποία θα
φέρει τις ακόλουθες πληροφορίες στην όψη της:
(α)
κέρδος ή ζημία περιόδου,
(β) κάθε
στοιχείου έσοδο και δαπάνης της περιόδου που, όπως απαιτείται από άλλα Πρότυπα
ή Διερμηνείες, αναγνωρίζεται κατ� ευθείαν
στην καθαρή θέση και το σύνολο αυτών των στοιχείων,
(γ)
συνολικά έσοδα και δαπάνες της περιόδου [υπολογιζόμενα ως άθροισμα του (α) και
(β)], που δείχνει ξεχω ριστά τα συνολικά ποσά που αναλογούν σε κατόχους μετοχών
της μητρικής εταιρίας και σε συμφέροντα μειοψηφίας
και
δ) Μία κατάσταση μεταβολών των ίδιων κεφαλαίων που περιλαμβάνει
μόνο τα στοιχεία αυτά θα ονομά ζεται κατάσταση αναγνωρισμένων εσόδων και
εξόδων. (όπως τροπ. με τον 1910/2005 (ΔΛΠ 19))
97. Η
οντότητα θα παρουσιάσει επίσης, είτε στην όψη της κατάστασης μεταβολών των
ίδιων κεφαλαίων ή στις σημειώσεις:
(α) τα
ποσά των συναλλαγών με κατόχους μετοχών που δρουν υπό την ιδιότητα τους ως
μέτοχοι, που απεικονίζουν ξεχωριστά τις διανομές σε κατόχους μετοχών,
(β) το
υπόλοιπο τους κέρδους εις νέον (ήτοι το σωρευόμενο κέρδος ή ζημία) στην αρχή
της περιόδου και κατά την ημερομηνία του ισολογισμού, καθώς και τις μεταβολές
κατά τη διάρκεια της περιόδου και
(γ)
συμφωνία μεταξύ της λογιστικής αξίας κάθε κατηγορίας εισφερομένων κεφαλαίων και
κάθε αποθεματι κού, στην αρχή και το τέλος κάθε περιόδου, γνωστοποιώντας
ξεχωριστά κάθε μεταβολή.
98. Οι
μεταβολές στα ίδια κεφάλαια της οντότητας μεταξύ δυο ημερομηνιών ισολογισμού
αντανακλούν την αύξηση ή μείωση των
καθαρών
περιουσιακών στοιχείων της κατά τη διάρκεια της περιόδου. Εκτός των μεταβολών
που προκύπτουν από συναλ λαγές με κατόχους μετοχών που δρουν υπό την μετοχική
ιδιότητά τους (όπως εισφορές κεφαλαίου, επαναγορές των ίδιων συμμετοχικών
τίτλων της οντότητας και μερισμάτων) και κόστη συναλλαγών που σχετίζονται άμεσα
με τις συναλλαγές αυτές, η συνολική μεταβολή των ιδίων κεφαλαίων σε μία περίοδο
αντιπροσωπεύει τα συνολικά έξοδα και τις συνολικές δαπάνες, συμπεριλαμβανομένων
των κερδών και των ζημιών, που δημιουργούνται από τις δραστηριότητες της
οντότητας κατά την περίοδο εκείνη (άσχετα αν εκείνα τα στοιχεία των εσόδων και
των δαπανών αναγνωρίζονται ως κέρδος ή ζημία ή απευθείας στις μεταβολές των
ίδιων κεφαλαίων).
99. Το
παρόν Πρότυπο απαιτεί κάθε στοιχείο των εσόδων και των δαπανών που
αναγνωρίζεται σε μία περίοδο να περιλαμβάνεται στο κέρδος ή την ζημία εκτός αν
κάποιο άλλο Πρότυπο ή Διερμηνεία απαιτεί διαφορετικά. Αλλα Πρότυπα απαιτούν
κάποια κέρδη και ζημίες (όπως οι αυξήσεις ή μειώσεις αναπροσαρμογών,
συγκεκριμένες συναλλαγματικές διαφορές, κέρδη ή ζημίες κατά την επανεκτίμηση
διαθέσιμων προς πώληση χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και τα
αναλογούντα ποσά τρέχοντος και αναβαλλόμενου φόρου) να αναγνωρίζονται απευθείας
στις μεταβολές των ίδιων κεφαλαίων. Δεδομένου ότι είναι σημαντικό να
λαμβάνονται υπόψη όλα τα στοιχεία των εσόδων και των δαπανών στην εκτίμηση των
μεταβολών της οικονο μικής θέσης της οντότητας μεταξύ δύο ημερομηνιών
ισολογισμών, αυτό το Πρότυπο απαιτεί την παρουσίαση μιας κατάστασης μεταβολών
των ίδιων κεφαλαίων που επισημαίνει τα συνολικά έσοδα και τις συνολικές δαπάνες
μιας οντότητας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αναγνωρίζονται απευθείας στα
ίδια κεφάλαια.
100. Το
ΔΛΠ 8 απαιτεί αναδρομικές προσαρμογές για την πραγματοποίηση μεταβολών στις
λογιστικές πολιτικές, στην έκταση που αυτό είναι εφικτό, εκτός αν οι
μεταβατικές διατάξεις άλλου Προτύπου ή Διερμηνείας απαιτούν διαφορετικά. Το ΔΛΠ
8 επίσης απαιτεί οι επαναδιατυπώσεις για τη διόρθωση λαθών να γίνονται
αναδρομικά, στην έκταση που αυτό είναι εφικτό. Οι ανα δρομικές προσαρμογές και
αναδρομικές επαναδιατυπώσεις γίνονται στο υπόλοιπο των κερδών εις νέον, εκτός
όταν Πρότυπο ή Διερμηνεία απαιτεί την αναδρομική προσαρμογή άλλου στοιχείου των
ιδίων κεφαλαίων. Η παράγραφος 96(δ) απαιτεί γνωστοποίηση στην κατάσταση
μεταβολών των ίδιων κεφαλαίων της συνολικής προσαρμογής κάθε στοιχείου των
ιδίων κεφαλαίων που προκύπτει ξεχωριστά, από μεταβολές στις λογιστικές
πολιτικές και διορθώσεις λαθών. Οι προσαρμογές αυτές γνωστοποιούνται για κάθε
προηγούμενη περίοδο και την αρχή της περιόδου.
101. Οι
απαιτήσεις των παραγράφων 96 και 97 μπορεί να αντιμετωπίζονται με διάφορους
τρόπους. Ένα παράδειγμα είναι η διάταξη σε στήλες που συμφωνεί τα υπόλοιπα
έναρξης και κλεισίματος κάθε στοιχείου των ιδίων κεφαλαίων. Μία εναλλακτική
είναι η παρουσίαση μόνον εκείνων των στοιχείων που παραθέτονται στην παράγραφο
96 της κατάστασης μεταβολών των ίδιων κεφαλαίων. Σύμφωνα με αυτήν την
προσέγγιση, τα στοιχεία που περιγράφονται στην παράγραφο 97 εμφανίζονται στις
σημειώσεις.
Κατάσταση
ταμιακών ροών
102. Οι
πληροφορίες περί ταμιακών ροών παρέχουν στους χρήστες μια βάση εκτίμησης της
ικανότητας της οντότητας να δημιουρ γεί ταμιακά διαθέσιμα και ταμιακά ισοδύναμα
και των αναγκών της οντότητας να χρησιμοποιεί αυτές τις ταμιακές ροές. IAS 7
Cash Flow Statements sets out requirements for
the presentation of the cash flow statement and related disclosures.
Σημειώσεις
Δ ο μ ή
103. Οι
σημειώσεις θα:
(α)
παρουσιάζουν πληροφορίες για τη βάση κατάρτισης των οικονομικών καταστάσεων και
για τις συγκεκριμένες λογιστικές πολιτικές που εφαρμόστηκαν σύμφωνα με τις
παραγράφους 108-115,
(β)
γνωστοποιούν τις πληροφορίες που απαιτούν τα Δ.Π.Χ.Α. που δεν παρουσιάζονται
στην όψη του ισο λογισμού, της κατάστασης λογαριασμού αποτελεσμάτων, της
κατάστασης μεταβολών των ίδιων κεφαλαίων ή της κατάστασης ταμιακών ροών
και
(γ) θα
παρέχουν πληροφορίες επιπρόσθετες που δεν παρουσιάζονται στην όψη του
ισολογισμού, της κατάστασης λογαριασμού αποτελεσμάτων, της κατάστασης μεταβολών
των ίδιων κεφαλαίων ή της κατάστασης ταμιακών ροών αλλά που είναι σχετικές για
την κατανόηση οποιωνδήποτε εξ�αυτών.
104. Στο
μέτρο που αυτό είναι εφικτό, οι σημειώσεις πρέπει να παρουσιάζεται με
συστηματικό τρόπο. Κάθε στοιχείο στην όψη του ισολογισμού, της κατάστασης
λογαριασμού αποτελεσμάτων, της κατάστασης μεταβολών των ίδιων κεφαλαίων και της
κατάστασης ταμιακών ροών πρέπει να παραπέμπει σε οποιαδήποτε σχετική πληροφορία
των σημειώσεων.
105. Οι
σημειώσεις κανονικά παρουσιάζονται κατά την ακόλουθη σειρά, που βοηθά τους
χρήστες να κατανοήσουν τις οικονο μικές καταστάσεις και να τις συγκρίνουν με
τις οικονομικές καταστάσεις άλλων οντοτήτων:
(α)
σημείωση συμμόρφωσης με τα Δ.Π.Χ.Α. (βλέπε παράγραφο 14),
(β)
περίληψη των σημαντικών λογιστικών πολιτικών που έχουν εφαρμοστεί (βλέπε
παράγραφο 108),
(γ)
επεξηγηματικές πληροφορίες για τα στοιχεία που παρουσιάζονται στην όψη του
ισολογισμού, της κατάστασης λογα ριασμού αποτελεσμάτων, της κατάστασης
μεταβολών των ίδιων κεφαλαίων και της κατάστασης ταμιακών ροών, με τη σειρά που
παρουσιάζεται κάθε κατάσταση και συγκεκριμένο κονδύλιο
και
(δ)
άλλες γνωστοποιήσεις, που περιλαμβάνουν:
(i)
ενδεχόμενες υποχρεώσεις (βλέπε ΔΛΠ 37) και μη αναγνωρισθείσες συμβατικές
δεσμεύσεις
και
(ii) μη
χρηματοοικονομικές γνωστοποιήσεις, όπως τους στόχους της οντότητας αναφορικά με
τις πολιτικές και τη διαχείριση κινδύνου (βλέπε ΔΛΠ 32).
106. Σε
μερικές περιπτώσεις μπορεί να είναι αναγκαίο ή επιθυμητό να διαφοροποιείται η
διάταξη συγκεκριμένων στοιχείων εντός των σημειώσεων. Για παράδειγμα,
πληροφορίες για μεταβολές στην εύλογη αξία που αναγνωρίζεται στο κέρδος ή τη
ζημία μπορεί να συνδυάζονται με πληροφορίες για τις ημερομηνίες λήξης των
χρηματοοικονομικών μέσων, μολονότι οι πρώτες αφορούν γνωστοποιήσεις της
κατάστασης λογαριασμού αποτελεσμάτων και οι τελευταίες σχετίζονται με τον ισολο
γισμό. Παρόλα αυτά, διατηρείται, όσο είναι πρακτικά δυνατόν, μία συστηματική
δομή των σημειώσεων.
107.
Σημειώσεις που παρέχουν πληροφορίες για τη βάση κατάρτισης των οικονομικών
καταστάσεων και τις συγκεκριμένες λογι στικές πολιτικές μπορεί να
παρουσιάζονται ως ένα ξεχωριστό στοιχείο των οικονομικών καταστάσεων.
Γ ν ω σ
τ ο π ο ί η σ η λ ο γ ι σ τ ι κ ώ ν π ο λ ι τ ι κ ώ ν
108. Η
οντότητα θα γνωστοποιεί τα ακόλουθα στην περίληψη των σημαντικών λογιστικών
πολιτικών:
(α) τη
βάση (τις βάσεις) αποτίμησης που χρησιμοποιήθηκαν για την κατάρτιση των
οικονομικών
καταστάσεων
και
(β) τις
λοιπές λογιστικές πολιτικές, που χρησιμοποιήθηκαν και που είναι απαραίτητες για
την κατανόηση των οικονομικών καταστάσεων.
109.
Είναι σημαντικό να πληροφορούνται οι χρήστες για τη βάση ή τις βάσεις
αποτίμησης που χρησιμοποιήθηκαν στις οικονο μικές καταστάσεις (για παράδειγμα
ιστορικό κόστος, τρέχον κόστος, καθαρή ρευστοποιήσιμη αξία, εύλογη αξία ή
ανακτήσιμο ποσό) διότι η βάση στην οποία καταρτίζονται οι οικονομικές
καταστάσεις επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την ανάλυσή τους. Όταν εφαρμόζονται
περισσότερες από μία βάσεις αποτίμησης στις οικονομικές καταστάσεις, για παράδειγμα,
όταν ορισμένες κατηγορίες των περιουσιακών στοιχείων αναπροσαρμόζονται, είναι
επαρκές να παρέχεται μία ένδειξη των κατηγοριών των περιουσιακών στοιχείων και
των υποχρεώσεων στις οποίες εφαρμόζεται η κάθε μέθοδος.
110. Για
να αποφασίσει αν πρέπει να γίνει γνωστοποίηση μίας συγκεκριμένης λογιστικής
πολιτικής, η διοίκηση λαμβάνει υπόψη αν η γνωστοποίηση θα βοηθούσε τους χρήστες
να αντιληφθούν πώς οι συναλλαγές, τα λοιπά γεγονότα και οι συνθήκες
αντικατοπτρίζονται στην παρουσιαζόμενη χρηματοοικονομική επίδοση και την
οικονομική θέση. Η γνωστοποίηση ιδιαίτερων λογιστικών πολιτικών είναι
ιδιαζόντως χρήσιμη για τους χρήστες όταν οι πολιτικές αυτές επιλέγονται ανάμεσα
στις εναλ λακτικές λύσεις που επιτρέπουν τα Πρότυπα και οι Διερμηνείες. Ένα
παράδειγμα είναι η γνωστοποίηση αν ένας κοινοπρακτών αναγνωρίζει τα συμφέροντά
του σε από κοινού ελεγχόμενη οικονομική οντότητα με τη χρήση της αναλογικής
ενοποίησης ή της μεθόδου της καθαρής θέσης (βλέπε ΔΛΠ 31: Συμφέροντα σε
Κοινοπραξίες). Μερικά Πρότυπα απαιτούν συγκεκριμένα
τη
γνωστοποίηση ιδιαίτερων λογιστικών πολιτικών, συμπεριλαμβανομένων των επιλογών
της διοίκησης μεταξύ των
διαφορετικών
πολιτικών που αυτά επιτρέπουν. Για παράδειγμα, το ΔΛΠ 16 απαιτεί γνωστοποίηση
των βάσεων αποτίμησης που εφαρμόζονται σε κατηγορίες των ενσώματων
ακινητοποιήσεων. Το ΔΛΠ 23: Κόστος Δανεισμού απαιτεί να γνωστοποιη θεί αν τα
κόστη δανεισμού αναγνωρίζονται άμεσα ως δαπάνη ή κεφαλαιοποιούνται ως τμήμα του
κόστους των περιουσιακών στοιχείων που πληρούν τις προϋποθέσεις.
111.
Κάθε οντότητα εξετάζει το είδος των δραστηριοτήτων της και τις πολιτικές, που
οι χρήστες θα ανέμεναν να γνωστοποιηθούν για το συγκεκριμένο εκείνο τύπο
οντότητας. Για παράδειγμα, μία οντότητα που υπόκειται σε φόρους εισοδήματος θα
αναμενόταν να γνωστοποιεί τις λογιστικές πολιτικές της που αφορούν τους φόρους
εισοδήματος, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εφαρμόζονται στις αναβαλλόμενες
φορολογικές υποχρεώσεις και απαιτήσεις. Αν μία οντότητα έχει σημαντικές
δραστηριότητες στο εξωτερικό ή συναλλαγές σε ξένα νομίσματα, θα αναμενόταν η
γνωστοποίηση των λογιστικών πολιτικών για την αναγνώριση των συναλλαγματικών
διαφορών. Όταν έχουν γίνει συνενώσεις επιχειρήσεων, οι πολιτικές που
χρησιμοποιήθηκαν για την αποτίμηση της υπεραξίας και των συμφερόντων της
μειοψηφίας γνωστοποιούνται.
112. Μία
λογιστική πολιτική μπορεί να είναι σημαντική λόγω του είδους των δραστηριοτήτων
της οντότητας, ακόμη και όταν τα ποσά που απεικονίζονται για την τρέχουσα και
τις προηγούμενες περιόδους δεν είναι σημαντικά. Είναι επίσης ορθό να
γνωστοποιείται κάθε σημαντική λογιστική πολιτική που δεν απαιτείται ειδικά από
τα Δ.Π.Χ.Α., αλλά επιλέγεται και εφαρμόζεται σύμφωνα με το ΔΛΠ 8.
113. Η
οντότητα θα γνωστοποιεί, στην περίληψη των σημαντικών λογιστικών πολιτικών ή
άλλες σημειώσεις, τις κρίσεις της διοίκησης κατά τη διαδικασία της εφαρμογής
των λογιστικών πολιτικών της οντότητας που έχουν την σημαντικότερη επίδραση στα
ποσά που αναγνωρίζονται στις οικονομικές καταστάσεις, εκτός εκείνων που αφορούν
σε εκτιμήσεις (βλέπε παράγραφο 116).
114.
Κατά τη διαδικασία της εφαρμογής των λογιστικών πολιτικών της οντότητας, η
διοίκηση προβαίνει σε διάφορες κρίσεις, εκτός εκείνων που αφορούν στις
εκτιμήσεις, που έχουν τη δυνατότητα να επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό τα ποσά που
αναγνωρίζονται στις οικονομικές καταστάσεις. Για παράδειγμα, η διοίκηση
προβαίνει σε κρίσεις για τον προσδιορισμό:
(α) αν
τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία αποτελούν διακρατούμενες μέχρι τη
λήξη επενδύσεις,
(β) πότε
ουσιωδώς όλοι οι σημαντικοί κίνδυνοι και τα οφέλη της ιδιοκτησίας των χρηματοοικονομικών
και των μισθωμένων περιουσιακών στοιχείων μεταφέρονται σε άλλες οντότητες,
(γ) αν,
στην ουσία, συγκεκριμένες πωλήσεις αγαθών αποτελούν είδος χρηματοδότησης και
συνεπώς δε δημιουργούν έσοδο και
(δ) αν η
ουσία της σχέσης μεταξύ της οντότητας και της οικονομικής οντότητας ειδικού
σκοπού υποδηλώνει ότι η τελευταία ελέγχεται από την πρώτη.
115.
Κάποιες γνωστοποιήσεις σύμφωνα με την παράγραφο 113 απαιτούνται από άλλα
Πρότυπα. Για παράδειγμα, το ΔΛΠ 27 απαιτεί η οντότητα να γνωστοποιεί τους
λόγους που το ποσοστό ιδιοκτησίας της δε συνιστά έλεγχο, σχετικά με εκδότρια
που δεν είναι θυγατρική έστω και αν περισσότερο από το ήμισυ των δικαιωμάτων ή
των δυνητικών δικαιωμάτων ψήφου της ανήκει άμεσα ή έμμεσα μέσω θυγατρικών. Το
ΔΛΠ 40 απαιτεί γνωστοποίηση των κριτηρίων που αναπτύσσονται από την οντότητα
για να διαχωρίσει την επένδυση σε ακίνητα από τα ιδιοχρησιμοποιούμενα ακίνητα
και από ακίνητα που κατέχονται για πώληση κατά τη συνήθη πορεία της οντότητας,
όταν η ταξινόμηση των ακινήτων είναι δύσκολη.
Κ ύ ρ ι
ε ς π η γ έ ς α β ε β α ι ό τ η τ α ς τ ω ν ε κ τ ι μ ή σ ε ω ν
116. Η
οντότητα θα γνωστοποιεί στις σημειώσεις πληροφορίες σχετικά με τις κύριες
παραδοχές για το μέλλον και άλλες κύριες πηγές αβεβαιότητας των εκτιμήσεων κατά
την ημερομηνία του ισολογισμού, που έχουν σημα ντικό κίνδυνο να προκαλέσουν
σημαντικές προσαρμογές στις λογιστικές αξίες των περιουσιακών στοιχείων και
υποχρεώσεων εντός του επόμενου οικονομικού έτους. Αναφορικά με τα
προαναφερόμενα περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις, οι σημειώσεις θα
περιλαμβάνουν λεπτομέρειες σχετικά με:
(α) το
είδος τους
και
(β) τη
λογιστική αξία τους κατά την ημερομηνία του ισολογισμού.
117. Ο
προσδιορισμός των λογιστικών αξιών κάποιων περιουσιακών στοιχείων και
υποχρεώσεων απαιτεί εκτίμηση των επιδράσεων αβέβαιων μελλοντικών γεγονότων σε
εκείνα τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις κατά την ημερομηνία του
ισολο γισμού. Για παράδειγμα, ελλείψει προσφάτως παρατηρούμενων αγοραίων τιμών
για την αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων που
ακολουθούν, απαιτούνται μελλοντικές προβλέψεις για την αποτίμηση των
ανακτήσιμων ποσών κατηγοριών των ενσώματων ακινητοποιήσεων, της επίδρασης της
τεχνολογικής απαρχαίωσης στα αποθέματα, προβλέψεις που εξαρτώνται από την
μελλοντική έκβαση εκκρεμοδικιών και υποχρεώσεις που απορρέουν από
μακροπρόθεσμες παροχές σε εργαζόμενους όπως είναι οι υποχρεώσεις που αφορούν σε
συντάξεις. Οι εκτιμήσεις αυτές αφορούν σε παραδοχές για στοιχεία όπως είναι η
προσαρμογή κινδύνου στις ταμιακές ροές ή τα προεξοφλητικά επιτόκια που
χρησιμοποιούνται, οι μελλοντικές μεταβολές των μισθών και των τιμών που
επηρεάζουν άλλα κόστη.
118. Οι
κύριες παραδοχές και άλλες κύριες πηγές αβεβαιότητας των εκτιμήσεων που
γνωστοποιούνται σύμφωνα με την παράγραφο 116 σχετίζονται με τις εκτιμήσεις που
απαιτούνται για τις πιο δύσκολες, υποκειμενικές ή σύνθετες κρίσεις της
διοίκησης. Καθώς ο αριθμός των μεταβλητών και των παραδοχών που άπτονται της
πιθανής μελλοντικής επίλυσης των αβεβαιοτήτων αυξάνει, οι κρίσεις γίνονται
περισσότερο αντικειμενικές και σύνθετες και η πιθανότητα μιας συνεπακόλουθης
σημαντικής προσαρμογής των λογιστικών αξιών των περιουσιακών στοιχείων και των
υποχρεώσεων συνήθως αυξάνει αναλόγως.
119. Οι
γνωστοποιήσεις της παραγράφου 116 δεν απαιτούνται για περιουσιακά στοιχεία και
υποχρεώσεις που υπόκεινται σε σημαντικό κίνδυνο ότι οι λογιστικές αξίες τους
δύνανται να μεταβληθούν σημαντικά εντός του επόμενου οικονομικού έτο υς, αν,
κατά την ημερομηνία του ισολογισμού, αποτιμώνται στην εύλογη αξία βάσει
προσφάτως παρατηρημένων αγοραίων τιμών (οι εύλογες αξίες τους δύνανται να
μεταβληθούν σημαντικά εντός του επόμενου οικονομικού έτους αλλά οι αλλαγές
αυτές δεν θα προέκυπταν από παραδοχές ή άλλες πηγές αβεβαιότητας των εκτιμήσεων
κατά την ημερομηνία του ισολογισμού).
120. Οι
γνωστοποιήσεις της παραγράφου 116 παρουσιάζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να
βοηθούν τους χρήστες των οικονομικών καταστάσεων να κατανοήσουν τις κρίσεις της
διοίκησης αναφορικά με το μέλλον και άλλες κύριες πηγές αβεβαιότητας των
εκτιμήσεων. Το είδος και η έκταση των παρεχόμενων πληροφοριών ποικίλλουν
ανάλογα με το είδος της παραδοχής και άλλες συνθήκες. Παραδείγματα των ειδών
των γνωστοποιήσεων είναι:
(α) το
είδος της παραδοχής ή άλλη αβεβαιότητα των εκτιμήσεων,
(β) η
ευαισθησία των λογιστικών αξιών στις μεθόδους, τις παραδοχές και τις εκτιμήσεις
που διέπουν τον υπολογισμό τους,
συμπεριλαμβανομένων
των αιτιών της ευαισθησίας,
(γ) η
αναμενόμενη επίλυση μιας αβεβαιότητας και το φάσμα των λογικά πιθανών εκβάσεων
εντός του επόμενου οικονο μικού έτους σχετικά με τις λογιστικές αξίες των
επηρεαζόμενων περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων
και
(δ) μία
επεξήγηση των μεταβολών σε προηγούμενες παραδοχές σχετικά με τα περιουσιακά
εκείνα στοιχεία και τις
υποχρεώσεις,
αν η αβεβαιότητα παραμένει.
121. Δεν
είναι αναγκαίο να γνωστοποιηθούν πληροφορίες που αφορούν τον προϋπολογισμό ή
τις προγνώσεις στις γνωστοποιήσεις της παραγράφου 116.
122.
Όταν είναι ανέφικτη η γνωστοποίηση της έκτασης των πιθανών επιδράσεων ή άλλης
κύριας παραδοχής αβεβαιότητας των εκτιμήσεων κατά την ημερομηνία του
ισολογισμού, η οντότητα γνωστοποιεί ότι είναι εύλογα πιθανό, βάσει της
υπάρχουσας γνώσης, τα αποτελέσματα εντός του επόμενου οικονομικού έτους που
διαφέρουν από τις παραδοχές, να απαιτούν σημα ντική προσαρμογή στη λογιστική
αξία του επηρεαζόμενου περιουσιακού στοιχείου ή υποχρέωσης. Σε κάθε περίπτωση,
η οντότητα γνωστοποιεί το είδος και τη λογιστική αξία του συγκεκριμένου
περιουσιακού στοιχείου ή υποχρέωσης (ή κατηγορίας περιουσιακών στοιχείων ή
υποχρεώσεων) που επηρεάστηκε από την παραδοχή.
123. Οι
γνωστοποιήσεις της παραγράφου 113 συγκεκριμένων κρίσεων της διοίκησης που
έγιναν κατά την εφαρμογή των λογιστικών πολιτικών της οντότητας δε σχετίζονται
με γνωστοποιήσεις των κύριων πηγών της αβεβαιότητας των εκτιμήσεων της
παραγράφου 116.
124. Η
γνωστοποίηση κάποιων κύριων παραδοχών που σε διαφορετική περίπτωση θα
απαιτούνταν σύμφωνα με την παράγραφο 116 απαιτείται από άλλα Πρότυπα. Για
παράδειγμα, το ΔΛΠ 37 απαιτεί γνωστοποίηση, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, μειζόνων
παραδοχών που αφορούν σε μελλοντικά γεγονότα που επηρεάζουν κατηγορίες
προβλέψεων. Το ΔΠΧΠ 7 απαιτεί γνωστοποίηση των
σημαντικών παραδοχών που εφαρμόζονται κατά την εκτίμηση των εύλογων αξιών των
χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων που τηρούνται
λογιστικά στην εύλογη αξία. Το ΔΛΠ 16 απαιτεί γνωστοποίηση των σημαντικών
παραδοχών που εφαρμόζονται κατά την εκτίμηση των εύλογων αξιών των
αναπροσαρμοσμένων στοιχείων των ενσώματων ακινητοποιήσεων.
Κεφάλαιο
124A Μια οντότητα γνωστοποιεί πληροφορίες που επιτρέπουν στους
χρήστες των οικονομικών καταστάσεών της να αξιολογήσουν τους στόχους, τις
πολιτικές και τις διαδικασίες που εφαρμόζει για τη διαχείριση κεφαλαίου.
124B Προκειμένου να συμμορφωθεί με την παράγραφο 124Α, η οντότητα
γνωστοποιεί τα κάτωθι:
(α) Ποιοτικές πληροφορίες σχετικά με τους στόχους, τις πολιτικές
και τις διαδικασίες που εφαρμόζει για τη διαχείριση κεφαλαίου, περιλαμβανομένων
των εξής (χωρίς, ωστόσο, να περιορίζεται σε αυτά):
(i) περιγραφή των στοιχείων που διαχειρίζεται ως κεφάλαιο,
(ii) όταν η οντότητα υπόκειται σε έξωθεν επιβεβλημένες κεφαλαιακές
απαιτήσεις, τον χαρακτήρα των απαιτήσεων αυτών και τον τρόπο με τον οποίο
ενσωματώνονται στη διαχείριση του κεφαλαίου, και
(iii) τον τρόπο με τον οποίο επιτυγχάνει τους στόχους της όσον
αφορά τη διαχείριση του κεφαλαίου.
(β) Συνοπτικά ποσοτικά δεδομένα σχετικά με τα στοιχεία τα οποία
διαχειρίζεται ως κεφάλαιο. Ορισμένες οντότητες θεωρούν ορισμένες
χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις (π.χ. ορισμένες μορφές χρέους μειωμένης εξασφάλισης)
ως μέρος του κεφαλαίου. ’λλες οντότητες θεωρούν ότι το κεφάλαιο δεν περιλαμβάνει ορισμένα στοιχεία των ιδίων κεφαλαίων (π.χ. στοιχεία προερχόμενα από αντισταθμίσεις
χρηματορροών).
(γ) Οποιεσδήποτε μεταβολές στα στοιχεία (α) και (β) από την
προηγούμενη περίοδο.
(δ) Εάν, κατά την διάρκεια της περιόδου, συμμορφώθηκε με
οποιεσδήποτε έξωθεν επιβεβλημένες κεφαλαιακές απαιτήσεις στις οποίες υπόκειται.
(ε) Σε περίπτωση που η οντότητα δεν συμμορφώθηκε με τέτοιες έξωθεν
επιβεβλημένες κεφαλαιακές απαιτήσεις, τις συνέπειες της μη συμμόρφωσής της.
Οι εν λόγω γνωστοποιήσεις βασίζονται σε πληροφορίες παρεχόμενες
ενδοεταιρικά στο ανώτερο διευθυντικό προσωπικό της οντότητας.
124Γ Μια οντότητα δύναται να διαχειρίζεται κεφάλαια με διάφορους
τρόπους και να υπάγεται σε περισσότερες διαφορετικές κεφαλαιακές απαιτήσεις.
Για παράδειγμα, ένας όμιλος ετερογενών δραστηριοτήτων μπορεί να περιλαμβάνει
οντότητες που διεξάγουν τόσο ασφαλιστικές όσο και τραπεζικές δραστηριότητες,
ενώ οι ίδιες οντότητες ενδέχεται να αναπτύσσουν δραστηριότητα σε περισσότερες
περιοχές δικαιοδοσίας. Εάν υπάρχει πιθανότητα η συγκεντρωτική γνωστοποίηση των
κεφαλαιακών απαιτήσεων και του τρόπου διαχείρισης του κεφαλαίου να μην παρέχει
χρήσιμες πληροφορίες ή να αλλοιώσει τις εντυπώσεις ενός χρήστη οικονομικών καταστάσεων
όσον αφορά τους κεφαλαιακούς πόρους μιας οντότητας, η οντότητα γνωστοποιεί
χωριστές πληροφορίες για κάθε κεφαλαιακή απαίτηση στην οποία υπόκειται.(Οπως
προστεθηκε με το ΔΠΧΠ 7 κανονισμός 108/2006 )
Α λ λ ε
ς τ ν ω σ τ ο π ο ι ή σ ε ι ς
125. Η
οντότητα πρέπει να γνωστοποιεί τα ακόλουθα εντός των σημειώσεων:
(α) το
ποσό των μερισμάτων που προτείνεται ή δηλώνεται πριν την έγκριση της έκδοσης
των οικονομικών καταστάσεων αλλά δεν αναγνωρίζεται ως διάθεση στους κατόχους
μετοχών κατά τη διάρκεια της περιόδου και το αναλογούν ποσό ανά μετοχή
και
(β) τα
ποσό οποιωνδήποτε σωρευμένων μερισμάτων προνομιούχων μετοχών δεν έχουν
αναγνωριστεί.
126. Η
οντότητα θα γνωστοποιεί τα ακόλουθα, αν δε γνωστοποιήθηκαν αλλού στις
δημοσιευόμενες με τις οικο νομικές καταστάσεις πληροφορίες:
(α) την
έδρα και τη νομική μορφή της οντότητας, τη χώρα της ιδρύσεώς της και τη
διεύθυνση της έδρας (ή
του
κύριου τόπου των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, αν διαφέρει από τον τόπο της
έδρας),
(β) μια
περιγραφή του είδους των εργασιών της οντότητας και των κυριοτέρων
δραστηριοτήτων της
και
(γ) την
επωνυμία της μητρικής εταιρίας, καθώς και της τελικής μητρικής εταιρίας του
ομίλου.
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
ΕΝΑΡΞΗΣ ΙΣΧΥΟΣ
127. Η
οντότητα θα εφαρμόσει το Πρότυπο αυτό για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την ή
μετά την 1η Ιανουαρίου 2005. Η εφαρμογή νωρίτερα ενθαρρύνεται. Αν η οντότητα
εφαρμόσει αυτό το Πρότυπο για περίοδο που αρχίζει πριν την 1ης Ιανουαρίου 2005,
πρέπει να γνωστοποιεί το γεγονός αυτό.
ΑΝΑΚΛΗΣΗ
ΤΟΥ ΔΛΠ 1 (ΑΝΑΘΕΩΡΗΜΕΝΟ ΤΟ 1997)
128. Το
παρόν Πρότυπο αντικαθιστά το ΔΛΠ 1: Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων
αναθεωρημένο το 1997.
ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ
Τροποποιήσεις
σε άλλες ανακοινώσεις
Οι
τροποποιήσεις αυτού του προσαρτήματος θα εφαρμόζονται σε ετήσιες περιόδους που
αρχίζουν την ή μετά από την 1ης Ιανουαρίου 2005. Αν η οντότητα εφαρμόσει το
Πρότυπο αυτό για προγενέστερη περίοδο, οι τροποποιήσεις αυτές θα εφαρμόζονται
για εκείνη την προγενέστερη περίοδο.
A1. Στα
Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς, συμπεριλαμβανομένων των Διεθνών
Λογιστικών Προτύπων και Διερμηνειών, εφαρμοστέων το Δεκέμβριο 2003:
(α)
παραπομπές στο «καθαρό κέρδος ή ζημία» τροποποιούνται σε «κέρδος ή ζημία»,
(β)
παραπομπές σε «σημειώσεις επί των οικονομικών καταστάσεων» τροποποιούνται σε
«σημειώσεις»
και
(γ)
παραπομπές σε «μετοχικό κεφάλαιο» τροποποιούνται σε «εισφερόμενο κεφάλαιο».
A2. [Η
τροποποίηση δεν εφαρμόζεται σε Πρότυπα που παρουσιάζονται με στοιχειώδη μορφή].
A3. Οι
παράγραφοι 69 και 70 του ΔΛΠ 12 Φόροι Εισοδήματος απαλείφονται.
A4. Η
παράγραφος 23 του ΔΛΠ 19 Παροχές σε Εργαζόμενους τροποποιείται ως εξής:
23.
Μολονότι το Πρότυπο αυτό δεν απαιτεί ειδικές γνωστοποιήσεις για βραχύχρονες
παροχές σε εργαζόμενους,
άλλα
Πρότυπα μπορεί να απαιτούν γνωστοποιήσεις. Για παράδειγμα, το ΔΛΠ 24,
Γνωστοποιήσεις Συνδεδεμένων
Μερών,
απαιτεί γνωστοποιήσεις σχετικά με τις παροχές σε εργαζόμενους για διευθυντικά
στελέχη του προσωπικού. Το ΔΛΠ 1 Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων,
απαιτεί γνωστοποίηση της δαπάνης για τις παροχές σε εργαζόμενους.
A5. [Η
τροποποίηση δεν εφαρμόζεται σε Πρότυπα που παρουσιάζονται με στοιχειώδη μορφή].
A6. Το
ΔΛΠ 34 Ενδιάμεση Χρηματοοικονομική Αναφορά τροποποιείται ως ακολούθως:
Η
παράγραφος 5 τροποποιείται ως εξής:
5. Το
ΔΛΠ 1 ορίζει μία πλήρη σειρά οικονομικών καταστάσεων ως αυτή που περιλαμβάνει
τα ακόλουθα στοιχεία:
(α)
ισολογισμό,
(β)
κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων,
(γ)
κατάσταση μεταβολών των ίδιων κεφαλαίων που να παρουσιάζει είτε:
(i) όλες
τις μεταβολές των ιδίων κεφαλαίων,
είτε
(ii) τις
μεταβολές των ιδίων κεφαλαίων, εκτός από εκείνες που προκύπτουν από συναλλαγές
με τους κατόχους μετοχών που δρουν υπό την ιδιότητα του μετόχου,
(δ)
κατάσταση ταμιακών ροών
και,
(ε)
σημειώσεις που περιλαμβάνουν περίληψη των σημαντικών λογιστικών πολιτικών και
άλλες επεξηγηματικές
σημειώσεις.
Η
παράγραφος 12 τροποποιείται ως εξής:
12. Το
ΔΛΠ παρέχει καθοδήγηση σχετικά με τη δομή των οικονομικών καταστάσεων. Η Οδηγία
Εφαρμογής του ΔΛΠ 1
απεικονίζει
τρόπους με τους οποίους μπορεί να παρουσιαστεί ο ισολογισμός, η κατάσταση
λογαριασμού
αποτελεσμάτων
και η κατάσταση μεταβολών των ίδιων κεφαλαίων.
Η
παράγραφος 13 τροποποιείται ως εξής:
13. Το
ΔΛΠ 1 απαιτεί, μία κατάσταση μεταβολών των ίδιων κεφαλαίων να παρουσιάζεται ως
ένα ξεχωριστό στοιχείο των οικονομικών καταστάσεων της οντότητας και επιτρέπει
επίσης οι πληροφορίες για μεταβολές στην καθαρή θέση που προκύπτουν από
συναλλαγές με τους μετόχους που δρουν υπό την μετοχική ιδιότητά τους
(συμπεριλαμβανομένων των διαθέσεων σε κατόχους μετοχών) να εμφανίζονται είτε
στην όψη της κατάστασης λογα ριασμού αποτελεσμάτων είτε στις σημειώσεις. Η
οντότητα ακολουθεί τον ίδιο μορφότυπο στην ενδιάμεση
κατάσταση
μεταβολών των ίδιων κεφαλαίων, όπως στην πιο πρόσφατη ετήσια κατάστασή της.
A7. Οι
παράγραφοι 39 και 40 του ΔΛΠ 35 Διακοπτόμενες Δραστηριότητες τροποποιούνται ως
εξής:
39. Οι
γνωστοποιήσεις που απαιτούνται από τις παραγράφους 27 � 37 εκτός από το τη γνωστοποίηση του προ φόρου
κέρδους ή ζημίας που αναγνωρίζεται από την εκποίηση περιουσιακών στοιχείων ή τη
ρύθμιση υποχρεώσεων που αφορούν στη διακοπτόμενη εκμετάλλευση σύμφωνα με την
παράγραφο 31(α), μπορούν να εμφανίζονται είτε στις σημειώσεις είτε στην όψη του
ισολογισμού, της κατάστασης λογαριασμού αποτελεσμάτων ή της κατάστασης
μεταβολών των ίδιων κεφαλαίων.
40. Το
ΔΛΠ 1 Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων απαιτεί το προ φόρων κέρδος ή
ζημία που αναγνωρίζεται κατά την εκποίηση περιουσιακών στοιχείων ή τη ρύθμιση
υποχρεώσεων που αφορούν στις διακοπτόμενες δραστηριότητες να παρουσιάζεται στην
όψη της κατάστασης λογαριασμού αποτελεσμάτων. Οι οντότητες ενθαρρύνονται να
παρουσιάζουν τις γνωστοποιήσεις που απαιτούνται από τις παραγράφους 27(στ) και
27(ζ) στην όψη της κατάστασης λογαριασμού αποτελεσμάτων και της κατάστασης
ταμιακών ροών, αντίστοιχα.
A8. [Η
τροποποίηση δεν εφαρμόζεται σε Πρότυπα που παρουσιάζονται με στοιχειώδη μορφή].
A9. Το ΔΛΠ
41 Γεωργία τροποποιείται ως ακολούθως:
Η
παράγραφος 39 απαλείφεται.
Η
παράγραφος 53 τροποποιείται ως εξής:
53. Η
γεωργική δραστηριότητα εκτίθεται συχνά σε κλιματολογικούς κινδύνους, κινδύνους
ασθενειών και άλλους φυσικούς κινδύνους. Αν συμβεί γεγονός που δημιουργεί
σημαντικό στοιχείο εσόδου ή δαπάνης, γνωστοποιούνται το είδος και το ποσό του
εν λόγω στοιχείου σύμφωνα με το ΔΛΠ 1 Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων.
Παραδείγματα τέτοιου γεγονότος αποτελούν μία εκδήλωση δηλητηριώδους ασθενείας,
μια πλημμύρα, σοβαρές ξηρασίες ή παγετός και η μάστιγα εντόμων.
A10. [Η
τροποποίηση δεν εφαρμόζεται σε Πρότυπα που παρουσιάζονται με στοιχειώδη μορφή].
A11. Η
παράγραφος 5(δ) της ΜΕΔ - 32 Αϋλα Περιουσιακά Στοιχεία �Κόστη Δικτυακού Τόπου τροποποιείται ως εξής:
5. Η
παρούσα διερμηνεία δεν εφαρμόζεται σε δαπάνες για την αγορά, την ανάπτυξη και
τη λειτουργία υλισμικού (π.χ., δια κομιστές διαδικτύου, διακομιστές «staging»,
διακομιστές παραγωγής και συνδέσεις διαδικτύου) που αφορούν δικτυακό τόπο. Οι
δαπάνες αυτές λογιστικοποιούνται σύμφωνα με το ΔΛΠ 16. Επιπροσθέτως, όταν μία
οντότητα προβαίνει σε δαπάνες που αφορούν πάροχο υπηρεσιών διαδικτύου που
φιλοξενεί το δικτυακό τόπο της οντότητας, η δαπάνη αναγνωρίζεται ως έξοδο
σύμφωνα με το ΔΛΠ 1.78 και το Πλαίσιο όταν παρέχονται οι υπηρεσίες.