ΔΙΕΘΝΕΣ
ΛΟΓΙΣΤΙΚO ΠΡΟΤΥΠΟ 8 Λογιστικές Πολιτικές, Μεταβολές των Λογιστικών
Εκτιμήσεων και Λάθη
Το
αναθεωρημένο Πρότυπο αντικαθιστά το ΔΛΠ 8: Καθαρό Κέρδος ή Ζημιά Περιόδου,
Θεμελιώδη Λάθη και Μεταβολές στις Λογιστικές Πολιτικές και θα πρέπει να
εφαρμόζεται για ετήσιες περιόδους που ξεκινούν την ή μετά την 1η Ιανουαρίου
2005. Η εφαρμογή νωρίτερα ενθαρρύνεται.
ΣΚΟΠOΣ
1. Ο
σκοπός αυτού του Προτύπου είναι να προδιαγράψει τα κριτήρια για την επιλογή και
τη μεταβολή των λογιστικών πολιτικών, μαζί με το λογιστικό χειρισμό και τη
γνωστοποίηση των μεταβολών στις λογιστικές πολιτικές, τις λογιστικές εκτιμήσεις
και τις διορθώσεις λαθών. Το Πρότυπο επιδιώκει να ενισχύσει τη σχετικότητα και
την αξιοπιστία των οικονομικών καταστάσεων της οντότητας και τη συγκρισιμότητα
των οικονομικών καταστάσεων αυτών σε βάθος χρόνου και με τις οικονομικές
καταστάσεις άλλων οντοτήτων.
2. Οι
υποχρεώσεις γνωστοποιήσεων για τις λογιστικές πολιτικές, εκτός των μεταβολών
των λογιστικών πολιτικών, θέτονται στο
ΔΛΠ 1:
Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων.
ΠΕΔIΟ ΕΦΑΡΜΟΓHΣ
3. Το
παρόν Πρότυπο θα εφαρμόζεται στην επιλογή και την εφαρμογή λογιστικών πολιτικών
και τηλογιστικοποίηση των μεταβολών στις λογιστικές πολιτικές, τις λογιστικές
εκτιμήσεις και τις διορθώσεις λαθών.
4. Οι
φορολογικές επιδράσεις των διορθώσεων προγενέστερων περιόδων και των
αναδρομικών προσαρμογών για την εφαρμογή μεταβολών στις λογιστικές πολιτικές,
λογιστικοποιούνται και γνωστοποιούνται σύμφωνα με το ΔΛΠ 12: Φόροι Εισοδήματος.
ΟΡΙΣΜΟI
5. Οι
ακόλουθοι όροι χρησιμοποιούνται σε αυτό το Πρότυπο με τις έννοιες που
καθορίζονται:
Λογιστικές
πολιτικές είναι οι συγκεκριμένες
αρχές, βάσεις, παραδοχές, κανόνες και πρακτικές, που εφαρμόζονται από την
οντότητα για την κατάρτιση και παρουσίαση των οικονομικών καταστάσεων.
Η
μεταβολή της λογιστικής εκτίμησης είναι
προσαρμογή της λογιστικής αξίας περιουσιακού στοιχείου ήυποχρέωσης ή το ποσό
της περιοδικής ανάλωσης περιουσιακού στοιχείου, που προκύπτει από εκτίμηση της
παρούσας κατάστασης και των αναμενόμενων μελλοντικών ωφελειών και υποχρεώσεων
που σχετίζονται μεπεριουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις. Οι μεταβολές της
λογιστικής εκτίμησης προκύπτουν από νέεςπληροφορίες ή εξελίξεις και, κατά
συνέπεια, δεν είναι διορθώσεις λαθών.
Διεθνή
Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς
(Δ.Π.Χ.Α.) είναι Πρότυπα και Διερμηνείες που έχουν υιοθε τηθεί από το Συμβούλιο
των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (Σ.Δ.Λ.Π.). Περιλαμβάνουν:
(α)
Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς,
(β)
Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα,
και
(γ)
Διερμηνείες που δημιουργήθηκαν από την Επιτροπή Διερμηνειών των Διεθνών Προτύπων
Χρηματοοικο νομικής Αναφοράς (Ε.Δ.Δ.Π.Χ.Α.), ή την πρώην Μόνιμη Επιτροπή
Διερμηνειών (ΜΕΔ).
Σημαντικό:
Οι παραλείψεις και οι ανακρίβειες είναι
σημαντικές αν θα μπορούσαν, μεμονωμένα ή συλλογικά, να επηρεάσουν τις
οικονομικές αποφάσεις των χρηστών, που λαμβάνονται βάσει των
οικονομικώνκαταστάσεων. Η σημαντικότητα εξαρτάται από το μέγεθος και το είδος
της παράλειψης ή της κακήςδιατύπωσης, κρινόμενη βάσει των συνθηκών που την
περιστοιχίζουν. Το είδος ή το μέγεθος του στοιχείου ή ένας συνδυασμός των δύο, θα
μπορούσε να είναι ο καθοριστικός παράγοντας.
Λάθη
προγενέστερων περιόδων είναι παραλείψεις
από και κακές διατυπώσεις στις οικονομικές καταστάσεις τηςοντότητας, μιας ή
περισσότερων περιόδων, που προκύπτουν από παράλειψη χρήσης ή κακή χρήση
αξιόπιστωνπληροφοριών που:
(α) ήταν
διαθέσιμες όταν οι οικονομικές καταστάσεις για τις περιόδους εκείνες είχαν
εγκριθεί για έκδοση,και
(β) θα
μπορούσε εύλογα να αναμένεται ότι αποκτήθηκαν και λήφθηκαν υπόψη κατά την
κατάρτιση και τηνπαρουσίαση εκείνων των οικονομικών καταστάσεων.
Λάθη
μπορεί να συμβούν ως αποτέλεσμα μαθηματικών σφαλμάτων, κακής εφαρμογής
λογιστικών πολιτικών,παραλείψεις ή κακής ερμηνείας γεγονότων και απάτης.
Αναδρομική
εφαρμογή είναι η εφαρμογή νέας λογιστικής πολιτικής σε
συναλλαγές, άλλα γεγονότα καιπεριστάσεις ως αν η νέα λογιστική πολιτική ήταν
ανέκαθεν σε χρήση.
Αναδρομική
επαναδιατύπωση είναι η διόρθωση της
αναγνώρισης, διατύπωσης και γνωστοποίησης ποσών τωνστοιχείων των οικονομικών
καταστάσεων ως αν το λάθος της προγενέστερης περιόδου δεν είχε γίνει.Ανέφικτος:
Η εφαρμογή μιας απαίτησης είναι ανέφικτη όταν η οντότητα δεν μπορεί να την
εφαρμόσει έχονταςκαταβάλει κάθε εύλογη προσπάθεια προς αυτήν την κατεύθυνση.
Για μία συγκεκριμένη περίοδο, είναι ανέφικτηη εφαρμογή μεταβολής σε λογιστική
πολιτική αναδρομικά ή η αναδρομική επαναδιατύπωση για διόρθωση
λάθους
αν:
(α) οι
επιδράσεις της αναδρομικής εφαρμογής ή της αναδρομικής επαναδιατύπωσης δεν
είναι προσδιορίσιμες,
(β) η
αναδρομική εφαρμογή η αναδρομική επαναδιατύπωση απαιτεί παραδοχές σχετικά με
την πρόθεση τηςδιοίκησης εκείνη την περίοδο,
ή
(γ) η
αναδρομική εφαρμογή ή αναδρομική επαναδιατύπωση απαιτεί αξιόλογες εκτιμήσεις
ποσών και δεν είναι δυνατό να γίνει αντικειμενική διάκριση των πληροφοριών των
εκτιμήσεων αυτών που:
(i) να παρέχει ενδείξεις των συνθηκών που επικρατούσαν κατά την
ημερομηνία (τις ημερομηνίες) τηςαναγνώρισης, αποτίμησης ή γνωστοποίησης των
ποσών,
και
(ii) θα ήταν διαθέσιμες όταν οι οικονομικές καταστάσεις εκείνης της
προγενέστερης περιόδου είχαν εγκρι θεί για έκδοση. από άλλες πληροφορίες.
Μελλοντική
εφαρμογή μεταβολής λογιστικής πολιτικής και αναγνώρισης της επίδρασης μεταβολής
λογιστικής εκτίμησης, αντίστοιχα, είναι:
(α) η
εφαρμογή της νέας λογιστικής πολιτικής σε συναλλαγές, άλλα γεγονότα και
περιστάσεις που συμβαίνουνμετά την ημερομηνία μεταβολής της πολιτικής,
και
(β) η
αναγνώριση της επίδρασης της λογιστικής εκτίμησης στις τρέχουσες και
μελλοντικές περιόδους πουεπηρεάζονται από τη μεταβολή.
6. Η
αξιολόγηση αν μία παράλειψη ή ανακρίβεια θα μπορούσε να επηρεάσει τις
οικονομικές αποφάσεις των χρηστών και συνεπώς να καταστεί σημαντική, απαιτεί
εξέταση των χαρακτηριστικών των εν λόγω χρηστών. Το Πλαίσιο για την Κατάρτιση
και Παρουσίαση των Οικονομικών Κατα τάσεων δηλώνει στην παράγραφο 25 ότι «οι
χρήστες υποτίθεται ότι διαθέτουν τις απαραίτητες γνώσεις των επιχειρηματικών
και οικονομικών δραστηριοτήτων και της λογιστικής, καθώς και τη θέληση να
μελετήσουν τις πληροφορίες με εύλογη επιμέλεια». Συνεπώς, η αξιολόγηση πρέπει
να λάβει υπόψη τον τρόπο με τον οποίο χρήστες με τέτοιες ιδιότητες θα μπορούσε
εύλογα να αναμένεται ότι θα επηρεαστούν στη λήψη οικονομικών αποφάσεων.
ΛΟΓΙΣΤΙΚEΣ ΠΟΛΙΤΙΚEΣ
Επιλογή
και εφαρμογή των λογιστικών πολιτικών
7. Όταν
Πρότυπο ή Διερμηνεία εφαρμόζεται ειδικώς σε συναλλαγή ή άλλο γεγονός ή
περίσταση, η λογιστική πολιτική ή λογιστικές πολιτικές που εφαρμόζονται στο
στοιχείο αυτό θα προσδιορίζονται με την εφαρμογή τουΠροτύπου ή της Διερμηνείας
και την εξέταση κάθε σχετικής Οδηγίας Εφαρμογής εκδοθείσας από το Σ.Δ.Λ.Π.για
το Πρότυπο ή τη Διερμηνεία.
8. Τα
Δ.Π.Χ.Α. θέτουν λογιστικές πολιτικές που το Σ.Δ.Λ.Π. έχει συμπεράνει ότι
καταλήγουν στην κατάρτιση οικονομικών καταστάσεων που περιέχουν σχετική και
αξιόπιστη πληροφόρηση για τις συναλλαγές, άλλα γεγονότα ή περιστάσεις στις
οποίες εφαρμόζονται. Οι πολιτικές αυτές δεν είναι απαραίτητο να εφαρμόζονται
όταν η επίδραση της εφαρμογής δεν είναι σημα ντική. Ωστόσο, δεν είναι ορθό να
γίνονται ή να μη διορθώνονται επουσιώδεις παρεκκλίσεις από τα Δ.Π.Χ.Α. ώστε να
επιτευχθείιδιαίτερη παρουσίαση της οικονομικής θέσης, χρηματοοικονομικής
επίδοσης ή των ταμιακών ροών της οντότητας.
9. Οι
Οδηγίες Εφαρμογής των Προτύπων που εκδίδουν το Σ.Δ.Λ.Π. δεν αποτελούν τμήμα των
Προτύπων εκείνων και συνεπώς δεν περιέχουν απαιτήσεις για τις οικονομικές
καταστάσεις.
10. Εν
απουσία Προτύπου ή Διερμηνείας που εφαρμόζεται ειδικώς σε συναλλαγή ή σε άλλο
γεγονός ή περίσταση, η διοίκηση θα αναπτύξει και θα εφαρμόσει κατά τη κρίση της
μία λογιστική πολιτική από την οποία προκύπτουν πληροφορίες που είναι:
(α)
Σχετικές με τις ανάγκες λήψης οικονομικών αποφάσεων των χρηστών,
και
(β) να
είναι αξιόπιστες, ώστε οι οικονομικές καταστάσεις να:
(i) παρουσιάζουν πιστά την οικονομική θέση, τη χρηματοοικονομική
επίδοση και τις ταμιακές ροές της οντότητας,
(ii) αντανακλούν την οικονομική ουσία των γεγονότων, άλλων γεγονότων
και περιστάσεων και όχι απλώςκαι μόνο το νομικό τύπο,
(iii) να είναι ουδέτερες, τουτέστιν ελεύθερες από προκατάληψη,
(iν) συντηρητικές,
και
(v) πλήρεις από όλες τις σημαντικές απόψεις.
11. Κατά
την απόφαση που περιγράφηκε στην παράγραφο 10, η διοίκηση θα αναφερθεί σε και
θα εξετάσει την εφαρμοστικότητα των ακόλουθων πηγών κατά φθίνουσα σειρά:
(α) τις
απαιτήσεις και τις οδηγίες των Προτύπων και των Διερμηνειών, που πραγματεύονται
παρόμοια και σχετικά θέματα, και
(β) τους
ορισμούς, τα κριτήρια αναγνώρισης και τις έννοιες αποτίμησης για τα περιουσιακά
στοιχεία, τιςυποχρεώσεις, τα έσοδα και τις δαπάνες, που τίθενται στο Πλαίσιο.
12. Κατά
τη λήψη της απόφασης που περιγράφηκε στην παράγραφο 10, η διοίκηση μπορεί
επίσης να εξετάσει τιςπιο πρόσφατες ανακοινώσεις άλλων σωμάτων λογιστικής
τυποποίησης που χρησιμοποιούν παρόμοιο εννοιολο γικό πλαίσιο για την ανάπτυξη
λογιστικών προτύπων, άλλα έντυπα λογιστικής και αποδεκτές κλαδικές πρα κτικές,
στην έκταση που αυτά δεν έρχονται σε σύγκρουση με τις πηγές της παραγράφου 11.
Συνέπεια
των λογιστικών πολιτικών
13. Η
οντότητα θα επιλέγει και θα εφαρμόζει τις λογιστικές πολιτικές της με συνέπεια
για παρόμοιες συναλλαγέςκαι άλλα γεγονότα και περιστάσεις, εκτός αν Πρότυπο ή
Διερμηνεία απαιτεί ή επιτρέπει ειδικώς τηνκατηγοριοποίηση στοιχείων για τα
οποία ενδέχεται να είναι κατάλληλες διαφορετικές πολιτικές. Αν έναΠρότυπο ή
Διερμηνεία απαιτεί ή επιτρέπει τέτοια κατηγοριοποίηση, η πιο κατάλληλη
λογιστική πολιτικήπρέπει να επιλέγεται και να εφαρμόζεται με συνέπεια σε κάθε
κατηγορία.
Μεταβολές
στις λογιστικές πολιτικές
14. Η
οντότητα θα αλλάζει μία λογιστική πολιτική μόνον εφόσον η μεταβολή:
(α)
απαιτείται από Πρότυπο ή Διερμηνεία,
ή
(β)
καταλήγει σε οικονομικές καταστάσεις που παρέχουν αξιόπιστη και περισσότερο
σχετική πληροφόρηση
για τις
επιδράσεις των συναλλαγών, άλλα γεγονότα ή περιστάσεις στην οικονομική θέση,
χρηματοοικο νομική επίδοση ή τις ταμιακές ροές της οντότητας.
15. Οι
χρήστες των οικονομικών καταστάσεων πρέπει να είναι σε θέση να συγκρίνουν τις
οικονομικές καταστάσεις της οντότητας σε βάθος χρόνου ώστε να εξατομικεύουν τις
τάσεις στην οικονομική θέση, τη χρηματοοικονομική επίδοση και στις ταμιακές
ροές της. Συνεπώς, εφαρμόζονται οι ίδιες λογιστικές πολιτικές σε κάθε περίοδο
και από μία περίοδο στην άλλη εκτός αν μετα βολή λογιστική πολιτικής πληροί τα
κριτήρια της παραγράφου 14.
16. Οι
περιπτώσεις που ακολουθούν δεν αποτελούν μεταβολές λογιστικών πολιτικών:
(α) η
εφαρμογή μιας λογιστικής πολιτικής για συναλλαγές, γεγονότα ή περιστάσεις που
διαφέρουν στην ουσία από προηγουμένως επισυμβάντα γεγονότα ή συναλλαγές, και
(β) η
εφαρμογή μιας νέας λογιστικής πολιτικής για συναλλαγές, γεγονότα ή περιστάσεις
που δε συνέβαιναν προηγουμένως ή που ήταν επουσιώδη.
17. Η
αρχική εφαρμογή μιας πολιτικής αναπροσαρμογής της αξίας περιουσιακών στοιχείων,
σύμφωνα με τοΔΛΠ 16 Ενσώματες Ακινητοποιήσεις ή ΔΛΠ 38 Αϋλα Περιουσιακά
Στοιχεία είναι μία μεταβολή λογιστικής πολι τικής, αλλά αυτό αντιμετωπίζεται ως
μία αναπροσαρμογή, σύμφωνα με το ΔΛΠ 16 ή ΔΛΠ 38 μάλλον παράσύμφωνα με το παρόν
Πρότυπο.
18. Οι
παράγραφοι 19-31 δεν εφαρμόζονται στη μεταβολή της λογιστικής πολιτικής που
περιγράφηκε στην παράγραφο 17.Εφαρμογή των μεταβολών στις λογιστικές πολιτικές
19.
Σύμφωνα με την παράγραφο 23:
(α) η
οντότητα θα λογισικοποιεί μία μεταβολή σε λογιστική πολιτική που προκύπτει από
την αρχική εφαρ μογή Προτύπου ή Διερμηνείας σύμφωνα με τις συγκεκριμένες
μεταβατικές διατάξεις, αν υπάρχουν, του
Προτύπου
ή της Διερμηνείας,
και
(β) όταν
η οντότητα αλλάζει λογιστική πολιτική κατά την αρχική εφαρμογή Προτύπου ή
Διερμηνείας που δεν περιλαμβάνει συγκεκριμένες μεταβατικές διατάξεις που
αφορούν εκείνη τη μεταβολή ή αλλάζει λογιστικήπολιτική εκουσίως, θα εφαρμόζει
τη μεταβολή αναδρομικά.
20. Για
τους σκοπούς του παρόντος Προτύπου, η πρώιμη εφαρμογή Προτύπου ή Διερμηνείας δε
θεωρείται εκούσια μεταβολή λογι στικής πολιτικής.
21. Εν
απουσία Προτύπου ή Διερμηνείας που εφαρμόζεται ειδικά σε συναλλαγή, άλλο
γεγονός ή περίσταση, η διοίκηση δύναται, σύμφωνα με την παράγραφο 12, να
εφαρμόσει λογιστική πολιτική από τις πιο πρόσφατες ανακοινώσεις άλλων σωμάτων
λογι στικής τυποποίησης που χρησιμοποιούν παρόμοιο εννοιολογικό πλαίσιο για την
ανάπτυξη λογιστικών προτύπων. Αν η οντότητα επιλέξει να αλλάξει λογιστική
πολιτική σε συνέχεια τροποποίησης τέτοιας ανακοίνωσης, η αλλαγή αυτή
λογιστικοποιείται και γνωστοποιείται ως εκούσια αλλαγή λογιστικής πολιτικής.
Α ν α δ
ρ ο μ ι κ ή ε φ α ρ μ ο γ ή
22.
Σύμφωνα με την παράγραφο 23, όταν εφαρμόζεται αναδρομικά κάποια αλλαγή σε
λογιστική πολιτική σύμφωνα με την παράγραφο 19(α) ή (β), η οντότητα θα
προσαρμόζει το υπόλοιπο έναρξης κάθε επηρεαζόμενου στοιχείου των ιδίων
κεφαλαίων για την παλαιότερη από τις παρουσιαζόμενες περιόδους και των
άλλωνσυγκριτικών ποσών για κάθε προγενέστερη περίοδο που παρουσιάζεται ως αν η
νέα λογιστική πολιτική ήτανανέκαθεν σε χρήση.
Π ε ρ ι
ο ρ ι σ μ ο ί σ τ η ν α ν α δ ρ ο μ ι κ ή ε φ α ρ μ ο γ ή
23. Όταν
απαιτείται αναδρομική εφαρμογή από την παράγραφο 19(α) ή (β), θα εφαρμόζεται
μεταβολή σε λογι στική πολιτική αναδρομικά εκτός αν είναι ανέφικτο να προσδιοριστούν
είτε οι επιδράσεις που αφορούν ειδικάτην περίοδο είτε η σωρευτική επίδραση της
μεταβολής.
24. Όταν
είναι ανέφικτο να προσδιοριστούν οι επιδράσεις της μεταβολής λογιστικής
πολιτικής που αφορούν ειδικά την περίοδο στην συγκριτική πληροφόρηση μιας ή περισσότερων
παρουσιαζόμενων περιόδων, ηοντότητα θα εφαρμόζει τη νέα λογιστική πολιτική στις
λογιστικές αξίες εκείνων των περιουσιακών στοιχείωνκαι υποχρεώσεων κατά την
νωρίτερη περίοδο για την οποία είναι εφικτή η αναδρομική εφαρμογή, που
δύναταινα είναι η τρέχουσα περίοδος και θα κάνει την αντίστοιχη προσαρμογή στο
υπόλοιπο έναρξης κάθεεπηρεαζόμενου στοιχείου της καθαρής θέσης για εκείνη την
περίοδο.
25.
Όταν, στην αρχή της τρέχουσας περιόδου, είναι ανέφικτο να εκτιμηθεί η σωρευτική
επίδραση της εφαρμογήςνέας λογιστικής πολιτικής σε κάθε προγενέστερη περίοδο, η
οντότητα θα προσαρμόζει τη συγκριτικήπληροφόρηση ώστε να εφαρμόσει τη νέα
λογιστική πολιτική μελλοντικά από τη παλαιότερη ημερομηνία πουαυτό είναι
εφικτό.
26. Όταν
η οντότητα εφαρμόζει νέα λογιστική πολιτική αναδρομικά, εφαρμόζει τη νέα
λογιστική πολιτική στη συγκριτική πληροφόρηση όσων προγενέστερων περιόδων είναι
εφικτό. Η αναδρομική εφαρμογή σε προγενέστερη περίοδο δεν είναι εφικτή αν δεν
είναι εφικτός ο προσδιορισμός της σωρευτικής επίδρασης στα ποσά των ισολογισμών
έναρξης και κλεισίματος εκείνης της περιόδου. Το ποσό της προκύπτουσας
διόρθωσης, που σχετίζεται με περιόδους προγενέστερες εκείνων που παρουσιάζονται
στις οικονομικές καταστάσεις, φέρεται σε διόρθωση του υπολοίπου έναρξης κάθε
στοιχείου της καθαρής θέσης της παλαιότερης από τις παρουσιαζόμενες περιόδους.
Συνήθως γίνεται προσαρμογή των κερδών εις νέον. Όμως, η προσαρμογή μπορεί να γίνει
σε άλλο στοιχείο της καθαρής θέσης (για παράδειγμα, για συμμόρφωση με Πρότυπο ή
Διερμηνεία). Κάθε άλλη σχετική με προγενέστερες περιόδους πληροφορία, όπως οι
ιστορικές περιλήψεις οικονομικών δεδομένων, προσαρμόζεται για όσες
προγενέστερες περιόδους είναι εφικτό.
27. Όταν
είναι ανέφικτο μία οντότητα να εφαρμόσει νέα λογιστική πολιτική αναδρομικά,
επειδή δεν μπορεί να προσδιορίσει τη σωρευτική επίδραση της εφαρμογής της
πολιτικής σε κάθε προγενέστερη περίοδο, σύμφωνα με την παράγραφο 25, η οντότητα
θα εφαρμόζει τη νέα πολιτική μελλοντικά από την αρχή της παλαιότερης περιόδου
που αυτό είναι εφικτό. Συνεπώς αγνοεί το τμήμα της σωρευτικής προσαρμογής των
περιουσιακών στοιχείων, των υποχρεώσεων και της καθαρής θέσης που προκύπτει
πριν την ημερομηνία εκείνη. Η αλλαγή λογιστικής πολιτικής επιτρέπεται ακόμη και
όταν είναι ανέφικτη η εφαρμογή νέας πολι τικής αναδρομικά για οποιαδήποτε
προγενέστερη περίοδο. Οι παράγραφοι 50-53 παρέχουν οδηγίες σχετικά με το πότε
είναι ανέφικτο να εφαρμοστεί νέα λογιστική πολιτική σε μία ή περισσότερες
προγενέστερες περιόδους.
Γνωστοποιήσεις
28. Όταν
η για πρώτη φορά εφαρμογή Προτύπου ή Διερμηνείας έχει επίδραση στην τρέχουσα ή
σε οποιαδήποτε προγενέστερη περίοδο και θα είχε ή θα μπορούσε να έχει την
επίδραση αυτή σε μελλοντικές περιόδους, αλλάδεν είναι εφικτό να προσδιοριστεί
το ποσό της προσαρμογής, η οντότητα θα γνωστοποιεί:
(α) τον
τίτλο του Προτύπου ή της Διερμηνείας,
(β) όταν
απαιτείται, ότι η μεταβολή της λογιστικής πολιτικής γίνεται σύμφωνα με τις
μεταβατικές διατάξειςτου (της),
(γ) το
είδος της μεταβολής της λογιστικής πολιτικής,
(δ) όταν
απαιτείται, μία περιγραφή των μεταβατικών διατάξεων,
(ε) όταν
απαιτείται, τις μεταβατικές διατάξεις που θα μπορούσαν να έχουν επίδραση σε
μελλοντικέςπεριόδους,
(στ) για
την τρέχουσα περίοδο και κάθε προγενέστερη περίοδο που παρουσιάζεται, στην
έκταση που αυτό είναιεφικτό, το ποσό της προσαρμογής:
(i) για κάθε συγκεκριμένο κονδύλιο των οικονομικών καταστάσεων που
επηρεάζεται,
και
(ii) αν το ΔΛΠ 33 Κέρδη ανά Μετοχή εφαρμόζεται στην οντότητα, για τα
βασικά και απομειωμένα κέρδηανά μετοχή,
(ζ) το
ποσό της προσαρμογής που σχετίζεται με περιόδους προγενέστερες των
παρουσιαζόμενων, στην έκταση
που
είναι εφικτό,και
(η) αν η
αναδρομική εφαρμογή που απαιτείται από τις παραγράφους 19(α) ή 19(β) δεν είναι
εφικτή γιασυγκεκριμένη περίοδο ή για περιόδους προγενέστερες των
παρουσιαζόμενων, τις συνθήκες που οδήγησανστην ύπαρξη εκείνου του καθεστώτος
και περιγραφή του πώς και από πότε έχει εφαρμοστεί η μεταβολήστη λογιστική
πολιτική.
Δεν
είναι απαραίτητο να επαναλαμβάνονται οι γνωστοποιήσεις αυτές στις οικονομικές
καταστάσεις τωνεπακόλουθων περιόδων.
29. Όταν
εκούσια μεταβολή σε λογιστική πολιτική έχει επίδραση στην τρέχουσα ή σε
οποιαδήποτε προγενέστερη περίοδο και θα είχε ή θα μπορούσε να έχει την επίδραση
αυτή επίδραση σε μελλοντικές περιόδους αλλά δεν είναι εφικτό να προσδιοριστεί
το ποσό της προσαρμογής, η οντότητα θα γνωστοποιεί:
(α) το
είδος της μεταβολής της λογιστικής πολιτικής,
(β) τους
λόγους για τους οποίους η εφαρμογή της νέας λογιστικής πολιτικής παρέχει
αξιόπιστη και
περισσότερο
σχετική πληροφόρηση,
(γ) για
την τρέχουσα περίοδο και κάθε προγενέστερη περίοδο που παρουσιάζεται, στην
έκταση που αυτό είναι εφικτό, το ποσό της προσαρμογής:
(i) για κάθε συγκεκριμένο κονδύλιο των οικονομικών καταστάσεων που
επηρεάζεται,
και
(ii) αν το ΔΛΠ 33 εφαρμόζεται στην οντότητα, για τα βασικά και
απομειωμένα κέρδη ανά μετοχή,
(δ) το
ποσό της προσαρμογής που σχετίζεται με περιόδους προγενέστερες των
παρουσιαζόμενων, στην έκταση που είναι εφικτό,
και
(ε) αν η
αναδρομική εφαρμογή δεν είναι εφικτή για συγκεκριμένη προγενέστερη περίοδο ή
περιόδους των παρουσιαζόμενων, τις συνθήκες που οδήγησαν στην ύπαρξη εκείνου
του καθεστώτος και περιγραφή του πώς και από πότε έχει εφαρμοστεί η μεταβολή
της λογιστικής πολιτικής. Δεν είναι απαραίτητο να επαναλαμβάνονται οι
γνωστοποιήσεις αυτές στις οικονομικές καταστάσεις των επακόλουθων περιόδων.
30. Όταν
η οντότητα δεν έχει εφαρμόσει νέο Πρότυπο ή Διερμηνεία που έχει εκδοθεί αλλά
που δεν ισχύει ακόμη, η οντότητα θα γνωστοποιεί:
(α) το
γεγονός αυτό,
και
(β)
γνωστές ή ευλόγως εκτιμώμενες πληροφορίες που σχετίζονται με την εκτίμηση της
πιθανής επίδρασης της
εφαρμογής
νέου Προτύπου ή Διερμηνείας στις οικονομικές καταστάσεις της οντότητας κατά την
περίοδο
της για
πρώτη φορά εφαρμογής.
31. Κατά
τη συμμόρφωση με την παράγραφο 30, η οντότητα μελετά τη γνωστοποίηση:
(α) του
τίτλου του νέου Προτύπου ή της Διερμηνείας,
(β) του
είδους της μεταβολής της λογιστικής πολιτικής,
(γ) της
ημερομηνίας που απαιτείται η εφαρμογή του Προτύπου ή της Διερμηνείας,
(δ) της
ημερομηνίας που σχεδιάζει να εφαρμόσει αρχικά το Πρότυπο ή τη Διερμηνεία,
και
(ε)
είτε:
(i) μία αναφορά στο αντίκτυπο που αναμένεται να έχει η αρχική
εφαρμογή του Προτύπου ή της Διερμηνείας στις οικο νομικές καταστάσεις της
οντότητας,
ή
(ii) αν το αντίκτυπο αυτό δεν είναι γνωστό ή δεν μπορεί να εκτιμηθεί
εύλογα, μία σχετική δήλωση.
ΜΕΤΑΒΟΛEΣ ΣΤΙΣ ΛΟΓΙΣΤΙΚEΣ ΕΚΤΙΜHΣΕΙΣ
32. Λόγω
των αβεβαιοτήτων που εμπεριέχονται στις επιχειρηματικές δραστηριότητες, πολλά
στοιχεία των οικονομικών καταστάσεων δεν μπορεί να αποτιμηθούν με ακρίβεια,
αλλά μόνο κατά προσέγγιση. Η εκτίμηση προϋποθέτει αποφάσεις που λαμβάνονται
βάσει των τελευταίων αξιόπιστων πληροφοριών. Για παράδειγμα, δύναται να
απαιτηθούν εκτιμήσεις:
(α) των
επισφαλών απαιτήσεων,
(β) των
απαξιωμένων αποθεμάτων,
(γ) της
εύλογης αξίας των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή των
χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων,
(δ) των
ωφέλιμων ζωών ή του αναμενόμενου ρυθμού κατανάλωσης των μελλοντικών οικονομικών
ωφελειών που
περιλαμβάνονται
στα αποσβέσιμα περιουσιακά στοιχεία,
και
(ε) των
υποχρεώσεων εγγύησης.
33. Η
χρήση λογικών εκτιμήσεων αποτελεί ουσιώδες συστατικό στοιχείο της κατάρτισης
των οικονομικών καταστάσεων και δε βλάπτει την αξιοπιστία τους.
34. Μια
εκτίμηση ίσως πρέπει να αναθεωρηθεί, αν υπάρχουν μεταβολές σχετικά με τις
συνθήκες στις οποίες βασίστηκε η εκτίμηση ή ως αποτέλεσμα νέων πληροφοριών ή
ευρύτερης εμπειρίας. Από τη φύση της, η αναθεώρηση μιας εκτίμησης δε σχετίζεται
με προγενέστερες περιόδους και δεν αποτελεί διόρθωση λάθους.
35. Μία
αλλαγή της εφαρμοστέας βάσης αποτίμησης αποτελεί μεταβολή λογιστικής πολιτικής
και όχι αλλαγή λογιστικής εκτίμησης. Όταν είναι δύσκολο να γίνει διάκριση
μεταξύ μεταβολής λογιστικής πολιτικής και αλλαγής λογιστικής εκτίμησης, η
μεταβολή αντιμετωπίζεται ως αλλαγή λογιστικής εκτίμησης.
36. Η
επίδραση μεταβολής λογιστικής εκτίμησης, εκτός από επίδραση στην οποία
εφαρμόζεται η παράγραφος 37,
θα
αναγνωρίζεται μελλοντικά με την συμπερίληψή της στο κέρδος ή τη ζημία της:
(α)
περιόδου που έγινε η μεταβολή, αν η μεταβολή επιδρά μόνο στην περίοδο αυτή,
ή
(β) της
περιόδου που έγινε η μεταβολή και των μελλοντικών περιόδων, αν η μεταβολή
επιδρά σε αμφότερες τις περιόδους.
37. Στην
έκταση που μεταβολή λογιστικής εκτίμησης δημιουργεί μεταβολές στα περιουσιακά
στοιχεία ή τις υποχρεώσεις ή σχετίζεται με στοιχείο της καθαρής θέσης,
αναγνωρίζεται με την προσαρμογή της λογιστικής αξίας του σχετιζόμενου
περιουσιακού στοιχείου, υποχρέωσης ή στοιχείου της καθαρής θέσης στην περίοδο
της μεταβολής.
38. Η
μελλοντική αναγνώριση της επίδρασης της μεταβολής σε λογιστική εκτίμηση
σημαίνει ότι η αλλαγή εφαρμόζεται σε συν αλλαγές, άλλα γεγονότα και περιστάσεις
από την ημερομηνία της μεταβολής της εκτίμησης. Μία μεταβολή λογιστικής
εκτίμησης μπορεί να επηρεάζει μόνον το κέρδος ή τη ζημία της τρέχουσας περιόδου
ή το κέρδος ή τη ζημία της τρέχουσας και μελλοντικών περιόδων. Για παράδειγμα,
μια μεταβολή στην εκτίμηση του ποσού των επισφαλών απαιτήσεων επιδρά μόνο στο
κέρδος ή τη ζημία της τρέχουσας περιόδου και συνεπώς αναγνωρίζεται στην τρέχουσα
περίοδο. Όμως, μια μεταβολή στην εκτίμηση της ωφέλιμης ζωής ή του αναμενόμενου
τρόπου ανάλωσης των μελλοντικών οικονομικών ωφελειών που εμπεριέχει ένα
αποσβέσιμο στοιχείο, επιδρά στη δαπάνη απόσβεσης της τρέχουσας περιόδου και
κάθε μελλοντικής περιόδου κατά τη διάρκεια της απομένουσας ωφέλιμης ζωής του
περιουσιακού στοιχείου. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, το αποτέλεσμα της μετα
βολής που σχετίζεται με την τρέχουσα περίοδο αναγνωρίζεται ως έσοδο ή δαπάνη
της τρέχουσας περιόδου. Η επίδραση, αν υπάρχει, σε μελλοντικές περιόδους,
αναγνωρίζεται ως έσοδο ή δαπάνη σε εκείνες τις μελλοντικές περιόδους.
Γνωστοποιήσεις
39. Η
οντότητα θα γνωστοποιεί το είδος και το ποσό μιας μεταβολής σε λογιστική
εκτίμηση που έχει επίδραση στην τρέχουσα περίοδο ή που αναμένεται να έχει
επίδραση σε μελλοντικές περιόδους, εκτός από τη γνωστοποίηση
της
επίδρασης σε μελλοντικές περιόδους όταν δεν είναι εφικτή η εκτίμηση της
επίδρασης αυτής.
40. Αν
το ποσό της επίδρασης σε μελλοντικές περιόδους δε γνωστοποιείται επειδή είναι
ανέφικτο να εκτιμηθεί, η οντότητα θα γνωστοποιεί το γεγονός αυτό.
ΛΝΘΗ
41.
Ενδέχεται να προκύψουν λάθη σχετικά με την αναγνώριση, την αποτίμηση, την
παρουσίαση ή τη γνωστοποίηση στοιχείων των οικονομικών καταστάσεων. Οι
οικονομικές καταστάσεις δεν έχουν συνταχθεί σύμφωνα με τα Δ.Π.Χ.Α. αν περιέχουν
είτε σημα ντικά λάθη είτε επουσιώδη λάθη που έγιναν εσκεμμένως προκειμένου να
επιτευχθεί συγκεκριμένη παρουσίαση της οικονομικής θέσης, της επίδοσης ή των
ταμιακών ροών της οντότητας. Δυνητικά λάθη της τρέχουσας περιόδου που
ανακαλύπτονται κατά την περίοδο εκείνη διορθώνονται προτού εγκριθούν οι
οικονομικές καταστάσεις για έκδοση. Ωστόσο, τα σημαντικά λάθη
κάποιες
φορές δεν γίνονται αντιληπτά παρά σε μεταγενέστερη περίοδο και τα λάθη
προγενέστερων περιόδων αυτά διορθώνονται στη συγκριτική πληροφόρηση που
παρουσιάζεται στις οικονομικές καταστάσεις για εκείνη την μεταγενέστερη περίοδο
(βλέπε παραγράφους 42-47).
42. Με
την επιφύλαξη όσων προβλέπονται στην παράγραφο 43, η οντότητα θα διορθώνει
σημαντικά λάθη προγενέστερων περιόδων αναδρομικά στην πρώτη πλήρη σειρά
οικονομικών καταστάσεων που εγκρίνονται για έκδοση μετά την ανακάλυψή τους:
(α) με
την επαναδιατύπωση των συγκριτικών ποσών για την προγενέστερη παρουσιαζόμενη
περίοδο (προγενέστερες παρουσιαζόμενες περιόδους) στην οποία έγινε το λάθος,
ή
(β) αν
το λάθος έγινε πριν την παλαιότερη προγενέστερη περίοδο που παρουσιάζεται, με
την επαναδιατύπωση των υπόλοιπων έναρξης των περιουσιακών στοιχείων, των
υποχρεώσεων και της καθαρής θέσης για την παλαιότερη των παρουσιαζόμενων προγενέστερων
περιόδων.
Περιορισμοί
στην αναδρομική επαναδιατύπωση
43. Τα
λάθη προγενέστερων περιόδων θα διορθώνονται με αναδρομική επαναδιατυπωση εκτός
αν δεν είναι δυνατό να προσδιοριστούν είτε οι επιδράσεις που αφορούν ειδικά την
περίοδο είτε η σωρευτική επίδραση του λάθους.
44. Όταν
δεν είναι δυνατό να προσδιοριστούν οι επιδράσεις ενός λάθους που αφορούν ειδικά
την περίοδο στη συγ κριτική πληροφόρηση μιας ή περισσότερων παρουσιαζόμενων
περιόδων, η οντότητα θα επαναδιατυπώνει τα υπόλοιπα έναρξης των περιουσιακών
στοιχείων, των υποχρεώσεων και της καθαρής θέσης για την παλαιότερη περίοδο που
είναι εφικτή η αναδρομική επαναδιατύπωση (που μπορεί να είναι η τρέχουσα
περίοδος).
45.
Όταν, στην αρχή της τρέχουσας περιόδου, είναι ανέφικτο να εκτιμηθεί η σωρευτική
επίδραση ενός λάθους σε κάθε προγενέστερη περίοδο, η οντότητα θα προσαρμόζει τη
συγκριτική πληροφόρηση ώστε να διορθώσει το λάθος μελλοντικά από τη νωρίτερη
ημερομηνία που αυτό είναι εφικτό.
46. Η
διόρθωση λάθους προγενέστερης περιόδου δε συμπεριλαμβάνεται στο κέρδος ή τη
ζημία της περιόδου που ανακαλύπτεται το λάθος. Κάθε άλλη σχετική με
προγενέστερες περιόδους πληροφορία που παρουσιάζεται, συμπεριλαμβανομένων των
ιστορικών περιλήψεων των οικονομικών δεδομένων, επαναδιατυπώνεται για όσες
προγενέστερες περιόδους είναι εφικτό.
47. Όταν
το ποσό ενός λάθους δεν μπορεί να προσδιοριστεί (π.χ., λάθος στην εφαρμογή
λογιστικής
πολιτικής) για κάθε προγενέστερη περίοδο, η οντότητα, σύμφωνα με την παράγραφο
45, επαναδιατυπώνει τη συγκριτική πληροφόρηση μελλο ντικά από την παλαιότερη
ημερομηνία που αυτό είναι δυνατό. Συνεπώς αγνοεί το τμήμα της σωρευτικής
επαναδιατύπωσης των περιουσιακών στοιχείων, των υποχρεώσεων και της καθαρής
θέσης που προκύπτει πριν την ημερομηνία εκείνη. Οι παράγραφοι 50-53 παρέχουν
οδηγίες σχετικά με το πότε είναι ανέφικτο να διορθωθεί λάθος για μία ή
περισσότερες προγενέστερες περιόδους.
48. Οι
διορθώσεις λαθών διακρίνονται από τις αλλαγές στις λογιστικές εκτιμήσεις. Οι
λογιστικές εκτιμήσεις, από τη φύση τους,
είναι
προσεγγίσεις που μπορεί να χρειάζονται αναθεώρηση, καθώς πρόσθετες πληροφορίες
γίνονται γνωστές. Για παράδειγμα,το κέρδος ή η ζημία που αναγνωρίζεται μετά την
έκβαση ενός ενδεχόμενου γεγονότος δεν είναι διόρθωση λάθους.
Γνωστοποίηση
λαθών προγενέστερων περιόδων
49. Κατά
την εφαρμογή της παραγράφου 42, η οντότητα θα γνωστοποιεί τα ακόλουθα:
(α) τη
φύση του λάθους της προγενέστερης περιόδου,
(β) για
κάθε προγενέστερη παρουσιαζόμενη περίοδο, στην έκταση που αυτό είναι εφικτό, το
ποσό τηςbδιόρθωσης:
(i) για κάθε συγκεκριμένο κονδύλιο των οικονομικών καταστάσεων που
επηρεάζεται,
και
(ii) αν το ΔΛΠ 33 εφαρμόζεται στην οντότητα, για τα βασικά και
απομειωμένα κέρδη ανά μετοχή,
(γ) το
ποσό της διόρθωσης στην αρχή της παλαιότερης των παρουσιαζόμενων περιόδων,
και
(δ) αν η
αναδρομική επαναδιατύπωση δεν είναι εφικτή για κάποια συγκεκριμένη προγενέστερη
περίοδο, τις συνθήκες που οδήγησαν στην ύπαρξη του καθεστώτος και περιγραφή του
πώς και από πότε διορθώθηκε το λάθος.
Δεν
είναι απαραίτητο να επαναλαμβάνονται οι γνωστοποιήσεις αυτές στις οικονομικές
καταστάσεις των επακόλουθων περιόδων.
ΤΟ ΑΝEΦΙΚΤΟ ΑΝΑΦΟΡΙΚA ΜΕ ΤΗΝ
ΑΝΑΔΡΟΜΙΚH ΕΦΑΡΜΟΓH ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΔΡΟΜΙΚH
ΕΠΑΝΑΔΙΑΤYΠΩΣΗ
50. Σε
ορισμένες περιπτώσεις, δεν είναι εφικτό να προσαρμοστούν συγκριτικές
πληροφορίες για μία ή περισσότερες συγκεκριμένες περιόδους ώστε να επιτευχθεί η
συγκρισιμότητα με την τρέχουσα περίοδο. Για παράδειγμα, μπορεί να μην έχει
γίνει συλλογή δεδομένων στις προγενέστερες περιόδους κατά τρόπο που να
επιτρέπει είτε την αναδρομική εφαρμογή νέας λογιστικής πολι τικής
(συμπεριλαμβανομένης, για τους σκοπούς των παραγράφων 51-53, της μελλοντικής
εφαρμογής σε προγενέστερες περιόδους) είτε την αναδρομική επαναδιατύπωση για τη
διόρθωση λάθους προγενέστερης περιόδου και μπορεί να μην είναι εφικτό να
αναπαραχθούν οι πληροφορίες.
51.
Συχνά είναι απαραίτητο να γίνονται εκτιμήσεις όταν εφαρμόζεται λογιστική
πολιτική σε στοιχεία των οικονομικών καταστάσεων που αναγνωρίζονται ή
γνωστοποιούνται σε σχέση με συναλλαγές, άλλα γεγονότα ή περιστάσεις. Η εκτίμηση
εμπεριέχει την έννοια της υποκειμενικότητας και οι εκτιμήσεις μπορεί να
αναπτύσσονται μετά την ημερομηνία του ισολογισμού. Η ανάπτυξη εκτιμήσεων είναι
δυνητικά περισσότερο δύσκολη όταν εφαρμόζεται αναδρομικά μία λογιστική πολιτική
ή όταν γίνεται ανα δρομική επαναδιατύπωση προκειμένου να διορθωθεί λάθος
προγενέστερης περιόδου, λόγω του χρόνου που έχει περάσει από την επηρεαζόμενη
συναλλαγή, του άλλου γεγονότος ή της περίστασης. Ωστόσο, ο σκοπός των
εκτιμήσεων που σχετίζεται με
προγενέστερες
περιόδους ή με την τρέχουσα περίοδο παραμένει ίδιος � ήτοι η αντανάκλαση
της εκτίμησης των συνθηκών που επικρατούσαν όταν συνέβη η συναλλαγή, το άλλο
γεγονός ή η περίσταση.
52.
Συνεπώς, η αναδρομική εφαρμογή νέας λογιστικής πολιτικής ή η διόρθωση λαθών
προγενέστερων περιόδων απαιτεί το δια χωρισμό πληροφοριών που:
(α)
παρέχουν ενδείξεις των γεγονότων που επικρατούσαν την ημερομηνία (τις
ημερομηνίες) που συνέβη η συναλλαγή, το άλλο γεγονός ή η περίσταση,
και
(β) θα
ήταν διαθέσιμες όταν οι οικονομικές καταστάσεις εκείνης της προγενέστερης
περιόδου είχαν εγκριθεί για έκδοση. από άλλες πληροφορίες. Για κάποιους τύπους
εκτιμήσεων (π.χ., για εκτίμηση εύλογης αξίας που δεν βασίζεται σε τηρητέα τιμή
ή τηρητέα εισαγόμενα ποσά), δε θα ήταν εφικτός ο διαχωρισμός των πληροφοριών.
Όταν η αναδρομική εφαρμογή ή η ανα δρομική επαναδιατύπωση θα απαιτούσε
σημαντική εκτίμηση για την οποία θα ήταν αδύνατο να γίνει διαχωρισμός των δύο
αυτών ειδών πληροφόρησης, δεν είναι εφικτή η εφαρμογή της νέας λογιστικής
πολιτικής ή η διόρθωση του λάθους προγενέστερης περιόδου, αναδρομικά.
53. Η εκ
των υστέρων αποκτηθείσα γνώση δεν πρέπει να χρησιμοποιείται κατά την εφαρμογή
νέας λογιστικής πολιτικής ή τη διόρθωση λαθών προηγούμενων περιόδων, είτε στην
διατύπωση παραδοχών σχετικά με τις προθέσεις της διοίκησης σε προγενέστερη
περίοδο είτε στην εκτίμηση των αναγνωρισθείσων, αποτιμώμενων ή γνωστοποιούμενων
ποσών της προγενέστερης περιόδου. Για παράδειγμα, όταν η οντότητα διορθώνει
λάθος στην αποτίμηση χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων προγενέστερης
περιόδου που είχαν ταξινομηθεί ως διακρατούμενες μέχρι τη λήξη επενδύσεις
σύμφωνα με το ΔΛΠ 39: Χρη ματοοικονομικά Μέσα: Αναγνώριση και Επιμέτρηση, δεν
αλλάζει τη βάση αποτίμησής τους για εκείνη την περίοδο εάν η διοίκηση αποφάσισε
στη συνέχεια να μην τις διακρατήσει μέχρι τη λήξη. Επιπρόσθετα, όταν η οντότητα
διορθώνει λάθος προγενέστερης περιόδου κατά τον υπολογισμό της υποχρέωσής της
αναφορικά με τις σωρευμένες άδειες ασθενείας των
εργαζόμενων
σύμφωνα με το ΔΛΠ 19: Παροχές σε Εργαζομένους, αγνοεί πληροφορία σχετικά με
ασυνήθιστα βαριά επιδημία γρίπης που έγινε γνωστή την επόμενη περίοδο μετά την
έγκριση για έκδοση των οικονομικών καταστάσεων της προγενέστερης περιόδου. Το
γεγονός ότι σημαντικές εκτιμήσεις συχνά απαιτούνται όταν διορθώνονται οι
συγκριτικές πληροφορίες που παρουσιάζονται για προγενέστερες περιόδους δεν
εμποδίζει την αξιόπιστη προσαρμογή ή τη διόρθωση της συγκριτικής πληροφόρησης.
ΗΜΕΡΟΜΗΝIΑ EΝΑΡΞΗΣ
ΙΣΧYΟΣ
54. Η
οντότητα θα εφαρμόσει το Πρότυπο αυτό για ετήσιες λογιστικές περιόδους που
ξεκινούν την ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2005. Η εφαρμογή νωρίτερα ενθαρρύνεται.
Αν η οντότητα εφαρμόσει αυτό το Πρότυπο για περίοδο που αρχίζει πριν την 1η
Ιανουαρίου 2005, πρέπει να γνωστοποιεί το γεγονός αυτό.
ΑΝAΚΛΗΣΗ AΛΛΩΝ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΩΝ
55. Το
παρόν Πρότυπο αντικαθιστά το ΔΛΠ 8 Καθαρό Κέρδος ή Ζημιά Περιόδου, Θεμελιώδη
Λάθη και Μεταβολές στις Λογι στικές Πολιτικές, που αναθεωρήθηκε το 1993.
56. Το
παρόν Πρότυπο αντικαθιστά τις ακόλουθες Διερμηνείες:
(α)
ΜΕΔ-2 Αρχή της Συνέπειας � Κεφαλαιοποίηση Κόστους Δανεισμού
και
(β)
ΜΕΔ-18 Συνέπεια-Εναλλακτικές Μέθοδοι.
ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ
Τροποποιήσεις
σε άλλες ανακοινώσεις
Οι
τροποποιήσεις αυτού του προσαρτήματος θα εφαρμόζονται σε ετήσιες λογιστικές
περιόδους που αρχίζουν την ή μετά από την 1η Ιανουαρίου 2005. Αν η οντότητα
εφαρμόσει το Πρότυπο αυτό για προγενέστερη περίοδο, οι τροποποιήσεις αυτές θα
εφαρμόζονται για εκείνη την προγενέστερη περίοδο.
A1. Το
ΔΛΠ 7 Καταστάσεις Ταμιακών Ροών τροποποιείται ως εξής:
Οι
παράγραφοι 29 και 30 που αναφέρονται σε έκτακτα κονδύλια απαλείφονται.
A2. Το
ΔΛΠ 12 Φόροι Εισοδήματος τροποποιείται ως ακολούθως:
Η
παράγραφος 62 (β) τροποποιείταιως εξής:
(β)
προσαρμογή στο υπόλοιπο έναρξης των κερδών εις νέον που προκύπτει είτε από
μεταβολή λογιστικής πολιτικής που εφαρμόζεται αναδρομικά είτε από διόρθωση λάθους
(βλέπε ΔΛΠ 8 Λογιστικές Πολιτικές, Μεταβολές των Λογιστικών Εκτιμήσεων και
Λάθη).
Η
παράγραφος 80 (β) τροποποιείταιως εξής:
(η) το
ποσό του εξόδου φόρου (εισοδήματος) που σχετίζεται με εκείνες τις αλλαγές των
λογιστικών πολιτικών και τα λάθη που περιλαμβάνονται στο κέρδος ή τη ζημία
σύμφωνα με το ΔΛΠ 8, επειδή δεν μπορούν να λογιστικοποιηθούν αναδρομικά.
Οι
παράγραφοι 81(β) και 83 απαλείφονται.
A3. Το
ΔΛΠ 14 Οικονομικές Πληροφορίες κατά Τομέα τροποποιείται ως ακολούθως.
Ο
ορισμός των λογιστικών πολιτικών της παραγράφου 8 τροποποιείται ως εξής:
Λογιστικές
πολιτικές είναι οι συγκεκριμένες αρχές, βάσεις, παραδοχές, κανόνες και
πρακτικές, που εφαρμόζονται από την οντότητα για την κατάρτιση και παρουσίαση
των οικονομικών καταστάσεων.
Η
παράγραφος 60 τροποποιείται ως εξής:
60. Το
ΔΛΠ 1 απαιτεί ότι όταν τα στοιχεία των εσόδων και των δαπανών είναι σημαντικά,
το είδος και τα ποσά τους θα γνωστοποιούνται ξεχωριστά. Το ΔΛΠ 1 παραθέτει έναν
αριθμό παραδειγμάτων, που συμπεριλαμβάνουν υποτιμήσεις αποθεμάτων και ενσώματων
ακινητοποιήσεων, προβλέψεις για ανασυγκρότηση, εκποιήσεις ενσώματων
ακινητοποιήσεων και μακροπρόθεσμων συμμετοχών, διακοπείσες δραστηριότητες,
νομικούς διακανονισμούς και αντιλογισμούς προβλέψεων. Η παράγραφος 59 δεν
προτίθεται να αλλάξει την κατάταξη οποιωνδήποτε τέτοιων στοιχείων ή την
αποτίμησή τους. Ωστόσο, η γνωστοποίηση που συνιστάται από εκείνη την παράγραφο
μεταβάλλει στην ουσία το επίπεδο στο οποίο εκτιμάται η σημαντικότητα τέτοιων
στοιχείων για τους σκοπούς της γνωστοποίησης, από επίπεδο επιχείρησης συνολικά,
σε επίπεδο τομέα.
Οι
παράγραφοι 77 και 78 τροποποιούνται ως εξής:
77. Το
ΔΛΠ 8 ασχολείται με τις μεταβολές των λογιστικών πολιτικών που εφαρμόζονται από
την οντότητα. Το ΔΛΠ 8 απαι τεί ότι οι μεταβολές των λογιστικών πολιτικών θα
γίνονται μόνον όταν Πρότυπο ή Διερμηνεία απαιτεί τη μεταβολή ή εάν η μεταβολή
θα καταλήξει σε περισσότερο αξιόπιστη και σχετική πληροφόρηση για συναλλαγές,
άλλα γεγονότα ή περιστάσεις στις οικονομικές καταστάσεις της οντότητας.
78. Ο
χειρισμός των μεταβολών των λογιστικών πολιτικών που επηρεάζουν την κατά τομέα
πληροφόρηση και που
εφαρμόζονται
στο επίπεδο της οντότητας, γίνεται σύμφωνα με το ΔΛΠ 8. Εκτός αν νέο Πρότυπο ή
Διερμηνεία απαιτεί διαφορετικά, το ΔΛΠ 8 απαιτεί ότι:
(α) η
μεταβολή λογιστικής πολιτικής θα εφαρμόζεται αναδρομικά και οι πληροφορίες
προγενέστερων περιόδων θα
επαναδιατυπώνονται
εκτός αν είναι ανέφικτο να προσδιοριστούν είτε η σωρευτική επίδραση είτε οι
επιδράσεις που
αφορούν
ειδικά την περίοδο της μεταβολής,
(β) Αν η
αναδρομική εφαρμογή δεν είναι εφικτή για όλες τις παρουσιαζόμενες περιόδους, η
νέα λογιστική πολιτική θ
εφαρμόζεται
αναδρομικά από την παλαιότερη δυνατή ημερομηνία,
και
(γ) αν
δεν μπορεί να προσδιοριστεί η σωρευτική επίδραση της εφαρμογής της νέας
λογιστικής πολιτικής στην αρχή
της
τρέχουσας περιόδου, η πολιτική θα εφαρμόζεται μελλοντικά από τη νωρίτερη δυνατή
περίοδο.
Έχουν
γίνει οι ακόλουθες αλλαγές ώστε να αφαιρεθούν οι παραπομπές σε έκτακτα
κονδύλια:
(α) στην
παράγραφο 16, στον ορισμό των εσόδων τομέα, η υποπαράγραφος (α) απαλείφεται.
(β) στην
παράγραφο 16, στον ορισμό των εξόδων τομέα, η υποπαράγραφος (α) απαλείφεται.
A4. Το
ΔΛΠ 19 Παροχές σε Εργαζομένους τροποποιείται ως ακολούθως:
Η
παράγραφος 131 τροποποιείται ως εξής:
131. Αν
και το παρόν Πρότυπο δεν απαιτεί συγκεκριμένες γνωστοποιήσεις για άλλες
μακροπρόθεσμες παροχές σε
εργαζόμενους,
είναι δυνατό να απαιτούνται γνωστοποιήσεις από άλλα Πρότυπα � για παράδειγμα,
όταν η δαπάνη που
προκύπτει
από τέτοιες παροχές είναι σημαντική και θα απαιτείτο η γνωστοποίησή της σύμφωνα
με το ΔΛΠ 1
Παρουσίαση
των Οικονομικών Καταστάσεων. Όπου απαιτείται από το ΔΛΠ 24 Γνωστοποιήσεις
Συνδεδεμένων
Μερών, η
οντότητα γνωστοποιεί πληροφορίες σχετικά με λοιπές μακροπρόθεσμες παροχές σε
εργαζόμενους για τα
στελέχη
του διευθυντικού προσωπικού.
Η
παράγραφος 142 τροποποιείται ως εξής:
142.
Καθώς απαιτείται από το ΔΛΠ 1, η οντότητα γνωστοποιεί το είδος και το ποσό μιας
δαπάνης αν είναι σημαντική. Οι παροχές τερματισμού υπηρεσίας μπορεί να
καταλήγουν σε έξοδο που απαιτεί γνωστοποίηση σε συμμόρφωση με αυτήν την
απαίτηση.
Η
παράγραφος 160 τροποποιείται ως εξής:
160. Το
ΔΛΠ 8 εφαρμόζεται όταν μία οντότητα μεταβάλλει τις λογιστικές της πολιτικές
ώστε να αντανακλούν τις μετα βολές που καθορίζονται στις παραγράφους 159 και
159Α. Κατά την αναδρομική εφαρμογή αυτών των μεταβολών, όπως απαιτείται από το
ΔΛΠ 8, η οντότητα αντιμετωπίζει τις μεταβολές αυτές ως αν είχαν υιοθετηθεί
ταυτόχρονα με το υπόλοιπο του Προτύπου αυτού.
A5. Στο
ΔΛΠ 20 Λογιστική των Κρατικών Επιχορηγήσεων και Γνωστοποίηση της Κρατικής
Υποστήριξης, οι παράγραφοι 20-22 τροποποιούνται ως εξής:
20.
Κρατική επιχορήγηση που καθίσταται εισπρακτέα ως αποζημίωση για δαπάνες ή
ζημίες που επιβάρυναν
την
οντότητα ή προκειμένου να της παρασχεθεί άμεση οικονομική υποστήριξη χωρίς να
επισύρει σχετικά
μελλοντικά
κόστη, θα αναγνωρίζεται ως έσοδο της περιόδου κατά την οποία καθίσταται
εισπρακτέα.
21. Σε
ορισμένες περιπτώσεις, η παροχή κρατικής επιχορήγησης μπορεί να δίδεται ως
άμεση οικονομική ενίσχυση της οντότητας και όχι ως κίνητρο για την ανάληψη
συγκεκριμένης δαπάνης. Τέτοιες επιχορηγήσεις μπορεί να περιορίζονται σε μια
μεμονωμένη οντότητα και να μην είναι διαθέσιμες σε μία ολόκληρη κατηγορία
δικαιούχων. Οι περιπτώσεις αυτές μπορεί να απαιτούν την αναγνώριση της
επιχορήγησης ως έσοδο στην περίοδο στην οποία η οντότητα δικαιούται να την
εισπράξει μαζί με γνωστοποίηση που να διασφαλίζει την πλήρη κατανόηση των
επιδράσεών της.
22.
Είναι δυνατό μια οντότητα να δικαιούται τη λήψη κρατικής επιχορήγησης για την
κάλυψη δαπανών ή ζημιών που τη βάρυναν σε προηγούμενη περίοδο. Η επιχορήγηση
αυτής της μορφής αναγνωρίζεται ως έσοδο στην περίοδο στην οποία καθίσταται
εισπρακτέα, μαζί με γνωστοποίηση που να διασφαλίζει την πλήρη κατανόηση των
επιδράσεών της.
A6. Στο
ΔΛΠ 22 Συνενώσεις Επιχειρήσεων, απαλείφεται η παράγραφος 100.
A7. Η παράγραφος
30 του ΔΛΠ 23 Κόστος Δανεισμού τροποποιείται ως εξής:
30. Όταν
η υιοθέτηση του παρόντος Προτύπου συνιστά μεταβολή λογιστικής πολιτικής, η
οντότητα
ενθαρρύνεται
να προσαρμόσει τις οικονομικές της καταστάσεις σύμφωνα με το ΔΛΠ 8 Λογιστικές
Πολι τικές, Μεταβολές των Λογιστικών Εκτιμήσεων και Λάθη. Εναλλακτικά, οι
οντότητες θα κεφαλαιοποιήσουν
μόνο
εκείνα τα κόστη δανεισμού που πραγματοποιούντα μετά την ημερομηνία έναρξης
ισχύος του
Προτύπου
που πληρούν τα κριτήρια της κεφαλαιοποίησης.
A8. Το
ΔΛΠ 34 Ενδιάμεση Χρηματοοικονομική Αναφορά τροποποιείται ως ακολούθως:
Η
παράγραφος 17 τροποποιείται ως εξής:
17.
Παραδείγματα των κατηγοριών των γνωστοποιήσεων που απαιτούνται από την
παράγραφο 16 εκτίθενται κατωτέρω. Κατ� ιδίαν τα Πρότυπα και οι Διερμηνείες παρέχουν οδηγίες, που αφορούν
γνωστοποιήσεις για πολλά από αυτά τα θέματα:
(α) Η
υποτίμηση αποθεμάτων στην καθαρή ρευστοποιήσιμη αξία και η αναστροφή μιας
τέτοιας υποτίμησης,
(β)
αναγνώριση μιας ζημίας από την απομείωση της αξίας ενσώματων ακινητοποιήσεων,
άϋλων περιουσιακών στοιχείων
ή άλλων
περιουσιακών στοιχείων και η αναστροφή μιας τέτοιας ζημίας απομείωσης.
(γ) η
αναστροφή κάθε πρόβλεψης για κόστη αναδιάρθρωσης.
(δ)
αποκτήσεις και πωλήσεις στοιχείων ενσώματων ακινητοποιήσεων,
(ε)
δεσμεύσεις για την αγορά ενσώματων ακινητοποιήσεων,
(στ)
νομικοί διακανονισμοί,
(ζ)
Διορθώσεις λαθών προγενέστερων περιόδων,
(η)
[απαλείφθηκε]
(i) κάθε ανεξόφλητο δάνειο και αθέτηση συμφωνίας δανεισμού που δεν
έχει θεραπευθεί την ή πριν την ημερομηνία
του
ισολογισμού,
και
(ι) συναλλαγές
συνδεδεμένων μερών.
Οι
παράγραφοι 24, 25 και 27 τροποποιούνται ως εξής:
24. Το
ΔΛΠ 1 Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων και το ΔΛΠ 8 Λογιστικές Πολιτικές,
Μεταβολές των
Λογιστικών
Εκτιμήσεων και Λάθη ορίζουν ότι ένα στοιχείο είναι σημαντικό αν η παράλειψή η
κακή διατύπωσή του θα μπορούσε να επηρεάσει τις οικονομικές αποφάσεις των
χρηστών των οικονομικών καταστάσεων. Το ΔΛΠ 1 απαιτεί ιδιαίτερη γνωστοποίηση
των σημαντικών στοιχείων, στα οποία περιλαμβάνονται (για παράδειγμα) οι
διακοπτόμενες δραστηριότητες και το ΔΛΠ 8, απαιτεί γνωστοποίηση των μεταβολών
στις λογιστικές εκτιμήσεις, τα λάθη και τις μετα βολές των λογιστικών
πολιτικών, Τα δύο Πρότυπα δεν περιέχουν ποσοτικοποιημένες οδηγίες για την
σημαντικότητα.
25.
Παρόλο ότι πάντοτε απαιτείται κρίση για τον προσδιορισμό της σημαντικότητας,
αυτό το Πρότυπο βασίζει την απόφαση αναγνώρισης και γνωστοποίησης σε δεδομένα
για την ενδιάμεση περίοδο από μόνο του, για λόγους κατανοητότητας των
ενδιάμεσων κονδυλίων. Έτσι, για παράδειγμα, ασυνήθη κονδύλια, μεταβολές σε
λογιστικές πολιτικές ή εκτιμήσεις και λάθη αναγνωρίζονται και γνωστοποιούνται
βασιζόμενα στην σημαντικότητα σε σχέση με τα δεδομένα της ενδιάμεσης περιόδου
για να αποφεύγονται παραπλανητικά συμπεράσματα που θα μπορούσαν να προέλθουν
από τη μη γνωστοποίηση. Ο απώτερος σκοπός είναι να εξασφαλίζεται ότι μία
ενδιάμεση οικονομική αναφορά περιλαμβάνει όλες τις πληροφορίες που είναι
σχετικές για την κατανόηση της οικονομικής θέσης και της επίδοσης της οντότητας
κατά τη διάρκεια της ενδιάμεσης περιόδου.
27. Το
ΔΛΠ 8 απαιτεί γνωστοποίηση του είδους και (αν είναι εφικτό) του ποσού μιας
μεταβολής στην εκτίμηση που είτε έχει μία σημαντική επίδραση στην τρέχουσα
περίοδο είτε αναμένεται να έχει μία ουσιαστική επίδραση στις επόμενες
περιόδους. Η παράγραφος 16(δ) αυτού του Προτύπου απαιτεί παρόμοια γνωστοποίηση
σε μία ενδιάμεση οικονομική αναφορά. Παραδείγματα περιλαμβάνουν μεταβολές σε
εκτίμηση στην τελευταία ενδιάμεση περίοδο, που αφορούν σε υποτιμήσεις
αποθεμάτων, αναδιαρθρώσεις ή ζημίες απομείωσης που είχαν παρουσιαστεί σε
προηγούμενη ενδιάμεση περίοδο του οικονομικού έτους. Η γνωστοποίηση που
απαιτείται από την προηγούμενη παράγραφο είναι συνεπής με την απαίτηση του ΔΛΠ
8 και η έκτασή της προορίζεται να είναι περιορισμένη μόνο στη μεταβολή της
εκτίμησης. Ηοντότητα δεν απαιτείται να συμπεριλάβει επιπρόσθετες οικονομικές
πληροφορίες της ενδιάμεσης περιόδου στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της.
Οι
παράγραφοι 43 και 44 τροποποιούνται ως εξής:
43. Μία
μεταβολή σε λογιστική πολιτική, άλλη εκτός από εκείνη για την οποία η
μεταβατική περίοδος
καθορίζεται
από ένα νέο Πρότυπο ή Διερμηνεία, πρέπει να αντικατοπτρίζεται:
(α) με
επαναδιατύπωση των οικονομικών καταστάσεων των προηγούμενων ενδιάμεσων περιόδων
του
τρέχοντος
οικονομικού έτους και των συγκρίσιμων ενδιάμεσων περιόδων κάθε προηγούμενου
οικο νομικού έτους που θα επαναδιατυπωθούν στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις
σύμφωνα με το
ΔΛΠ 8,
ή
(β) όταν
δεν είναι εφικτό να προσδιοριστεί η σωρευτική επίδραση της εφαρμογής νέας
λογιστικής πολι τικής σε κάθε προγενέστερη περίοδο στην αρχή του οικονομικού
έτους, με την επαναδιατύπωση των
οικονομικών
καταστάσεων του τρέχοντος οικονομικού έτους και συγκρίσιμων ενδιάμεσων περιόδων
προγενέστερων
οικονομικών ετών για τη μελλοντική εφαρμογή από την παλαιότερη ημερομηνία που
αυτό είναι
δυνατό.
44. Ένας
σκοπός της προηγούμενης αρχής είναι να εξασφαλίζει ότι μία απλή λογιστική
πολιτική εφαρμόζεται σε μία ειδική κατηγορία συναλλαγών δια μέσου ενός
ολόκληρου οικονομικού έτους. Σύμφωνα με το ΔΛΠ 8, μία μεταβολή σε λογι στική
πολιτική αντανακλάται με αναδρομική εφαρμογή και την επαναδιατύπωση των
οικονομικών δεδομένων όσο το δυνατόν περισσότερων προγενέστερων περιόδων. Όμως,
αν το ποσό της αναπροσαρμογής που αφορά σε προηγούμενα οικονομικά έτη δεν
μπορεί να προσδιοριστεί, τότε σύμφωνα με το ΔΛΠ 8 η νέα πολιτική εφαρμόζεται
μελλοντικά από την παλαιότερη ημερομηνία που αυτό είναι εφικτό. Το αποτέλεσμα
της αρχής της παραγράφου 43 είναι να απαιτεί ότι, κάθε μεταβολή σε λογιστική
πολιτική εντός του τρέχοντος οικονομικού έτους εφαρμόζεται αναδρομικά ή, αν
αυτό δεν είναι δυνατό, μελλοντικά, όχι αργότερα από την έναρξη του οικονομικού
έτους.
A9. Στο
ΔΛΠ 35 Διακοπτόμενες Δραστηριότητες, οι παράγραφοι 41, 42 και 50 απαλείφονται.
A10. Στο
ΔΛΠ 36 Απομείωση Αξίας Περιουσιακών Στοιχείων η παράγραφος 13 της Εισαγωγής
απαλείφεται και οι
παράγραφοι
120 και 121 απαλείφονται.
A11. Στο
ΔΛΠ 37 Προβλέψεις, Ενδεχόμενες Υποχρεώσεις και Ενδεχόμενες Απαιτήσεις, η
παράγραφος 94 απαλείφεται.
A12. Στο
ΔΛΠ 38 ¶ϋλα Περιουσιακό Στοιχεία, απαλείφεται η παράγραφος 120.
A13. Στη
ΜΕΔ-12 Ενοποίηση- Οντότητες Ειδικού Σκοπού, η παράγραφος της ημερομηνίας
έναρξης ισχύος τροποποιείται ως εξής:
Ημερομηνία
Έναρξης Ισχύος: Η παρούσα διερμηνεία τίθεται σε ισχύ για ετήσιες οικονομικές
περιόδους που αρχίζουν την ή μετά από την 1 Ιουλίου 1999. Ενθαρρύνεται η
εφαρμογή νωρίτερα. Οι μεταβολές των λογιστικών πολιτικών θα λογιστικοποιούνται
σύμφωνα με το ΔΛΠ 8.
A14. Στη
ΜΕΔ-13 Από Κοινού Ελεγχόμενες Οικονομικές Επιχειρήσεις-Μη Χρηματικές
Συνεισφορές από Κοινοπρακτούντες. H παράγραφος της
ημερομηνίας έναρξης ισχύος τροποποιείται ως εξής:
Ημερομηνία
Έναρξης Ισχύος: Η παρούσα Διερμηνεία τίθεται σε ισχύ για ετήσιες οικονομικές
περιόδους που αρχίζουν την ή μετά από την 1 Ιανουαρίου 1999. Η εφαρμογή
νωρίτερα ενθαρρύνεται. Οι μεταβολές των λογιστικών πολιτικών θα
λογιστικοποιούνται σύμφωνα με το ΔΛΠ 8.
A15. Στη
ΜΕΔ-21 Φόροι Εισοδήματος � Ανάκτηση Αναπροσαρμοσμένων Μη Αποσβέσιμων Περιουσιακών Στοιχείων
η παράγραφος της ημερομηνίας έναρξης ισχύος τροποποιείται ως εξής:
Ημερομηνία
Έναρξης Ισχύος: Η παρούσα ομόφωνη αποδοχή τίθεται σε ισχύ στις 15 Ιουλίου 2000.
Οι αλλαγές στις λογι στικές πολιτικές θα λογιστικοποιούνται σύμφωνα με το ΔΛΠ
8.
A16. [Η
τροποποίηση δεν εφαρμόζεται σε Πρότυπα που παρουσιάζονται με στοιχειώδη μορφή].
A17. Στη
ΜΕΔ-25 Φόροι Εισοδήματος �Μεταβολές στο Φορολογικό Καθεστώς μιας Επιχείρησης ή των Μετόχων
της, η παράγραφος της ημερομηνίας έναρξης ισχύος τροποποιείται ως ακολούθως:
Ημερομηνία
Έναρξης Ισχύος: Η παρούσα ομόφωνη αποδοχή τίθεται σε ισχύ στις 15 Ιουλίου 2000.
Οι αλλαγές στις λογι στικές πολιτικές θα λογιστικοποιούνται σύμφωνα με το ΔΛΠ
8.
A18. Στη
ΜΕΔ-27 Εκτίμηση της Ουσίας των Συναλλαγών που Συνεπάγεται το Νομικό Τύπο μιας
Μίσθωσης, η παράγραφος της ημερομηνίας έναρξης ισχύος τροποποιείται ως εξής:
Ημερομηνία
Έναρξης Ισχύος: Η παρούσα Διερμηνεία τίθεται σε ισχύ στις 31 Δεκεμβρίου 2001.
Οι αλλαγές στις λογιστικές πολιτικές θα λογιστικοποιούνται σύμφωνα με το ΔΛΠ 8.
A19. Στη
ΜΕΔ-31 Έσοδα-Συναλλαγές Ανταλλαγής που Εμπεριέχουν Υπηρεσίες Διαφήμισης, η
παράγραφος της ημερομηνίας έναρξης ισχύος τροποποιείται ω εξής:
Ημερομηνία
Έναρξης Ισχύος: Η παρούσα Διερμηνεία τίθεται σε ισχύ στις 31 Δεκεμβρίου 2001.
Οι αλλαγές στις λογι στικές πολιτικές θα λογιστικοποιούνται σύμφωνα με το ΔΛΠ
8.
Α20. Στο
Δ.Π.Χ.Α. 1 Πρώτη Υιοθέτηση των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς, ο
ορισμός των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς στο Προσάρτημα Α
τροποποιείται ως εξής:
Διεθνή
Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (Δ.Π.Χ.Α.)
Πρότυπα
και Διερμηνείες που έχουν υιοθετηθεί από το Συμβούλιο των Διεθνών Λογιστικών
Προτύπων
(Σ.Δ.Λ.Π.).
Περιλαμβάνουν:
(α)
Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς,
(β)
Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα,
και
(γ)
Διερμηνείες που δημιουργήθηκαν από την Επιτροπή Διερμηνειών των Διεθνών
Προτύπων Χρηματοοικονομικής Ανα φοράς (Ε.Δ.Δ.Π.Χ.Α.), ή την πρώην Μόνιμη
Επιτροπή Διερμηνειών (ΜΕΔ).
Α21. Η
επεξηγηματική επικεφαλίδα του Δ.Π.Χ.Α. Πρώτη Υιοθέτηση των Διεθνών Λογιστικών
Προτύπων Χρηματοοικονομικής
Αναφοράς
τροποποιείται ως εξής:
Το
Διεθνές Πρότυπο Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 1 Πρώτη Υιοθέτηση των Διεθνών
Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (Δ.Π.Χ.Α. 1) παρατίθεται στις παραγράφους
1-47 και τα Προσαρτήματα Α-Γ. Όλες οι παράγραφοι έχουν ίση ισχύ. Οι παράγραφοι
που έχουν τυπωθεί με έντονα γράμματα δηλώνουν τις κύριες αρχές. Οι όροι που
καθορίζονται στο Προσάρτημα Α τυπώνονται με πλαγιαστά γράμματα κατά την αρχική
εμφάνισή τους στο Πρότυπο. Οι ορισμοί άλλων όρων παρατίθενται στο Γλωσσάριο των
Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς. Το Δ.Π.Χ.Α. 1 θα πρέπει να αναγνω
στεί στο πλαίσιο του αντικειμενικού σκοπού του και της Βάσης για Συμπεράσματα,
της Εισαγωγής των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς και
του Πλαισίου για την Κατάρτιση και Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων. Το
ΔΛΠ 8 Λογιστικές Πολιτικές, Μεταβολές των Λογιστικών Εκτιμήσεων και Λάθη
παρέχει μία βάση για
την
επιλογή και την εφαρμογή λογιστικών πολιτικών εν απουσία ρητών οδηγιών.
Α22. Οι
επεξηγηματικές επικεφαλίδες όλων των λοιπών Διεθνών Λογιστικών Προτύπων
αντικαθιστώνται με νέα επεξηγηματική επικεφαλίδα έχουσα την ακόλουθη μορφή:
Διεθνές
Λογιστικό Πρότυπο Χ Τίτλος με Λέξεις (ΔΛΠ Χ) παρατίθεται στις παραγράφους 1-000
[και τα Προσαρτήματα
Α-Γ]
(*). Όλες οι παράγραφοι έχουν ίση ισχύ αλλά διατηρούν τη μορφή της Ε.Δ.Λ.Π. του
Προτύπου όταν αυτό υιοθετήθηκε
από το
Σ.Δ.Λ.Π. Το ΔΛΠ Χ θα πρέπει να αναγνωστεί στο πλαίσιο [του αντικειμενικού
σκοπού του και της Βάσης για
Συμπεράσματα]
(**), της Εισαγωγής των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς
και του Πλαισίου για την Κατάρτιση και Παρουσίαση των Οικονομικών Καταστάσεων.
Το ΔΛΠ 8 Λογιστικές Πολιτικές, Μεταβολές των Λογιστικών Εκτιμήσεων και Λάθη
παρέχει μία βάση για την επιλογή και την εφαρμογή λογιστικών πολιτικών εν
απουσία ρητών οδηγιών.
(*)
χρησιμοποιείται μόνο για εκείνα τα προσαρτήματα που αποτελούν μέρος του
Προτύπου.
(**)
χρησιμοποιείται μόνον όπου το Πρότυπο εμπεριέχει αντικειμενικό σκοπό ή
συνοδεύεται από Βάση για Συμπεράσματα.
Α23. Στα
Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς, συμπεριλαμβανομένων των
Διεθνών Λογιστικών Προτύπων και Διερμηνειών εφαρμοστέων το Δεκέμβριο 2003, οι
παραπομπές στην τρέχουσα έκδοση του ΔΛΠ 8 Καθαρό Κέρδος ή Ζημιά Περιόδου,
Θεμελιώδη Λάθη και Μεταβολές στις Λογιστικές Πολιτικές τροποποιούνται σε ΔΛΠ 8
Λογιστικές Πολι τικές, Μεταβολές των Λογιστικών Εκτιμήσεων και Λάθη.